Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Για τις θέσεις του ΚΚΕ στο θέμα της παλινόρθωσης και του σοσιαλισμού.(Βασίλης Σαμαράς )ΜΕΡΟΣ Γ




ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΕΝΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ
 

Από την άλλη μεριά, οφείλουμε να επισημάνουμε στις θέσεις του ΚΚΕορισμένες προσεγγίσεις που -τουλάχιστον- προβληματίζουν, μια και δείχνουν να κινούνται σε κατεύθυνση που δεν εναρμονίζεται και τόσο με όσα εκτίθενται στο κύριο και βασικό μέρος των εκτιμήσεών του.Λέει στο σημείο 24:


«Στο πρώτο Σύνταγμα της PΣOΣΔ και στο πρώτο Σύνταγμα της EΣΣΔ του1924 (καθώς και στα Συντάγματα των Δημοκρατιών του 1925), η σχέση κρατικού μηχανισμού–μαζών πραγματοποιούνταν μέσω της έμμεσης εκλογικήςαντιπροσώπευσης των εργαζομένων με την παραγωγική αρχή οργάνωσηςτων εκλογών. Το εκλογικό δικαίωμα κατοχυρωνόταν μόνο στους εργαζόμενους (όχι γενικώς στους πολίτες)».

Και ακόμη, και πάλι από το σημείο 24:«Με το Σύνταγμα του 1936 καθιερώθηκε η άμεση αντιπροσώπευση,στη βάση της εδαφικής αρχής (εκλογική μονάδα έγινε η περιφέρειακαι η αναλογία εκπροσώπησης με βάση τον αριθμό κατοίκων). Καταργήθηκε η διεξαγωγή των εκλογών στις εκλογικές συνελεύσεις καικαθιερώθηκε η διεξαγωγή τους μέσω εκλογικών τμημάτων. Γενικεύτηκε το εκλογικό δικαίωμα με την καθολική μυστική ψηφοφορία».

Επίσης από το ίδιο σημείο:

«Η κριτική προσέγγιση αυτών των αλλαγών εστιάζεται στην ανάγκη να με-λετηθεί παραπέρα η λειτουργική υποβάθμιση της παραγωγικής μονάδας ως πυρήνα οργάνωσης της εργατικής εξουσίας λόγω της κατάργησης της παρα-γωγικής αρχής και της έμμεσης εκλογής μέσω συνεδρίων και συνελεύσεων».

Ταυτόχρονα παρατίθεται απόσπασμα από την εισήγηση του Ζντάνοφ στην Ολομέλεια της ΚΕ του ΠΚΚ(μπ) το Φλεβάρη-Μάρτη του 1937, που επιχειρηματολογεί για την αναγκαιότητα αυτών των αλλαγών.

«[…] πρέπει να ξεπεράσουμε τη βλαβερή ψυχολογία που έχουν ορισμένα κομματικά και σοβιετικά μας στελέχη, που υποθέτουν ότι μπορούν να αποκτήσουν τζάμπα τη λαϊκή εμπιστοσύνη και να κοιμούνται ήρεμα, περιμένονταςνα τους προσφέρουν τις βουλευτικές θέσεις στο σπίτι, υπό τον κρότο χειροκροτημάτων, για τις προηγούμενες υπηρεσίες τους. Κατά τη μυστική ψηφο-φορία δεν γίνεται να πάρεις εμπιστοσύνη τζάμπα. […] Έχουμε ένα σημαντικό στρώμα στελεχών στις κομματικές και τις σοβιετικές οργανώσεις που θεωρούν ότι το καθήκον τους τελειώνει, στην ουσία, όταν εκλεγούν στοΣοβιέτ. Αυτό μαρτυρεί ο μεγάλος αριθμός υπευθύνων που δεν προσέρχεταιστις ολομέλειες των Σοβιέτ, στις βουλευτικές ομάδες και τα τμήματα των Σοβιέτ μας, που αποφεύγουν να εκπληρώνουν βασικές βουλευτικές υποχρεώσεις. Πολλά σοβιετικά μας στελέχη τείνουν να αποκτήσουν γραφειοκρατικάστοιχεία και, έχοντας μεγάλα ελαττώματα στη δουλειά τους, είναι έτοιμα νααπολογηθούν δέκα φορές για τη δουλειά τους ενώπιον του Γραφείου τηςΚομματικής Επιτροπής σε στενό, οικογενειακό κύκλο, παρά να βγουν στηνολομέλεια του Σοβιέτ, να ασκήσουν κριτική στον εαυτό τους και να ακούσουν την κριτική των μαζών. Νομίζω ότι το γνωρίζετε εξίσου καλά με μένα».

Και καταλήγει στις θέσεις του το ΚΚΕ:

«Πυρήνες της εργατικής εξουσίας θα είναι οι παραγωγικές μονάδες, οι τόποι εργασίας στους οποίους θα ασκείται και ο εργατικός κοινωνικός έλεγχος τηςδιεύθυνσης».

Εδώ, και σε σχέση με τα προηγούμενα, αναδεικνύονται δύο κυρίως ζητήματα. Το ένα αφορά αυτό καθαυτό το πρόβλημα και πώς αντιμετωπίζεται. Το δεύτερο, ποιο βάρος έχει αυτή η προσέγγιση και με ποιον τρόπο καισε ποιο βαθμό χαρακτηρίζει τις θέσεις του ΚΚΕ. Όσο μας αφορά και ανεξάρτητα από το τι εννοείται στις θέσεις του ΚΚΕ: Αντιμετωπίζουμε με τονπιο θετικό τρόπο τη συγκρότηση της εργατικής τάξης στη βάση των παρα-γωγικών μονάδων. Αυτό στη δική μας αντίληψη συνδέεται καταρχάς με τηναναγκαιότητα η εργατική τάξη να πραγματοποιεί συνεχώς βήματα ως προς τον άμεσο έλεγχο από τη μεριά της τής παραγωγικής διαδικασίας και τοπώς διαμορφώνονται οι σχέσεις στο πλαίσιό της και όχι μόνο τον «έλεγχο της διεύθυνσης». Ταυτόχρονα το εντάσσουμε στη βάση της γενικότερης κατεύθυνσης για αυτόνομη συγκρότηση της εργατικής τάξης σε όλα τα επίπεδα και με διάφορες μορφές (από τα πιο στοιχειώδη μέχρι το ανώτερο-πολιτικό). Από την άλλη μεριά, δεν θεωρούμε ότι αυτό αντιστρατεύεται απαραίτητα και σε κάθε περίπτωση το γενικό εκλογικό δικαίωμα. Όπως θα αναφερθούμε και παρακάτω, το συνδέουμε με το πώς αντιμετωπίζει κάθε φορά η εργατική τάξη τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις του σοσιαλιστικού σχηματισμού.Ταυτόχρονα θεωρούμε ότι ανήκει στα ζητήματα που χρειάζονται παρα-πέρα διερεύνηση και μελέτη, πολύ περισσότερο που πιστεύουμε πως, πέρα από αυτήν ή εκείνη τη θεωρητική προσέγγιση, το πρόβλημα θα τίθεται κάθε φορά στη βάση συγκεκριμένων πραγματικών δεδομένων και θα ζητάειανάλογου χαρακτήρα απαντήσεις. Άλλωστε η εισήγηση του Ζντάνοφ (καιοι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν το 1936), ανεξάρτητα από το πώς τιςαξιολογεί κανείς, μας δείχνει τις αντιφάσεις, τα προβλήματα, ακόμα καιστρεβλώσεις που εμφανίστηκαν και στις ως τότε μορφές συγκρότησης. Τώρα, αν ο Ζντάνοφ (και φυσικά και ο Στάλιν) διέκρινε από τα τότε τις τάσεις διαμόρφωσης μιας «εργατικής αριστοκρατίας» σε παράλληλη τροχιάκαι με κατεύθυνση σύγκλισης με ανάλογες τάσεις στο πεδίο της εν γένει «εργαζόμενης διανόησης», αυτό είναι ένα ζήτημα που χρειάζεται παραπέραδιερεύνηση.Ως προς το ποια θέση έχουν αυτές οι προσεγγίσεις στις εκτιμήσεις τουΚΚΕ, υπάρχουν εδώ και πάλι δύο ερωτήματα. Το πρώτο αφορά το τι ακριβώς εννοεί και πώς αντιλαμβάνεται ουσιαστικά την αντιμετώπιση του ζητήματος που θέτει. Το δεύτερο αφορά το ποιο βάρος έχουν και πόσο χαρακτηρίζουν τη συνολική τοποθέτηση του ΚΚΕ στο ζήτημα που μαςαπασχολεί. Σε σχέση με το πρώτο, θα αποφύγουμε ερμηνείες που έτσι κι αλλιώς είναι παρακινδυνευμένες και που μπορεί να αποδειχθούν αυθαίρετες.Μια συσχέτιση θα μπορούσε -ίσως- να γίνει με τη θέση που θέτει σαν «ζήτημα μελλοντικής μελέτης» προβλήματα όπως «οι μορφές οργάνωσης της εργατικής συμμετοχής […]η σχέση τους με τον Κεντρικό Σχεδιασμό […]
την εξέλιξη των Σοβιέτ ως μορφή δικτατορίας του προλεταριάτου» κ.ά.
Αλλά και πάλι τίθεται το ερώτημα. Αν σε τόσο σημαντικά ζητήματα δεν έχει καταλήξει (και δεν το θεωρούμε καθόλου «αμάρτημα» αυτό μια και όντως σε πολλά ζητήματα χρειάζεται παραπέρα μελέτη), πώς γίνεται να εμφανίζει ένα έτοιμο ολοκληρωμένο και «τελειωμένο» σχέδιο πορείας προς τον κομμουνισμό;Σε σχέση με το δεύτερο σημείο μπορούμε να είμαστε περισσότερο σαφείς. Ανεξάρτητα από το τι εννοεί εδώ η ηγεσία του ΚΚΕ, το στίγμα και η ουσία της αντίληψής της βρίσκονται σ’ αυτά που χαρακτηρίζουν το σύνολο των τοποθετήσεών της και διαμορφώνουν τη συλλογιστική και τον προσανατολισμό της. Έχοντας αναφερθεί αρκετά στα περισσότερα απ’ αυτά,μπορούμε εδώ να είμαστε αρκετά σύντομοι και επιγραμματικοί όσον αφο-ρά την παράθεση των στοιχείων που συνθέτουν την αντίληψή της.Αναφερόμαστε στην ουσιαστική αμφισβήτηση -παρά τη ρητορική αποδοχή- του μακροχρόνιου ιστορικού κοινωνικού χαρακτήρα του μετασχηματισμού της μεταβατικής σοσιαλιστικής κοινωνίας. Την άρνηση του μεταβατικού χαρακτήρα αυτής της κοινωνίας και συνακόλουθα της ταξικής πάληςπου συνεχίζεται στο πλαίσιό της παρά την -ρητορική και πάλι- αποδοχήτης. Την αντίληψη της πορείας προς τον κομμουνισμό στη βάση -ουσιαστικά- ενός προδιαγεγραμμένου, προσχεδιασμένου μοντέλου και συνεπώς δυνατότητας σχεδιοποίησης και προγραμματισμού αυτής της πορείας. Ειδικότερες εκφράσεις και στοιχεία αυτής της αντίληψης αποτελούν:Η θεώρηση των οικονομικών νόμων και των νομοτελειών που διέπουντην κίνηση των πραγμάτων σαν κάτι πλήρως γνωστό από τα πριν, δεδομένο και απόλυτα ελέγξιμο.Η αντίληψη που θέλει τον υποκειμενικό παράγοντα διαχρονικά κυρίαρ-χο («έξω» και «πάνω») των ιστορικών κοινωνικών διαδικασιών και παραμέτρων.Η θεώρηση των (κομμουνιστικών) παραγωγικών σχέσεων σαν κάτι γνωστό και δεδομένο εκ των προτέρων.Η αποσύνδεση της ύπαρξης -διαμόρφωσης- ανάπτυξης αυτών των σχέσεων από τις κοινωνικές δυνάμεις -αμοιβαίας- στήριξης, η αποσύνδεση απότο ρόλο της εργατικής τάξης και της ταξικής πάλης.Η διάσταση που -αντίθετα- δίνει στη δυνατότητα διαμόρφωσης αυτώντων σχέσεων μέσω της «επιστήμης», της γνώσης των νόμων, νομοτελειώνκ.λπ.Η διάσταση που, γενικότερα και σε αναφορά με όλα τα ζητήματα, δίνειστο ρόλο και το ειδικό βάρος της επιστημονικότητας σε σχέση με αυτό τηςταξικής πάλης.Η ταύτιση της κρατικοποίησης με την πλήρη κοινωνικοποίηση καιπραγμάτωση σχέσεων κομμουνιστικού χαρακτήρα.Η αναγωγή της κεντρικής σχεδιοποίησης και ισόμετρης ανάπτυξης στοναπόλυτο -ουσιαστικά- νόμο της σοσιαλιστικής οικονομίας που εκμηδενίζειόλους τους άλλους.Η αναγωγή αυτού του σχεδιασμού στην κατεξοχήν κομμουνιστική παραγωγική σχέση, σε πεμπτουσία του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής.Η διάσταση που δίνει στο πλαίσιο αυτού του σχεδιασμού στο ζήτηματων αναλογιών και κυρίως η μηχανιστική στατική θεώρησή του.Η βαρύτητα που δίνει ως προς τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του κόμματος στην «επιστημονικότητα» απέναντι στη σχέση του με την τάξη καιτην ταξική πάλη.Ο αντιδιαλεκτικός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη σχέση πρω-τοπορίας (κόμματος)-τάξης. Ένα πρόβλημα σοβαρό τόσο «πριν» όσο και,πολύ περισσότερο, μετά το πάρσιμο της εξουσίας, όπου παίρνει και κρίσιμο χαρακτήρα.Η άνεση με την οποία προσπερνάει το ζήτημα της συγκέντρωσης αρμοδιοτήτων-εξουσιών σε ένα και μοναδικό κέντρο εξουσίας (κράτος-κόμμα).Και μάλιστα υπερθεματίζει. Ανάγει τον τρόπο κομματικής λειτουργίας (δημοκρατικός συγκεντρωτισμός) σε αρχή λειτουργίας της κοινωνίας και… πάει κι αυτό. «Λύθηκε»! Όλα αυτά συγκλίνουν και συνθέτουν μια αντίληψη «προγραμματισμού της ιστορίας». Ο οποίος προγραμματισμός ευλόγως θα αναλαμβάνεται απότους ειδικούς, τους γνώστες των νόμων της οικονομίας και των νομοτελειών, εν γένει τους ικανούς να σχεδιάζουν «επιστημονικά». (Άσε που θα ξέρουν πλέον και από ηλεκτρονικούς υπολογιστές). Δηλαδή το κοινωνικό στρώμα που θα διαμορφώνεται και θα αναδεικνύεται σαν ελίτ της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ή, όπως λέμε, εδώ ήρθαμε.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Το ζήτημα του φορέα δεν εξαντλείται στη διακήρυξη πως η εργατική τάξη είναι ο φορέας της πορείας προς τον κομμουνισμό. Με βάση τα δεδομένα του προβλήματος χρειάζονται πιο συγκεκριμένοι προσδιορισμοί. Πολύ περισσότερο που αναφερόμαστε σ’ ένα πεδίο που έχει εμφανίσει νέα καισύνθετα προβλήματα. Ας εξηγηθούμε περισσότερο.Την επανάσταση πραγματοποιεί η εργατική τάξη, συγκροτημένη ολόπλευρα μέχρι το ανώτερο πολιτικό επίπεδο (κόμμα) και σαν κύρια δύναμη ενός ευρύτερου μετώπου σύμμαχων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων,συγκροτημένων σε δύναμη ανατροπής. Αυτή η συγκρότηση έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του προηγούμενου -καπιταλιστικού- καθεστώτος, στη βάση των αντιθέσεων που το χαρακτήριζαν, στο πεδίο της ταξικής πάληςκαι με τους όρους και τις προδιαγραφές αυτής της πάλης.Το ίδιο κατά βάση μπλοκ δυνάμεων πραγματοποιεί (όχι χωρίς πιθανές αντιφάσεις, αντιθέσεις και διαχωρισμούς) τους πρωταρχικούς μετασχηματισμούς σοσιαλιστικού χαρακτήρα. Απαλλοτριώνοντας την πολιτική, οικο-νομική και κοινωνική κυριαρχία της αστικής τάξης, διαμορφώνει την πρωταρχική βάση του νέου -σοσιαλιστικού- σχηματισμού. Αυτή η εξέλιξη θαμπορούσε να θεωρηθεί και μια κατά κάποιον τρόπο «προέκταση» της επαναστατικής διαδικασίας και πάλης και στη βάση των όρων που αυτή διαμορφώθηκε και πραγματοποιήθηκε. Των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που την κίνησαν, των στόχων και των επιδιώξεων στη βάση τωνοποίων αναπτύχθηκε, των ζητημάτων που τέθηκαν προς απάντηση στηνημερήσια διάταξη.Ταυτόχρονα οι ίδιοι αυτοί μετασχηματισμοί, οι ανατροπές που συντε-λούνταν, δημιουργούν εντελώς νέα δεδομένα, νέα προβλήματα που θέλουντις «δικές τους» πλέον απαντήσεις. Θέτουν τους όρους στη βάση των οποί-ων ανοίγεται η μακρόχρονη, ιστορικού, κοινωνικού χαρακτήρα περίοδοςμετασχηματισμού της κοινωνίας σε κομμουνιστική κατεύθυνση. Το άνοιγμαμιας τέτοιας περιόδου σε συνδυασμό με τα νέα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί θέτει σειρά ζητημάτων. Το λιγότερο, την αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμών, μια αντίληψη που απουσιάζει από τις θέσεις που αναπτύσσει ηηγεσία του ΚΚΕ. Δεν είναι ένα ακαδημαϊκό ζήτημα ούτε απλά και μόνο θεωρητικό. Το έχει θέσει ήδη με δραματικό για την υπόθεση των λαών τρόποη παλινόρθωση, η ήττα. Από την άποψη αυτή, είναι ένα ζήτημα που συνδέ-εται άμεσα με -σημερινές- πολιτικές απαιτήσεις του κινήματος.Το πρώτο και θεμελιώδες που πρέπει να προσδιοριστεί αφορά το ποιοςείναι ο φορέας αυτού του μετασχηματισμού. Όταν από τη μεριά μας λέμε πως ο φορέας είναι η εργατική τάξη, αυτό δεν γίνεται επειδή έτσι είθισταιστη μαρξιστική φιλολογία. Το εννοούμε στη βάση μιας συγκεκριμένης αντίληψης και το αντιλαμβανόμαστε με έναν ορισμένο τρόπο. Όταν μιλάμε γιαέναν συνολικό επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, αναφερόμαστε σε μια εξέλιξη που εκτείνεται σε μια ολάκερη ιστορική περίοδο, σύνθετη και πολύπλευρη, που αγκαλιάζει και αφορά όλα τα πεδία και όλουςτους τομείς και δραστηριότητες της οικονομικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής, όλα τα ζητήματα, από τα πιο «μικρά», μέχρι τα πιο μεγάλα. Μια διαδικασία που αναπόφευκτα θα εμφανίζει καθημερινά και σ’ όλη τη διάρκειάτης νέα και «απρόβλεπτα» προβλήματα. Ένα τέτοιο έργο μπορεί να είναι υπόθέση μόνο μιας κοινωνικής δύναμης, μιας τάξης. Μόνο μια τάξη μπορεί από τη φύση της (ως κοινωνική δύναμη) να λειτουργεί άμεσα καθημερινά σε όλα τα πεδία, σε όλα τα σημείακαι αρμούς της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Κανένας άλλοςοργανισμός δεν έχει και δεν μπορεί να έχει αυτά τα χαρακτηριστικά καιαυτές τις δυνατότητες. Αν, όπως έλεγε ο Λένιν, μόνο μια τάξη μπορεί να ανατρέψει μια τάξη, αυτό που ισχύει και εδώ είναι πως μόνο μια τάξη στησυνολική, μακρόχρονη και πολύπλευρη κίνησή της μπορεί να μετασχηματίσει μια κοινωνία. Μόνο μια κοινωνική δύναμη, μια τάξη μπορεί να λειτουργεί καθημερινά εφ’ όλης της ύλης με επιμονή, προσήλωση και αποφασιστικότητα σε μια ορισμένη κατεύθυνση.Αυτή η κοινωνική δύναμη δεν μπορεί να είναι άλλη από την εργατικήτάξη, τη βασική παραγωγική, δημιουργική δύναμη της κοινωνίας. Μια τάξη που από τη φύση της (ως εργατική) δεν μπορεί να μετατραπεί σε εκμεταλλευτική (ως τάξη) γιατί δεν της χρειάζεται κάτι τέτοιο, γιατί δεν τηςχρειάζεται κανένα «κέρδος» και καμιά «ιδιοκτησία» και τίποτε πέρα απόαυτά που δικαιωματικά της ανήκουν. Μια τάξη που τα ιδιαίτερα ταξικάσυμφέροντά της αποτελούν ταυτόχρονα και συμφέροντα όλης της κοινωνίας. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που καθιστούν την εργατική τάξη φορέα του σοσιαλιστικού, κομμουνιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και καμιά δύναμη δεν μπορεί να την υποκαταστήσει σ’ αυτό το ρόλο.Ο πρωταρχικός, ο θεμελιώδης όρος για να φέρει σε πέρας η εργατική τάξη ένα τέτοιο έργο είναι η αυτόνομη συγκρότησή της. Μια συγκρότηση πουμπορεί να περιλαμβάνει από τις πιο απλές μορφές μέχρι τις πιο σύνθετες,ανώτερες-πολιτικές. Δεν θα σχεδιάσουμε εδώ ποιες μορφές και χαρακτηριστικά θα ’χει αυτή η συγκρότηση. Μπορούμε μόνο να επισημάνουμε τα εξής.Είναι αναγκαίο να πραγματοποιείται στη βάση των νέων δεδομένων πουθα εμφανίζει η νέα σοσιαλιστική πραγματικότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότιαπορρίπτονται συλλήβδην όλες οι μορφές συγκρότησης της προηγούμενηςπεριόδου. Θα πρέπει ωστόσο να είναι κατανοητό ότι αυτές διαμορφώθηκανσε μια άλλη περίοδο, σε άλλες συνθήκες, στη βάση διαφορετικού τύπου καιχαρακτήρα αντιθέσεων και με αντίστοιχες στοχεύσεις. Όλα αυτά έχουν αλλάξει, έχουν διαφοροποιηθεί, έχουν τροποποιηθεί σ’ αυτόν ή εκείνο το βαθμό. Να αναφερθούμε μόνο σε μία αλλά κρίσιμη μεταβολή. Το κομμουνιστικό κόμμα, λ.χ., από κόμμα αμείλικτα διωκόμενο από τις δυνάμεις τηςαντίδρασης έχει μετατραπεί σε κόμμα εξουσίας. Αυτή είναι μια ποιοτική μεταβολή που δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε.

ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ
 

Ένα βασικό ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει σ’ αυτή της την πορεία ηεργατική τάξη αφορά τη σχέση που διαμορφώνει με τις άλλες κοινωνικέςδυνάμεις του σοσιαλιστικού σχηματισμού. Αναφερόμαστε στην αγροτιά,την εργαζόμενη διανόηση και, πιθανά σε κοινωνίες με σημαντικό ποσοστό μικροαστικής τάξης, και με αυτήν ή τμήματά της. Αυτό που μπορεί από γενική θεωρητική άποψη να ειπωθεί είναι πως με αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις θα συμμαχήσει, θα συμπορευτεί αλλά και θα έρθει σε αντίθεση ή καιθα συγκρουστεί στην πορεία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Πέρα απ’ αυτό, το πρόβλημα είναι λιγότερο θεωρητικό και περισσότερο πραγματικό και συνδεμένο με το πώς τίθεται κάθε φορά το ζήτημα.Σ’ αυτή τη βάση, του «πραγματικού», θα θέλαμε να σταθούμε λίγο περισσότερο στο ζήτημα της σχέσης με την εργαζόμενη διανόηση (ιντελιγκέντσια).Στην εισήγησή του για το νέο Σύνταγμα (1936) ο Στάλιν αναφέρεται σεδύο τάξεις, την εργατική και την αγροτική, που η συμμαχία τους αποτελείτη βάση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Όσον αφορά την εργαζόμενη διανόηση, υποστηρίζει πως δεν είναι τάξη αλλά κοινωνική κατηγορία που προέρχεται από όλα τα κοινωνικά στρώματα και βρίσκεται στην υπηρεσία της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού.Θεωρητικά είναι έτσι. Στηνπραγματικότητα ωστόσο και καθώς το γνωρίζουμε πλέον καλά, τα πράγματα ήταν και εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά. Ας εξηγηθούμε περισσότερο.Στο καπιταλιστικό σύστημα η «εργαζόμενη διανόηση» (ας κρατήσουμε τον όρο) είναι όντως και με την πλήρη έννοια «υπάλληλος» της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης. Μόνο που αυτό συναρτάται με την ύπαρξη μιαςαστικής τάξης πλήρως αναπτυγμένης, συγκροτημένης και -πραγματικά- κυρίαρχης σε όλα τα πεδία και ταυτόχρονα με ένα σύστημα πλήρως διαμορ-φωμένο και δομημένο στα μέτρα της. Στο σοσιαλισμό και στη φάση που εξετάζουμε, η εργατική τάξη δεν είναι ακόμα σε θέση να αναλάβει άμεσα,ολοκληρωμένα και κυριαρχικά τη διεύθυνση της παραγωγής, των κατανο-μών κ.λπ. Σ’ αυτή τη βάση η εργαζόμενη διανόηση αναλαμβάνει εκ τωνπραγμάτων έναν ιδιαίτερο, έναν αυξημένο ρόλο. Αυτό είναι αντικειμενικόκαι δεν μπορεί να ξεπεραστεί ούτε εύκολα ούτε τεχνητά. Παραφράζονταςτον Στάλιν, θα λέγαμε ότι είναι ο «φόρος υποτέλειας» που πληρώνει η εργατική τάξη και για όσον καιρό θα υφίσταται μια τέτοια σχέση.Δεν παύει ωστόσο να αποτελεί πρόβλημα και μάλιστα κρίσιμων διαστάσεων, όπως άλλωστε έχει αποδειχτεί από την ιστορία. Η απάντηση σ’ αυτόέχει έναν πρωταρχικό όρο και μερικούς ακόμα. Ο πρωταρχικός είναι η«αναγνώριση» του προβλήματος σαν τέτοιο που είναι. Στις θέσεις της η ηγε-σία του ΚΚΕ όχι μόνο το συγκαλύπτει αλλά και το εξωραΐζει. Διερευνώντας, υποτίθεται, τους όρους που οδήγησαν στη στροφή, ρίχνει όλο το «θεωρητικό» της βάρος στο ρόλο της εμπορευματικής παραγωγής και ούτε λίγοούτε πολύ στο «συντηρητισμό» της αγροτιάς. Πρόκειται βέβαια για υπαρ-κτά προβλήματα. Μόνο που η διάσταση που τους δίνεται είναι για να αποπροσανατολίσει. Γιατί τη «στροφή» και το 20ό Συνέδριο δεν το πραγματοποίησαν ούτε οι δυνάμεις της εμπορευματικής παραγωγής ούτε βέβαια η αγροτιά. Ήταν οι δυνάμεις στο ρόλο των οποίων δεν θεωρεί σκόπιμο νααναφερθεί η ηγεσία του ΚΚΕ και οι οποίες αποτέλεσαν το φορέα και τηςστροφής και της παλινόρθωσης. Αντίθετα, τις ανάγει, στην ουσία, στη δύ-ναμη που θα αναλάβει ξανά να καθοδηγήσει -«επιστημονικά»- την πορείαπρος τον κομμουνισμό.Η τέτοια «αναγνώριση» του προβλήματος συνεπάγεται την αναγκαιότητα η εργατική τάξη να έχει πλήρη επίγνωση και να επαγρυπνεί απέναντιστις συνέπειες και τους κινδύνους που εμπεριέχει αυτή η σχέση πραγμάτων.Να προσπαθεί διαρκώς να διαμορφώνει όρους που να τη διαφοροποιούνσυνεχώς και μέχρι το ολοκληρωτικό ξεπέρασμά της. Που θα μεταφέρουνδιαρκώς αρμοδιότητες στην άμεση δικαιοδοσία της εργατικής τάξης στοπαραγωγικό, οικονομικό και πολιτικό πεδίο, που θα εξελίσσουν τις παραγωγικές, οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις στη βάση της εργατικής, κομ-μουνιστικής αντίληψης πραγμάτων. Ταυτόχρονα, και επειδή μια τέτοια «μεταφορά» θα συναντά αναπόφευκτα αντιδράσεις από τις δυνάμεις πουθα περιορίζονται οι αρμοδιότητες και ο ρόλος τους, να είναι από κάθε άποψη έτοιμη να υπερασπίσει αυτήν την κατεύθυνση με όρους ταξικής πάλης.
 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΜΕ ΤΟ ΚΟΜΜΑ
 

Όσον αφορά τη σχέση της τάξης με το κόμμα. Αναφερθήκαμε στην αναγκαιότητα η εργατική τάξη να συγκροτείται σε αυτόνομη βάση και μέχρι το ανώτερο-πολιτικό επίπεδο. Όσον αφορά το τι μας έχει δώσει η εμπειρία, ημορφή συγκρότησης τάξη-κόμμα έδειξε ότι ανταποκρίθηκε στις απαιτήσειςτης ταξικής πάλης στο πλαίσιο του καπιταλισμού αλλά και στην πραγματοποίηση της επαναστατικής ανατροπής. Ακόμη, στη βάση της ίδιας σχέσηςκαι με το ίδιο «φορτίο» προώθησε αποτελεσματικά τα καθήκοντα διαμόρφωσης της πρωταρχικής σοσιαλιστικής βάσης.Αυτό που -σε συντομία- μπορούμε να πούμε εδώ σε σχέση με αυτό το θέμα είναι ότι αυτή η μορφή συγκρότησης έδειξε ότι ανταποκρίνεται αποτε-λεσματικά στα καθήκοντα που της τέθηκαν σ’ αυτή την περίοδο. Από τηνάποψη αυτή, αποτελεί μια κατάκτηση της εργατικής τάξης και σαν τέτοιαπρέπει να αντιμετωπίζεται. Θεωρούμε συνεπώς εντελώς λαθεμένες τις απόψεις εκείνες που με βάση την ήττα, την παλινόρθωση κ.λπ. απορρίπτουν τηναναγκαιότητα του κόμματος ταυτίζοντας εξ αρχής την ύπαρξή του με γραφειοκρατικούς μηχανισμούς στους οποίους μπορεί να εξελιχθεί. Στην πραγματικότητα πρόκειται για απόψεις αφοπλισμού της εργατικής τάξης απένα-ντι στην κυριαρχία και τους τερατώδεις μηχανισμούς του συστήματος. Αυτόπου εμείς βλέπουμε με βάση τις ίδιες εξελίξεις είναι η αναγκαιότητα να ενσωματωθούν στη σημερινή φυσιογνωμία και γραμμή του κομμουνιστικούκινήματος τα στοιχεία που μας δίνει η εμπειρία τόσο της θετικής όσο και τηςαρνητικής εξέλιξης της ταξικής πάλης του προηγούμενου αιώνα.Αρκετά διαφορετικά μπαίνει το ζήτημα σε αναφορά με τη μακρόχρονηπερίοδο που ανοίγεται στη συνέχεια. Πολύ περισσότερο όταν έχουμε σαν δεδομένο ότι στο διάστημα αυτό το κόμμα-κράτος αποτέλεσε το θερμοκήπιοδιαμόρφωσης, συνένωσης και ανάπτυξης των δυνάμεων του ρεβιζιονισμούκαι της παλινόρθωσης. Το πρώτο, και πάλι, η αναγνώριση του προβλήματος.Σε συνάρτηση με αυτό, η αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού της σχέσηςστη βάση των νέων δεδομένων. Στην πραγματικότητα, αυτή η αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμών «γεννιέται» αμέσως μετά το πάρσιμο της εξουσίας.Ωστόσο δεν ήταν δυνατόν να γίνει άμεσα και ολοκληρωμένα αντιληπτή και κατανοητή καθώς τα πραγματικά δεδομένα και οι αντίστοιχες δυνατές απαντήσεις δεν αναδεικνύονται παρά σε μια πορεία. Άλλωστε, πρακτικές εκφράσεις ενός τέτοιου επαναπροσδιορισμού σ’ εκείνη τη φάση δύσκολα θαμπορούσαν να υπάρξουν και πιθανά όχι χωρίς σοβαρές συνέπειες.Δεν έχει νόημα και ούτε είναι στη λογική μας το να επιχειρήσουμε το «σχεδιασμό» αυτής της σχέσης επί χάρτου. Έχουμε την άποψη ότι «τελικά» διαμορφώνονται κυρίως στη βάση των κάθε φορά πραγματικών δεδομένων. Σ’ αυτή τη διαμόρφωση ωστόσο έχουν το ρόλο τους οι κινούσες ιδέες,το φορτίο αντιλήψεων με βάση τις οποίες αντιμετωπίζεται το ζήτημα. Σ’ αυτό το πεδίο, και πέρα από όσα ήδη έχουμε αναφέρει, μπορούμε να διατυπώσουμε ορισμένες ακόμα απόψεις.Είναι αναμφισβήτητο ότι η συγκρότηση της εργατικής τάξης και για αυτήν την περίοδο δεν ολοκληρώνεται παρά με την πραγματοποίησή της καιστο ανώτερο-πολιτικό της επίπεδο και ανεξάρτητα με τη μορφή που θα πάρει αυτή η σχέση. Αυτό συνδέεται σε καθοριστικό βαθμό με την άποψη γιασυνέχιση της ταξικής πάλης και σ’ αυτήν την περίοδο. Με το ότι η πολιτικήθα συνεχίσει να αποτελεί συμπυκνωμένη έκφραση της ταξικής πάλης. Με τοότι στο πεδίο της πολιτικής πάλης, και όπως άλλωστε έχει δείξει η ιστορία,κρίνονται αποφασιστικής σημασίας ζητήματα και εξελίξεις.Θα πρέπει να είναι καθαρό ότι το κόμμα δεν ταυτίζεται με την τάξη.Αποτελεί όργανό της, έκφραση και παράγοντα της συγκρότησής της, είναι διαλεκτικά συνδεδεμένη η ύπαρξή τους, αλλά δεν ταυτίζονται. Οι όροι που προσδιορίζουν την ύπαρξή τους, τα θεμέλιά τους είναι διαφορετικά. Τηντάξη την ορίζει η θέση της στην παραγωγή, την κοινωνία και της διαμορφώνει αντίστοιχα -πάγια- χαρακτηριστικά ανεξαρτήτως ιδεολογικών καιπολιτικών διακυμάνσεων. Τα «θεμέλια» του κόμματος, η ύπαρξη και ο ρόλος του συντίθενται κυρίως στη βάση ιδεολογικών και πολιτικών όρων καισυνεπώς περισσότερο μεταβλητά. Αυτό σημαίνει ότι η σχέση τάξης-κόμματος δεν είναι εξ ορισμού δεδομένη και αμετακίνητη (όπως περίπου εμφανίζεται στις θέσεις του ΚΚΕ) αλλά υπόκειται στις επιδράσεις της ταξικής πάλης. Είναι μια σχέση που εκ των πραγμάτων επαληθεύεται καιεπιβεβαιώνεται (ή όχι) κάθε φορά.Με αυτήν την έννοια, το πρόβλημα του κόμματος, της διαμόρφωσης, τηςφυσιογνωμίας και του ρόλου του βρίσκεται -θα λέγαμε- «έξω» απ’ αυτό.Καταφεύγουμε σ’ αυτήν την παραδοξολογία για να υπογραμμίσουμε τηδιαφοροποίησή μας από απόψεις (και όχι μόνο του ΚΚΕ) που θέτουν το ζήτημα διαφορετικά και, κατά την άποψή μας, αποπροσανατολιστικά. Απόψεις που ανάγουν σε λυδία λίθο της διατήρησης της επαναστατικής φυσιογνωμίας του κόμματος τη μόρφωση, τη θεωρητική κατάρτιση, τη διαπαιδαγώγηση, την πολιτική ανάδειξης στελεχών, την τήρηση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού κ.λπ. Ζητήματα που οπωσδήποτε έχουν καιπρέπει να αντιμετωπίζονται σωστά, μόνο που έτσι παραλείπεται η πλέον ουσιώδης πλευρά του ζητήματος. Η σχέση που διαμορφώνει το κόμμα μετην τάξη και την ταξική πάλη. Άλλωστε, και το αν αντιμετωπίζονται τα ζητήματα που προαναφέρθηκαν σε επαναστατική ή οπορτουνιστική κατεύθυνση είναι άμεση συνάρτηση αυτής της σχέσης. Αυτή η σχέση, που η κύρια
συμπυκνωμένη της έκφραση είναι η πολιτική γραμμή του κόμματος, είναιαυτή που διαμορφώνει την επαναστατική (ή όχι) φυσιογνωμία και κατεύθυνσή του.Ως προς το χαρακτήρα της σχέσης τάξης-κόμματος. Αν λέγαμε ότι η σχέση αυτή είναι διαλεκτική, είναι βέβαιο ότι θα προσέτρεχαν να συμφωνήσουν άπαντες οι αναφερόμενοι στη μαρξιστική αντίληψη πραγμάτων. Άλλοτόσο βέβαιο είναι πως θα την εννοούσαν ο καθένας με το δικό του τρόπο.Και το πρόβλημα βέβαια δεν είναι ο «τρόπος» του καθένα, αλλά οι «παρανοήσεις» έως και στρεβλώσεις που χαρακτηρίζουν ορισμένες απόψεις. Αςαναφερθούμε σε ορισμένες απ’ αυτές.Γνωστή και αρκετά διαδεδομένη η άποψη για την ιδεολογία που εισάγεται «απ’ έξω» στην εργατική τάξη. Μόνο που στα δικά μου αφτιά ηχεί πολύ παράξενα να «εισάγεται» στην εργατική τάξη η ιδεολογία της… εργατικής τάξης. (Από ποιον κόσμο ιδεών προέρχεται άραγε;) Η ιδεολογία της εργατικής τάξης προέρχεται από εκεί που «παράγεται», στα βασικά, τα θεμελιακά της στοιχεία. Από την ίδια την εργατική τάξη και στη βάση τηςαντίθεσής της με την κεφαλαιοκρατική αστική τάξη και το σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Αυτά είναι που ανασυντίθενται και «επιστρέφουν» όχι «διδακτικά» αλλά σε μια σχέση διαρκούς επικοινωνίας -διαλεκτική- ανάμεσα στην πρωτοπορία και την τάξη της. Και πάντα στο πεδίο και με όρους ταξικής πάλης.Αλλά με ανάλογο τρόπο τίθεται και το ζήτημα της ίδιας της πρωτοπορίας. Πόθεν προέρχονται τα πρωτοπόρα στοιχεία που τη συγκροτούν, σεποιο πεδίο και με ποιον τρόπο αναδεικνύονται; Προφανώς -και στο βασικό τους μέρος- από την ίδια την τάξη και στη βάση των όρων (αντιθέσεων)που προαναφέρθηκαν. Διαμορφώνονται στη βάση ιδεολογικών και πολιτικών αντιλήψεων που αντανακλούν και εκφράζουν αυτές τις αντιθέσεις καιαναδεικνύονται στο πλαίσιο της ταξικής πάλης. Ισχύει και εδώ η ίδια διαλεκτική σχέση. Τα πρωτοπόρα στοιχεία, συγκροτούμενα, δίνουν μεγαλύτερη ώθηση και αποτελεσματικότητα στον αγώνα της τάξης και ταυτόχρονα «τροφοδοτούνται» συνεχώς και σε όλα τα πεδία από τη διαρκή -διαλεκτική- σχέση τους με την τάξη και την ταξική πάλη.Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουμε και το ζήτημα της συγκρότησης τωνπρωτοπόρων στοιχείων στο ανώτερο-πολιτικό επίπεδο, το κόμμα. Είναι άραγε μπροστά ή πίσω από την τάξη; Διδάσκει ή διδάσκεται; Καθοδηγεί ήκαθοδηγείται; Χρησιμοποιείται συχνά η διατύπωση πως η εργατική τάξη είναι το «σώμα» και το κόμμα ο νους και η καρδιά. Αν μια τέτοια έκφρασημπορεί ίσως να «συγχωρεθεί» στο φιλολογικό πεδίο, είναι πέρα για πέραλάθος το να αντιλαμβανόμαστε με τον ίδιο τρόπο και την ουσία του ζητήματος. Όπως μας έχει δείξει η ιστορία της ταξικής πάλης, το κόμμα μπορεί να βρεθεί «μπροστά», αλλά μπορεί και πίσω από την τάξη. Τόσο πολύ μά-λιστα ώστε να μην μπορεί πλέον ούτε να «διδαχτεί» ούτε να «καθοδηγηθεί»και να επανέλθει. Θεωρούμε πως για να μπορεί το κόμμα να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ρόλου του θα πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή (διαλεκτική και πάλι) σχέση επικοινωνίας με την τάξη και πάντα με όρους τα-ξικής πάλης. Όχι μόνο με την έννοια της στήριξης στο «σώμα» της τάξης απ’όπου θα αντλεί δύναμη ως άλλος Ανταίος, καθώς αναφέρει ο Στάλιν, αλλά και (όπως και πάλι ο Στάλιν αναφέρει) να διδάσκεται από την πολύπλευρη εμπειρία της εργατικής τάξης και ταυτόχρονα να αναβαπτίζεται και ναανανεώνεται ως πρωτοπορία της. Αν αυτό ισχύει επί καπιταλιστικής κυριαρχίας, όπου η πρωτοπορία αναδεικνύεται στο πυρακτωμένο εργαστήριμιας πολύ σκληρής ταξικής επαναστατικής πάλης, το ίδιο και περισσότεροισχύει για την περίοδο που το κόμμα βρίσκεται στην εξουσία.Συνοψίζοντας σε σχέση με όλα τα προηγούμενα, αυτό που θα θέλαμε ναυπογραμμίσουμε είναι ότι δεν πρόκειται για μια εφάπαξ διαδικασία πουοδηγεί σε μια «τελική» διαμόρφωση. Αυτό που έχουμε είναι μια διαρκήςδιαλεκτική σχέση που αφορά τόσο τη διαμόρφωση της ιδεολογίας και τηςανάδειξης των πρωτοπόρων στοιχείων όσο και τη συγκρότηση του κόμμα-τος και της πολιτικής του. Θα λέγαμε μάλιστα ότι κάτι ανάλογο ισχύει, αλλά σε αντίθετη κατεύθυνση, ακόμη και εκεί που δεν «αναγνωρίζεται» αυτήη σχέση. Στην ταξική πάλη δεν υπάρχουν περίκλειστοι και αυτοεξελισσόμενοι οργανισμοί. Όλοι λειτουργούν -το αντιλαμβάνονται ή όχι- σε σχέσηαλληλεπίδρασης με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα που τουςπεριβάλλει. Έτσι εξελίσσονται σε επαναστατική κατεύθυνση, στη βάση τηςσχέσης που προαναφέρθηκε, είτε σε διαφόρων μορφών οπορτουνιστικέςστρεβλώσεις. Όσο για τη «διδακτική» αντίληψη της ηγεσίας του ΚΚΕ για τη σχέση κόμματος-τάξης, αυτή δεν είναι απλά μια θεωρητική παρέκκλιση, ούτεαφορά μόνο το πώς αντιλαμβάνεται την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Είναι μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη -αστική στην ουσία της- που αφορά τόσο την ιδέα που έχει για τον εαυτό της όσο και την υποτίμηση των λαϊκώνμαζών. Μια αντίληψη που έχει άμεσες σημερινές πολιτικές εκφράσεις. Πουμάλιστα αδυνατεί να την «ελέγξει» όταν την πιάνει η προεκλογική πρεμούρα ή η μετεκλογική απογοήτευση. Όταν μέμφεται, μαλώνει ή και «απειλεί»το λαό γι’ αυτά που «θα πάθει» αν δεν ενισχύει εκλογικά το ΚΚΕ. Για τιςευθύνες του (του λαού, όχι της ηγεσίας του ΚΚΕ) για το εκλογικό και κυβερνητικό αποτέλεσμα. Δεν αναγνωρίζει άραγε η ηγεσία του ΚΚΕ ότι το να’παιρνε δυο-τρεις ή και πέντε εκατοστιαίες μονάδες παραπάνω δεν θα άλλαζε σε τίποτε τις τύχες του λαού; Το γνωρίζει. Δεν γνωρίζει ότι σε άλλο πε-δίο και στη βάση άλλης κατεύθυνσης βρίσκονται οι απαντήσεις; Δεν θέλει να το γνωρίζει. Και ακριβώς επειδή δεν θέλει να αναλάβει τις ευθύνες της,βολεύεται στην πόζα του δασκάλου που νουθετεί τους ανεπίδεκτους μαθήσεως μαθητές του. Τόσο φωτισμένη πρωτοπορία.
 

ΣΧΕΣΗ ΚΟΜΜΑΤΟΣ-ΚΡΑΤΟΥΣ
 

Το κόμμα δεν ταυτίζεται με το κράτος. Αποτελούν δυο εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα οργανισμούς, με άλλες βάσεις συγκρότησης, άλλα στοιχεία διαμόρφωσης, άλλους όρους. Ο διαχωρισμός αυτός ισχύει και ανεξάρτητα από το πώς διαμορφώνονται κάθε φορά οι σχέσεις κόμματος-κράτους.Ακόμα δηλαδή και όταν το κόμμα ασκεί -μέσω του κράτους- εξουσία. Χρει-άζεται ακόμα να διευκρινίσουμε τα εξής.Η σύμπλεξη κόμματος-κράτους στα πρώτα χρόνια μετά την επανάστα-ση στη Ρωσία υπήρξε μια εκ των πραγμάτων αναγκαία επιλογή. Μια επιλο-γή που πάνω της στηρίχτηκε η προώθηση και θεμελίωση της πρωταρχικής σοσιαλιστικής βάσης (όχι πάντως και χωρίς παρενέργειες). Αυτό, στη δικήμας τουλάχιστον αντίληψη, δεν σημαίνει ότι μας δίνει και το μοντέλο τηςσχέσης κόμματος-κράτους για όλη τη μεταβατική περίοδο μετασχηματισμούτης κοινωνίας. Η ταύτιση κόμματος-κράτους έχει -σε οποιαδήποτε περίπτωση- μια βασική αρνητική συνέπεια. Την απορρόφηση του κόμματος από τοκράτος, την εξαφάνιση, στην ουσία, του κόμματος, ακόμη και αν αυτό εμφανίζεται «υπαρκτό» και κυρίαρχο. Την αποστέρηση δηλαδή της εργατικήςτάξης από το πολιτικό της όργανο, τον πολιτικό της αφοπλισμό στο πλαί-σιο μιας ταξικής πάλης που συνεχίζεται.Το πρώτο που χρειάζεται να υπογραμμιστεί σε σχέση με τα προηγούμενα είναι η αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού της σχέσης κόμματος-κράτους στη μεταβατική περίοδο. Ένας επαναπροσδιορισμός που συνδέεταιάμεσα με το πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις της εργατικής τάξης με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις αλλά και τη σχέση της τάξης με το κράτος. Ανεξάρτητα πάντως από το πώς και στη βάση ποιων συγκεκριμένων δεδομένων θαδιαμορφώνεται κάθε φορά η σχέση κόμματος-κράτους, ένα πράγμα θα πρέπει να είναι καθαρό. Η διαφύλαξη της ανεξάρτητης συγκρότησης και λειτουργίας του κόμματος και του ρόλου του σαν πολιτικού οργάνου της εργατικής τάξης.

Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΜΕ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

Για τη σχέση της εργατικής τάξης με το κράτος και το ζήτημα του κράτους καθαυτό έχουν γραφεί πάρα πολλά και καθόλου τυχαία. Πρόκειταιγια ζήτημα τόσο σύνθετο όσο και αποφασιστικής σημασίας. Εμείς εδώ θα σταθούμε σε πλευρές και εκφράσεις του ζητήματος και κύρια σε αναφοράμε απόψεις που το αντιμετωπίζουν με λαθεμένο τρόπο (και δεν εννοούμεμόνο το ΚΚΕ). Όσο για τη συνολική και πλήρη απάντηση στο όλο θέμα, νομίζουμε πως ανήκει στα ζητήματα που χρειάζεται να μελετηθούν περισσότερο και πιο ολοκληρωμένα. Το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι νααντιμετωπίσουμε τα ζητήματα με βάση τα χαρακτηριστικά που πραγματικά αυτά έχουν και όχι με βάση αυτά που νομίζουμε ή «θέλουμε» να έχουν.Για να είμαστε συγκεκριμένοι:Τι σημαίνουν -και ανεξάρτητα από το πώς τις αξιολογεί κανείς- όλεςαυτές οι θέσεις (και όχι μόνο του ΚΚΕ) περί υπαγωγής των πάντων στηνκρατική ιδιοκτησία, την κρατικοποίησή τους;Τι σημαίνει η ανάθεση στο κράτος του κεντρικού σχεδιασμού, της ρύθμισης της παραγωγής, των κατανομών, της διανομής;Τι σημαίνει η υπαγωγή στην κεντρική κρατική αρμοδιότητα όλων τωνοικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων;Και ας συνυπολογίσουμε στα προηγούμενα την αρμοδιότητά του σε ζη-τήματα άμυνας, ασφάλειας και διοίκησης εν γένει.Κι ας προσπεράσουμε προς στιγμήν τον τρόπο και τη λογική με τηνοποία τα θέτει και τα αντιμετωπίζει η ηγεσία του ΚΚΕ. Ότι δηλαδή αποτε-λούν «κοινωνικοποίηση», ανάπτυξη «κομμουνιστικών παραγωγικών σχέσεων» και πεμπτουσία της «Δικτατορίας του Προλεταριάτου».Μας ενδιαφέρει καταρχάς -αλλά και κατά κύριο λόγο- το τι σημαίνουνκαι με βάση μια άλλη οπτική, μια άλλη αντιμετώπιση και στη βάση ακόμηκαι σημαντικά «συγκρατημένης» (σε σχέση με την αντίληψη του ΚΚΕ)εφαρμογής της πολιτικής της κρατικοποίησης. Σημαίνει ότι για μια ορισμένη περίοδο η εργατική τάξη «εκχωρεί» στο κράτος σημαντικές αρμοδιότητες, το «εξουσιοδοτεί» ως προς την αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτωντου σοσιαλιστικού σχηματισμού. Χρειάζεται εδώ να διευκρινιστεί το εξής.Αυτή η εκχώρηση αρμοδιοτήτων δεν έχει -για την περίοδο που εξετάζουμε-τον «τεχνικό» και μόνο, ας πούμε, χαρακτήρα που θα έχει σε μια άλλη, προ-χωρημένη φάση ανάπτυξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αποτελεί στηνπράξη και σε σημαντικό βαθμό εκχώρηση και εξουσιών. Αυτή η εκχώρησηέχει σαν βάση της το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να αναλάβειάμεσα, ολοκληρωμένα και καθολικά τη διεύθυνση, οργάνωση της παραγωγής, των κατανομών, της διανομής και εν γένει την οργάνωση της κοινωνίαςκαι του… κράτους. Συνδέεται άμεσα με το πώς και σε ποια βάση διαμορφώνει τις σχέσεις της με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις του σοσιαλιστικού σχηματισμού. Ειδικότερα και όπως ήδη αναφέρθηκε, με την εκχώρηση αρμοδιοτήτων στην «εργαζόμενη διανόηση». Με αυτή την έννοια, στη σχέση τηςεργατικής τάξης με το κράτος αντανακλάται και εκφράζεται και η σχέση της με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις του σοσιαλιστικού σχηματισμού. Μια σχέση που επιδρά και στο πώς διαμορφώνεται η πολιτική λειτουργία και συγκρότηση των οργάνων πολιτικής αρμοδιότητας και εξουσίας.Πώς αντιμετωπίζει ένα τέτοιο πρόβλημα η εργατική τάξη, πώς διασφαλίζεται απέναντι στις συνέπειες και τους κινδύνους μιας τέτοιας εκχώρησης;Να διευκρινίσουμε εδώ ότι, σύμφωνα τουλάχιστον με τη δική μας αντίληψη, πλήρης διασφάλιση στο πλαίσιο της ταξικής πάλης ούτε υπήρξε ποτέούτε θα υπάρξει. Η αναζήτηση εκείνου του «μοναδικού» τρόπου απόλυτηςδιασφάλισης οδηγεί σε στρέβλωση της σκέψης και συνακόλουθα σε στρεβλά αποτελέσματα, όπως άλλωστε έχει φροντίσει να μας δείξει η ιστορία.Από εκεί και πέρα ισχύουν καταρχάς και γι’ αυτό το ζήτημα τα όσα αναφέραμε για τη σχέση της εργατικής τάξης με την εργαζόμενη διανόηση.Πρώτον, η αναγνώριση του προβλήματος. Η αντίληψη που βαφτίζει τιςκρατικοποιήσεις κοινωνικοποιήσεις, ολοκλήρωση των κομμουνιστικών πα-ραγωγικών σχέσεων και πεμπτουσία της δικτατορίας του προλεταριά του συσκοτίζει, αποπροσανατολίζει, αφοπλίζει. Άμεση συνέπεια του προηγούμενου, η αναγνώριση του ζητήματος της εκχώρησης αρμοδιοτήτων σαν αναγκαίας υποχώρησης, σαν μιας κατάστασης που οφείλει να ξεπεραστεί σεμια πορεία και πιθανότατα σε βάση και με όρους ταξικής πάλης.Το πιο πρώτο απ’ το πρώτο, όπως έχει κιόλας αναφερθεί, η αυτόνομησυγκρότηση της εργατικής τάξης σε διάφορες μορφές και επίπεδα και πάνω απ’ όλα η συγκρότησή της στο ανώτερο-πολιτικό επίπεδο (κόμμα).Η διαμόρφωση και παγίωση μιας αντίληψης που δεν θα επιτρέπει τηναπορρόφηση του κόμματος από το κράτος. Αυτή η εκχώρηση αρμοδιοτή-των δεν σημαίνει καθόλου ότι η εργατική τάξη επιτρέπει την αυτονόμησητου κράτους ή όποιας άλλης δύναμης απέναντι στη δική της «αρμοδιότητατης αρμοδιότητας».Αποφασιστικής σημασίας στο κεφάλαιο αυτό, η συγκρότηση των οργάνων πολιτικής εξουσίας και ελέγχου και η πολιτική λειτουργία στο πλαίσιοτου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό έχουν δοθεί στην πράξη δύο βασικά απαντήσεις. Σε μια πρώτη περίοδο, όπως ήδηαναφέρθηκε, το δικαίωμα εκλογής των πολιτικών οργάνων εξουσίας το είχαν οι εργαζόμενοι, ενώ με το Σύνταγμα του 1936 καθιερώνεται καθολικήψηφοφορία. Η απάντηση στο αν είναι σωστή η μία ή η άλλη επιλογή δεν εί-ναι εύκολη. Όσο μας αφορά, θα αποφύγουμε να δώσουμε μια «τελική» απά-ντηση σε ένα ζήτημα που είναι τόσο σημαντικό όσο και σύνθετο. Κλίνουμεπρος την άποψη που ήδη αναφέραμε, ότι οι δύο επιλογές δεν αποκλείουν απαραίτητα η μία την άλλη και πιθανά να μπορούσαν να συνυπάρξουν σεμια ορισμένη σχέση μεταξύ τους. Αυτή μας η απόκλιση συνδέεται με τηνάποψη ότι το πραγματικό ερώτημα βρίσκεται περισσότερο «πίσω» από την

αρχική διατύπωσή του. Αφορά το πώς η εργατική τάξη διαμορφώνει τιςσχέσεις της με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις του σοσιαλιστικού σχηματισμού. Ή αλλιώς το πώς διασφαλίζει (ενισχύει) την ηγεμονία της χωρίς ναέρχεται σε άμεση και πρόωρη ρήξη με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις.Οπωσδήποτε και ανεξάρτητα από το ποιες απαντήσεις θα δοθούν σταπροηγούμενα, το ζήτημα του πώς και σε ποια κατεύθυνση θα εξελιχθεί ηπορεία μετασχηματισμού της κοινωνίας στη μεταβατική περίοδο θα κριθείστην πραγματική ανάπτυξη των δυνατοτήτων της εργατικής τάξης να ηγε-μονεύει όλο και περισσότερο, όλο και πιο πραγματικά στο πεδίο της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Ακριβώς επειδή η υπόθεση του μετασχηματισμού της κοινωνίας στην ιστορική διάσταση του ζητήματος δενείναι υπόθεση σχεδιασμού ή κάποιων οργάνων, αλλά υπόθεση μιας κοινωνικής δύναμης, της εργατικής τάξης, και με όρους ταξικής πάλης, όποια μορφή κι αν αυτοί πάρουν σ’ αυτήν την πορεία.
 

Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΠΟΥ ΕΚΡΙΝΕ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
 

Ανακεφαλαιώνοντας και συνδέοντας τις δυο πλευρές του ζητήματοςπου μας απασχολεί (ερμηνεία παλινόρθωσης-κατευθύνσεις οικοδόμησης) μετη λογική της ηγεσίας του ΚΚΕ. Όπως αναφέραμε, στις συζητήσεις του 1951αντιπαρατέθηκαν δύο απόψεις και μια τρίτη (Στάλιν). Στην πραγματικότητα και ανεξάρτητα με το ποιες μορφές πήρε, αυτό που κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ήταν η αντιπαράθεση ανάμεσα στην επαναστατική, κομμουνιστική κατεύθυνση από τη μια και τη ρεβιζιονιστική από τηνάλλη, ανάμεσα στην εργατική τάξη από τη μια και τη Νέα Αστική Τάξηπου εκκολαπτόταν στο πλαίσιο της ιντελιγκέντσιας από την άλλη. Αυτή ήταν η κύρια αντιπαράθεση, όχι μόνο -και όχι κυρίως- σε σχέση με το πώςεμφανίστηκε σ’ αυτές τις συζητήσεις αλλά βασικά με το πώς εκφραζόταν σετάσεις, κατευθύνσεις και δυνάμεις στο πλαίσιο του σοσιαλιστικού σχημα-τισμού. Δευτερεύοντα χαρακτήρα -τουλάχιστον για τη φάση εκείνη- είχε ηαντίθεση ανάμεσα στις δυο πτέρυγες του ρεβιζιονισμού, και γι’ αυτό άλλωστε συνενώθηκαν ενάντια στην επαναστατική, κομμουνιστική κατεύθυνση.Το γεγονός ότι στο γράμμα των αποφάσεων «συμφώνησαν» όλοι με τιςαπόψεις του Στάλιν δεν αναιρεί ούτε αυτήν την πραγματικότητα ούτε αυ-τό που ήταν το κρίσιμο πλέον. Ότι αυτή η αντιπαράθεση είχε ήδη κριθεί σεβάρος της εργατικής τάξης με βάση τους όρους που είχαν διαμορφωθεί καιτο κύριο εμπόδιο που είχε απομείνει ήταν το αξεπέραστο εκείνη την περίοδο κύρος του Στάλιν. Έτσι, οι δύο πτέρυγες του ρεβιζιονισμού ελίχθηκανκαι μετά το θάνατο του Στάλιν πέρασαν στην τελική επίθεση.Η ηγεσία του ΚΚΕ προσπερνάει το πραγματικό ζήτημα που τέθηκε, την πραγματική αντίθεση, την πραγματική αντιπαράθεση, και αναδεικνύει σαντέτοια τη δευτερεύουσα, την αντίθεση ανάμεσα στις δυο πτέρυγες του ρεβιζιονισμού. Αποκτά έτσι τη δυνατότητα -έτσι νομίζει- να ανακηρύξει τη μίαοπορτουνιστική, την άλλη κομμουνιστική (με τις αδυναμίες της έστω) και«φυσικά» δεν έχει πλέον παρά να επιλέξει τη δεύτερη. Το ότι χρειάζεται νακάνει και κάποιες λαθροχειρίες, κάποιες διαστρεβλώσεις, να εμφανίσει φαι-νόμενα «αμνησίας» (περίπτωση Γιαροσένκο), αυτό δεν αποτελεί πρόβλημαγια τη λογική με την οποία έχει μάθει να κινείται. Μπορεί πλέον να σχεδιάσει και να προγραμματίσει την πορεία προς τον κομμουνισμό, να «κλείσει»το όλο θέμα και να απαλλαγεί από την ανάγκη να δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που τίθενται πιεστικά τόσο από τα μέλη του ΚΚΕ όσο και από τηνίδια την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Αμ δε!Το μόνο πλέον που χρειάζεται να «υπενθυμίσουμε» εδώ είναι πως αυτήη κατεύθυνση που προωθεί η ηγεσία του ΚΚΕ δεν είναι απλά λαθεμένη. Δενέχει, κυρίως, καμία πραγματική υπόσταση. Είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε εδώ ότι μ’ αυτό δεν εννοούμε ούτε τη γραμμή «λαϊκής εξουσίας, λαϊκής οικονομίας» κ.λπ. ούτε την πολιτική γραμμή στη βάση της οποίας κινεί-ται πραγματικά το ΚΚΕ. Αυτά αφορούν μιαν άλλη συζήτηση και κατάκαιρούς έχουμε αναφερθεί και σ’ αυτά. Αναφερόμαστε στο -αναμορφωμένο, τροποποιημένο- μπρεζνιεφικό μοντέλο σοσιαλισμού που στην ουσίαδιαμορφώνουν οι θέσεις του ΚΚΕ. Αυτό το μοντέλο αποτέλεσε ιστορική ιδιομορφία που διαμορφώθηκε μέσα από την εκτροπή της σοσιαλιστικής πορείας για να οδηγηθεί εκεί που οδηγήθηκε. Και φυσικά ούτε η ηγεσία του ΚΚΕ μπορεί να φαντάζεται ότι μπορεί να επαναληφθεί ακριβώς η ίδια πορεία. Εκείνο που μάλλον δεν αντιλαμβάνεται είναι ότι δεν υπάρχει κανέναςδρόμος από τον καπιταλισμό στον μπρεζνιεφισμό. Αυτό που μπορεί ναυπάρξει -και θα υπάρξει- είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος από την εργατική τάξη και το πέρασμα στη σοσιαλιστική κοινωνία. Γιακάτι τέτοιο ωστόσο προϋποτίθεται η συνολική ανασύσταση-ανασυγκρότηση του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος. Μια ανασυγκρότηση που θα πραγματοποιηθεί στη βάση των σημερινών αντιθέσεωνκαι στο έδαφος της ταξικής πάλης. Ταυτόχρονα, και για να μπορέσει ναολοκληρωθεί, θα πρέπει να ενσωματώσει στη σημερινή φυσιογνωμία καικατεύθυνση τα διδάγματα από τις νίκες και τις ήττες του κινήματος και ειδικότερα την παλινόρθωση. Και αυτά που προσφέρει σε μια τέτοια κατεύθυνση η ηγεσία του ΚΚΕ όχι μόνο δεν βοηθούν αλλά αντίθετα συσκοτίζουν και αποπροσανατολίζουν

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Πέρα από τα προηγούμενα, τα οποία αφορούν τα βασικά ζητήματα πουθέλαμε να θέσουμε, θα θέλαμε έστω σε συντομία να αναφερθούμε σε ορισμένες τοποθετήσεις χαρακτηριστικές του πώς η ηγεσία του ΚΚΕ αντιμετωπίζει τα ζητήματα. Αναφέρεται, λ.χ., στο σημείο 9:
«Οι εξελίξεις, επίσης, δε δικαιώνουν τη συνολική στάση του “μαοϊκού” ρεύματος απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην EΣΣΔ, το χαρακτηρισμό της EΣΣΔ ως σοσιαλιμπεριαλιστικής […] αλλά και την ασυνέπεια στα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Κίνα».

«Έτσι, KK (Κομμουνιστικά Κόμματα) επέλεξαν πολιτική συμμαχιών και με δυνάμεις της αστικής τάξης, αυτές που χαρακτηρίστηκαν ως “εθνικώς σκεπτόμενες”, σε διάκριση από τις λεγόμενες “ξενόδουλες”. Τέτοιες αντιλήψεις επικράτησαν και σε εκείνο το τμήμα του κομμουνιστικού κινήματος που κατά τη διάσπαση της δεκαετίας του 1960 προσανατολιζόταν στο KK Κίνας και που συγκρότησε το μαοϊκό ρεύμα» (Σημείο 29).

«Έτσι, ενισχύθηκε, άμεσα ή έμμεσα, η ιμπεριαλιστική πίεση πάνω στα σοσιαλιστικά κράτη, αξιοποιώντας, μεταξύ άλλων, τόσο το ρεύμα του ευρω-κομμουνισμού όσο και του τροτσκισμού και του μαοϊσμού που, με τον ένανή άλλον τρόπο, στον έναν ή άλλο βαθμό, στήριξαν τις ιμπεριαλιστικές επιθέσεις κατά της EΣΣΔ και άλλων σοσιαλιστικών κρατών». (Από το ίδιο Σημείο 29)

Το όλο «κόλπο» που χρησιμοποιεί συστηματικά η ηγεσία του ΚΚΕ (τόσο πριν όσο και μετά το 1991) είναι το «σουμάρισμα». Τσουβαλιάζεις ευρωκομμουνισμό, τροτσκισμό, μαοϊσμό, βάζεις ίσα κι όμοια Μάο και Τεγκ και μετά έχεις το ελεύθερο να λες ό,τι θες. Κι όπου χρειάζεται, επιστρατεύεις και τις συνήθεις λαθροχειρίες.Ας εξηγηθούμε.
 

1. Η ηγεσία του ΚΚΕ γνωρίζει πολύ καλά πως όταν η κλίκα Κολιγιάννη-Παρτσαλίδη (από την οποία προέρχεται) επέλεξε την «πολιτική συμμαχιών» με την «εθνική αστική τάξη», οι μαοϊκοί της Ελλάδας άνοιξαν μέτωπο ενάντια σ’ αυτή την κατεύθυνση και συνολικά ενάντια στο ρεβιζιονισμό-ρεφορμισμό.

2. Γνωρίζει επίσης ότι τη στροφή της Κίνας με τον Τενγκ Χσιάο Πινγκ και την «απομαοποίηση» που ακολούθησε τη χαιρέτισαν τότε τόσο το ΚΚΣΕ όσο και το ΚΚΕ. Αντίθετα, αντιτάχθηκαν σ’ αυτήν οι μαοϊκοί τόσοστην Κίνα (και διώχτηκαν γι’ αυτό, όπως ακριβώς και οι σταλινικοί στη ΣΕμετά το 20ό Συνέδριο) όσο και στη χώρα μας.

3. Αν κάθε κριτική, ανεξαρτήτως χαρακτήρα, περιεχομένου και στόχων,στο έκτρωμα που διαμόρφωσαν οι Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ μπορεί να χαρακτηριστεί «στήριξη των ιμπεριαλιστικών επιθέσεων ενάντιαστις σοσιαλιστικές χώρες», τότε η δική της -έστω κολοβή και κατ’ επίφαση-κριτική και αυτοκριτική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με τον ίδιο τρόπο.

4. Σε σχέση με την «ασυνέπεια του ΚΚ Κίνας» όσον αφορά τα ζητήματατης «σοσιαλιστικής οικοδόμησης» στην Κίνα, το ερώτημα η ηγεσία του ΚΚΕθα πρέπει να το απευθύνει στον εαυτό της. Μετρά δεκαετίες και είναι ξεκάθαρη πλέον για τον καθένα η πορεία της Κίνας προς τον καπιταλισμό, καιη ηγεσία του ΚΚΕ ακόμη το «σκέφτεται».

5. Όσο για το αν οι εξελίξεις δικαιώνουν ή όχι τη «συνολική στάση τουμαοϊκού ρεύματος», εδώ πια τι να πει κανείς. Αλλά αν δεν δικαιώνουν τηνκριτική του μαοϊκού ρεύματος, τότε ποιον δικαιώνουν; Μήπως την τάση τηςηγεσίας του ΚΚΕ και των άλλων ρεβιζιονιστικών τάσεων και ρευμάτων;

6. Η παγκόσμια αντιδραστική συμμαχία που υπήρξε μια ορισμένη περίοδο (και που με έναν τρόπο συνεχίζεται) είναι αυτή που συνένωσε τους ιμπεριαλιστές της Δύσης με τους ρεβιζιονιστές της ΣΕ και της Κίνας, αλλά και σειρά ρεβιζιονιστικών, οπορτουνιστικών τάσεων και ρευμάτων (ανάμεσά τους και η τότε ηγεσία του ΚΚΕ) ενάντια στη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση (ΜΠΠΕ) στην Κίνα.Ας κάνουμε λοιπόν την υπόθεση και ας δεχτούμε (που δεν το δεχόμαστε)ότι η ηγεσία του ΚΚΕ (και πολλοί άλλοι), με βάση τις αντιφάσεις, τις αδυναμίες ή ακόμη τις αναπόφευκτες σε συνθήκες γενικού αναβρασμού υπερβολές, δεν αντιλήφθηκε τότε το τι ακριβώς συνέβαινε. (Είναι που «δεν μελετούσε» κιόλας). Σήμερα, ωστόσο, με βάση τις εξελίξεις στην Κίνα, την ουσία και το χαρακτήρα των οποίων κατανοούν ακόμα και οι πιο απλοί των ανθρώπων, δεν υπάρχει ούτε κόκκος δικαιολογίας για όσους συνεχίζουν να καμώνονται πως δεν αντιλαμβάνονται ποιοι αναμετρήθηκαν τότε με ποιους και ποιο ήταν το διακύβευμα. Αυτό που υπάρχει είναι μόνο μια αξιοθρήνητη τάση κουκουλώματος των πραγματικών ζητημάτων που τέθηκαν στο κίνημα, η αυταπάτη ότι μπορεί να αποφύγει τις απαντήσεις που οφείλει. Μόνο που ματαιοπονεί. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, τα προβλήματα που θέτει η ζωή και η ταξική πάλη δεν μπορεί να τα αποφύγει τελικά κανείς.Πολύ περισσότερο που έχουμε μπει σε μια περίοδο όλο και πιο σκληρής ταξικής αναμέτρησης σε όλα τα πεδία. Μια περίοδο όπου οι απαιτήσεις της ταξικής πάλης όχι μόνο θα δοκιμάσουν τους πάντες, αλλά και θα σαρώσουν καθετί ψεύτικο, σάπιο και οπορτουνιστικό. Ως προς αυτό, ας μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία σε κανέναν. Το μόνο ερώτημα που υπάρχει αφορά το αν η εργατική τάξη και οι λαοί μπορέσουν να οικοδομήσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά τους όρους της απάντησής τους. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.



Για το περιοδικό Αντίθεση,εκδόσεις εκτός των τειχών καλοκαίρι του 2010.

7 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μια συσχέτιση θα μπορούσε -ίσως- να γίνει με τη θέση που θέτει σαν «ζήτημα μελλοντικής μελέτης» προβλήματα όπως «οι μορφές οργάνωσης της εργατικής συμμετοχής […]η σχέση τους με τον Κεντρικό Σχεδιασμό […]
την εξέλιξη των Σοβιέτ ως μορφή δικτατορίας του προλεταριάτου» κ.ά.
Αλλά και πάλι τίθεται το ερώτημα. Αν σε τόσο σημαντικά ζητήματα δεν έχει καταλήξει (και δεν το θεωρούμε καθόλου «αμάρτημα» αυτό μια και όντως σε πολλά ζητήματα χρειάζεται παραπέρα μελέτη), πώς γίνεται να εμφανίζει ένα έτοιμο ολοκληρωμένο και «τελειωμένο» σχέδιο πορείας προς τον κομμουνισμό;Σε

Αναφερόμαστε στην ουσιαστική αμφισβήτηση -παρά τη ρητορική αποδοχή- του μακροχρόνιου ιστορικού κοινωνικού χαρακτήρα του μετασχηματισμού της μεταβατικής σοσιαλιστικής κοινωνίας .Την άρνηση του μεταβατικού χαρακτήρα αυτής της κοινωνίας και συνακόλουθα της ταξικής πάληςπου συνεχίζεται στο πλαίσιό της παρά την -ρητορική και πάλι- αποδοχήτης
Λόγω των
1) Η θεώρηση των οικονομικών νόμων και των νομοτελειών που διέπουντην κίνηση των πραγμάτων σαν κάτι πλήρως γνωστό από τα πριν, δεδομένο και απόλυτα ελέγξιμο

2)Η αντίληψη που θέλει τον υποκειμενικό παράγοντα διαχρονικά κυρίαρχο («έξω» και «πάνω») των ιστορικών κοινωνικών διαδικασιών και παραμέτρων

3)Η θεώρηση των (κομμουνιστικών) παραγωγικών σχέσεων σαν κάτι γνωστό και δεδομένο εκ των προτέρων.

4)Η αποσύνδεση της ύπαρξης -διαμόρφωσης- ανάπτυξης αυτών των σχέσεων από τις κοινωνικές δυνάμεις -αμοιβαίας- στήριξης, η αποσύνδεση από το ρόλο της εργατικής τάξης και της ταξικής πάλης

5) Η διάσταση που, γενικότερα και σε αναφορά με όλα τα ζητήματα, δίνειστο ρόλο και το ειδικό βάρος της επιστημονικότητας σε σχέση με αυτό τηςταξικής πάλης

6) Η ταύτιση της κρατικοποίησης με την πλήρη κοινωνικοποίηση καιπραγμάτωση σχέσεων κομμουνιστικού χαρακτήρα

7) Η αναγωγή της κεντρικής σχεδιοποίησης και ισόμετρης ανάπτυξης στοναπόλυτο -ουσιαστικά- νόμο της σοσιαλιστικής οικονομίας που εκμηδενίζειόλους τους άλλους.Η αναγωγή αυτού του σχεδιασμού στην κατεξοχήν κομμουνιστική παραγωγική σχέση, σε πεμπτουσία του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής

8)Η διάσταση που δίνει στο πλαίσιο αυτού του σχεδιασμού στο ζήτηματων αναλογιών και κυρίως η μηχανιστική στατική θεώρησή του

9) Η βαρύτητα που δίνει ως προς τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του κόμματος στην «επιστημονικότητα» απέναντι στη σχέση του με την τάξη καιτην ταξική πάλη

10) Ο αντιδιαλεκτικός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη σχέση πρωτοπορίας (κόμματος)-τάξης. Ένα πρόβλημα σοβαρό τόσο «πριν» όσο και,πολύ περισσότερο, μετά το πάρσιμο της εξουσίας, όπου παίρνει και κρίσιμο χαρακτήρα

11) .Η άνεση με την οποία προσπερνάει το ζήτημα της συγκέντρωσης αρμοδιοτήτων-εξουσιών σε ένα και μοναδικό κέντρο εξουσίας (κράτος-κόμμα).Και μάλιστα υπερθεματίζει. Ανάγει τον τρόπο κομματικής λειτουργίας (δημοκρατικός συγκεντρωτισμός) σε αρχή λειτουργίας της κοινωνίας και… πάει κι αυτό. «Λύθηκε»!
Όλα αυτά συγκλίνουν και συνθέτουν μια αντίληψη «προγραμματισμού της ιστορίας». Ο οποίος προγραμματισμός ευλόγως θα αναλαμβάνεται απότους ειδικούς, τους γνώστες των νόμων της οικονομίας και των νομοτελειών, εν γένει τους ικανούς να σχεδιάζουν «επιστημονικά»

απλά βάζω κάποια πράγματα συγκεντρωτικά .γιατί μπορεί να χάνονται σε μία βαθιά ανάλυση.

Cos είπε...

Αναφέρεστε σε πολλά και διάφορα ζητήματα. Στα περισσότερα διαφωνώ, σε κάποια θα συμφωνήσω μαζί σας. Δεν γράφω όμως για να μιλήσω για διαφωνίες ή συμφωνίες πάνω σε αυτά τα ζητήματα, αλλά για να διατυπώσω μια ένσταση στο τρόπο που αντιμετωπίζετε (όχι μόνο στο άρθρο αυτό, αλλά και γενικότερα) το ΚΚΕ. Μιλάτε πάντα για «την ηγεσία του ΚΚΕ», ξεκόβοντας την από την βάση του και με ένα τρόπο σαν αυτή η ηγεσία, για κάποιο απροσδιόριστο λόγο, να προσπαθεί να αποπροσανατολίσει, να παγιδεύσει, να κοροϊδεύσει εντέλει τη βάση και γενικότερα το κίνημα. Μπορεί να υπάρχουν αδυναμίες και λάθη σε αναλύσεις και σε θέσεις του ΚΚΕ (σε όλων υπάρχουν και εύκολα θα μπορούσαμε να ξοδέψουμε πολύ χρόνο πάνω σε αυτές), αυτό όμως δεν δικαιολογεί νομίζω την απαξίωσή του, στην οποία πολύ εύκολα καταλήγετε. Άλλο θέμα η (καλοπροαίρετη) κριτική και άλλο θέμα η απαξίωση του (ουσιαστικά) μοναδικού κομμουνιστικού κόμματος στη χώρα που έχει ισχυρούς δεσμούς με την εργατική τάξη και τον λαό. Ιδιαίτερα μάλιστα στις σημερινές συνθήκες, όπου το κομμουνιστικό κίνημα σε όλο τον κόσμο βρίσκεται σε υποχώρηση και μάλιστα στην Ευρώπη μόνο στην Ελλάδα προσπαθεί να διατηρήσει τους αγώνες της εργατικής τάξης και την προοπτική της εξουσίας της στο προσκήνιο.

Ανώνυμος είπε...

σε ποιά διαφωνείς και γιατί ? Θα με ενδέφερε πραγματικά να μάθω .

Τώρα ,για να τελειώνει αυτό . Για πές μου λοιπόν .
Υπάρχει πάλη γραμμών στο ΚΚΕ ? Τι σημαίνει αυτο ? θα εξηγηθώ .
Αν κάποιος εκφράσει μία διαφορετική άποψη η οποία ΔΕΝ έρχεται σε αντίθεση με τις βάσεις του μαρξισμού λενινισμού αλλά έρχεται σε αντίθεση με το που το πάει το κόμμα , μπορεί να συνεχίσει να είναι μέλος ?
Πόσεσ χιλιάδες διαγραφές και διαγραφές έχουν γίνει για απλές ενστάσεις ? Έχω πολλους γνωστούς και φίλους που διαγράφησαν απο την ΚΝΕ επειδή τόλμησαν να έχουν ενστάσεις .
Αυτή η ουσιαστική έλλειψη δημοκρατικού συγκεντρωτισμού που είναι στην ουσία συγκεντρωτικός συγκεντρωτισμός μας οδηγεί σε αυτή την κριτική .
Ναι προφανώς και η ηγεσίά του ΚΚΕ είναι και πολλά ενδιάμεσα και άλλα στελέχη , και δεν είναι μόνο η Κ.Ε . Και προφανώς υπάρχει "δημοκρατική" διαδικασία λήψης αποφάσεων .
Μόνο μετά απο όλα τα φίλτρα διαγραφών , έχουν μείνει μόνο οι μπετοναρισμένοι στην γραμμή . Και μάλιστα αν έχουν διαφωνίες πολλές φορές φοβούνται να τις εκφράσουν για να μην χαρακτηριστούν αντικομματικοί.
Έχεις ένα εσωκομματικό κλίμα λοιπόν , που είτε επιτρέπει μόνο περιορισμένες διαφωνίες , εφόσον θα στιγματιστεί ο διαφωνών , εφόσον έχεις "ξεφορτωθεί" τους προβοκάτορες ,αριστεριστές κτλπ .
Αυτό δεν έχει καμία σχέση με το κόμμα είτε νέου τύπου του Λένιν είτε με τα διδάγματα της πείρας του μαοικού κομμουνιστικού κινήματος .
Όχι συναγωνιστή , δεν κάνουμε εύκολη κριτική , δεν είμαστε χθεσινοί . Η αναγέννηση υπάρχει απο το 1964 . Ένα μακρύ και βαθύ ιδεολογικό μονοπάτι το οποίο έχει δώσει πολλά και έχει να δώσει πολλά περισσότερα .
Απαξίωση ? Όχι δεν το απαξιώνουμε απλά έτσι φαίνεται σε έναν άνθρωπο που έχει ταυτίσει το ΚΚΕ με τον κομμουνισμό . Απλά αυτό που λέμε εν ολίγοις είναι ότι το ΚΚΕ αν έχει μία σχέση με τον κομμουνισμό και τον μαρξισμό λενινισμό αυτή η σχέση είναι με την θεωρία και πρακτική της σάπιας και εκφυλισμένης ηγεσίας του ΚΚΣΕ απο τον Χρουστσώφ και μετά και πιο ειδικά στοχευμένο στην Μπρεζνιεφική περίοδο .
Προφανώς για μάς και για πολλούς άλλους παγκόσμια αυτό δεν ήταν καν σοσιαλισμός . Αλλά σοσιαλιμπεριαλισμός .... Αυτά πιάνονται στο κείμενο όμως .

Φιλικά

Cos είπε...

Το ΚΚΕ, σαν ένα ζωντανό τμήμα της εργατικής τάξης και μέσα από την ταξική πάλη έχει περάσει από πολλές φάσεις, και από αυτή που λες. Μέσα από αυτές τις διαδικασίες έχει απαλλαγεί από πολλά λάθη του παρελθόντος και παραμένει στη πρώτη γραμμή για την πάλη με τον καπιταλισμό και την προοπτική του σοσιαλισμού. Στη πορεία είναι λογικό να μένουν έξω στελέχη, κάποια ίσως άδικα, αλλά τα συντριπτικά περισσότερα, τουλάχιστον από την προσωπική μου εμπειρία, σωστά. Δεν ταυτίζω το ΚΚΕ με τον κομμουνισμό, όμως εκ των πραγμάτων είναι ο κύριος (και πρακτικά σχεδόν ο μοναδικός) φορέας αυτών των ιδεών στην Ελλάδα, τουλάχιστον σε πολιτικό επίπεδο. Τέλος, από την αρχή διευκρίνισα ότι δεν θέλω με το σχόλιό μου να αρχίσω να αραδιάζω τις διαφωνίες μου με θεωρητικά ζητήματα που θέτει το κείμενο, θεωρώ πια αυτή τη διαδικασία μεταξύ κομμουνιστών ατέρμονη και ατελέσφορη, ιδιαίτερα όταν ελάχιστα έχει να κάνει με θέματα τακτικής που εμποδίζουν την ανάπτυξη της ταξικής πάλης.
Πάντα φιλικά.

Ανώνυμος είπε...

Cos , καταρχήν ,χαίρομαι να συζητάω μαζί σου,έστω και μέσω του ιντερνετ .
Νομίζω , και να με συωχωρέσεις και να με διορθώσεις αν κάνω λάθος , ότι η όποια κριτική γίνεται σε όποια άποψη
1)βοηθάει , ή και αναδεικνύει μία άλλη άποψη αντιτιθέμενη σε αυτή την οποία γίνεται η κριτική .
2)Συνεισφέρει στην εξέλιξη ,αρνητική ή θετική , αυτό το κρίνει η ιστορία ,των ιδεών και στην καλύτερη κατανόηση τους
3)γίνεται η βάση για μία πράξη και πρακτική η οποία βασίζεται σε αυτή την θεωρία .

Το πώς κάποιος βλέπει αντιθέσεις, το πώς βλέπει το κόμμα , το πώς βλέπει τις σχέσεις κόμμα-κράτος , τάξη-κόμμα , τάξη-κράτος ,σοσιαλισμός-ταξική πάλη . Αυτά φίλε μου σχετίζονται ΑΜΕΣΑ με την ταξική πάλη , δεν είναι σε καμίας περίπτωση αποκομμένο τίποτα απο την ίδια την ταξική πάλη , ειδικά οι ιδέες , και μάλιστα πέρα απο αυτό , οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτά τα κείμενα αλλα και σε άλλα έχουν να κάνουν με το ζήτημα της επαναστατικής θεωρίας του αύριο . Είναι τεράστιας σημασίας αυτό . Χωρίς να κάνεις αμείλικτη κριτική στο χθές δεν μπορείς να πάς στο αύριο .
Βασικά δεν ξέρω αν το γνωρίζεις . Σχεδόν κανείς δεν έχει εξετάσει ,όπως εμείς ,το κομμουνιστικό κίνημα
1)στην ολότητα του
2)στην εξέλιξη του

Οι περισσότερες οργανώσεις , πετάνε τις αποψάρες τους και με μί μονκοντυλιά είτε διαγράφουν τις σοσιαλιστικές προσπάθειες είτε τις αποθεώνουν .
Άρα δεν ισχύει αυτό που λές σε σχέση με την προσπάθεια που έχουμε κάνει , και που θα συνεχιστεί και θα συνεχίζεται , σαν δρώντα υποκείμενα της ταξικής πάλης και υπεράσπισης του κομμουνιστικού κινήματος , ότι γίνεται απο την Αριστερά .
Καταρχήν τεράστιο κομμάτι της αριστεράς έχει αποποιηθεί τον κομμουνισμό σαν θεωρία και πράξη .
Δεν θεωρώ ότι είναι ατέρμονο ούτε και ατελέσφορο , καθώς το κίνημα , το κόμμα και το όραμα είναι ουσιαστικά ζητήματα . Θα πώ όμως ότι είναι μία διαδικασία δύσκολη .

Cos είπε...

Φίλε Διεθνιστή,
δεν έχω καμία αντίρρηση ότι οι ιδέες & οι απόψεις που εκφράζονται στα κείμενά του χώρου σας έχουν να κάνουν με την επαναστατική θεωρία, την αντίληψη για την ταξική πάλη και την εξέλιξή της, κάθε άλλο μάλιστα, για αυτό το λόγο και θεωρώ τους ανθρώπους του χώρου σύντροφους και συναγωνιστές. Όμως, για να μην ξεστρατίζουμε από το αρχικό μου σχόλιο, η παρέμβασή μου έγινε για ένα μόνο λόγο: επειδή ακριβώς αναγνωρίζω τις καλές σας προθέσεις και την ειλικρίνειά σας (για μένα πολύ σημαντικά) δεν μου αρέσει που χρησιμοποιείται ΚΑΙ εσείς αυτόν τον ολότελα λανθασμένο διαχωρισμό βάσης- ηγεσίας για το ΚΚΕ, τον οποίο (πέρα από το ότι είναι λανθασμένος) τον θεωρώ και υποτιμητικό για την βάση του κόμματος. Δεν θα είχα κάνει σχόλιο, αν διάβαζα στο άρθρο (και σε πολλά άλλα) "το ΚΚΕ" και όχι "η ηγεσία του ΚΚΕ".

Ανώνυμος είπε...

Το έχω καταλάβει αυτό , πολλούς ενοχλεί απο το ΚΚΕ . Είναι λογικό να ενοχλεί ,δεν είναι επικοινωνιακός τεχνητός διαχωρισμός για να πούμε ότι η βάση του ΚΚΕ είναι πρόβατα ή πιόνια . Ούτε για να "διεμβολίσουμε" την βάση του ΚΚΕ και να δημιουργήσουμε φυγόκεντρες τάσεις .
Προσπάθησα να το εξηγήσω , και νομίζω ότι η εξήγηση που έδωσα ότι το ΚΚΕ δεν λειτουργεί με τις ουσιαστικές αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού αλλά με έναν αντιδημοκρατικό και αντι λενινιστικό συγκεντρωτισμό . Μάλιστα ένα μοντέλο που μπορεί κάποιος να το δεί και στην Σοβιετική ένωση του 1970 και μετά ...(και πιο πρίν βέβαια αλλά τότε είχε παγιωθεί) .
Έχεις το δικαίωμα να ενοχλείσαι απο αυτόν το διαχωρισμό . Υπάρχουν και ψύγματα δημοκρατίας στο ΚΚΕ αλλά αυτό δεν φτάνει για να χαρατηριστεί δημοκρατικός συγκεντρωτισμός .
Το ξέρεις ότι πχ σε οργανώσεις όπως η δική μου , απο την στιγμή που δεν αναιρούνται οι αρχές του καταστατικού , μπορούν να κατέβουν και άλλα κείμενα ? Μπορεί να γίνει ζωντανός εσωκομματικός διάλογος πάνω σε διαφωνίες .
Όλες οι σπουδαίες φιγούρες ,ηγέτες μεγάλων επαναστάσεων πίστευαν ακράδαντα στην διαφωνία και την έκφραση αντιθετικών απόψεων ,εφόσον δεν θίγουν τις αρχές . Μάλιστα έχει ειπωθεί δεκάδες φορές ότι η ύπαρξη απόψεων οι οποίες συζητούν μεταξύ τους , η εσωκομματική ζωντάνια και φρεσκάδα είναι χαρακτηριστικά ενός κομμουνιστικού κόμματος . Παρεπιπτόντως αν ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός εφαρμοστεί , είναι απο τα πιο θαυμαστά εργαλεία συλλογικής έκφρασης . Απο τα πιο δίκαια και ενωτικά .