Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Μάο Τσε Τουνγκ: Τέχνη και καλλιτέχνες (μέρος 2)

Ένα δίστιχο του Λου-Σιν θα έπρεπε να είναι η αρχή μας:«Να έχεις τα φρύδια σουρωτά, αυστηρά και κρύα μπρος στις χιλιάδες των εχτρών.Μα να σκύβεις το κεφάλι, να είσαι πρόθυμα το βόδι του παιδιού».Στις «χιλιάδες» που είναι οι εχτροί όσο κακοί και σκληροί και αν είναι, δε θα υποκύψουμε. Το «παιδί» είναι το προλεταριάτο, ο λαός, οι μάζες. Κάθε λογοτεχνικός και καλλιτεχνικός εργάτης πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα του Λου-Σιν και να είναι το «βόδι» του προλεταριάτου, του λαού και των μαζών – να τους χαρίσει τον ίδιο τον εαυτό του και να τους υπηρετεί όσο ζει.

  -III-Αφού η λογοτεχνία και οι τέχνες μας γίνονται για το λαό, βάζουμε εδώ δυο άλλα προβλήματα, απ’ τη μια τη σχέση μεταξύ του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού έργου του κόμματος και του συνόλου του έργου του, απ’ την άλλη τη σχέση μεταξύ του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού έργου του κόμματος και του έργου των άλλων, κι αυτό είναι το πρόβλημα του ενωμένου μέτωπου των συγγραφέων και καλλιτεχνών. Ας συζητήσουμε αρχικά το πρώτο πρόβλημα. Στο σύγχρονο κόσμο, κάθε κουλτούρα, κάθε τέχνη και λογοτεχνία ανήκουν σε μια τάξη, σ’ ένα ορισμένο κόμμα, δηλαδή ακολουθούν γραμμή πολιτική. «Η τέχνη για την τέχνη», η τέχνη που μένει πάνω από τάξεις και κόμματα, η τέχνη που προχωρεί παράλληλα με την πολιτική ή ανεξάρτητα από την πολιτική, δεν υπάρχουν. Σε μια κοινωνία όπου οι τάξεις χωρίζονται κι έρχονται σε αντίθεση, η τέχνη είναι αναγκασμένη να υπακούει στις απαιτήσεις της ταξικής κομματικής πολιτικής, να υπακούει στο επαναστατικό καθήκον μιας επαναστατικής εποχής. Το να απομακρυνθούμε από τη γραμμή αυτή θα σήμαινε να πηγαίναμε ενάντια στη βασική ανάγκη της μάζας. Η προλεταριακή λογοτεχνία και τέχνη αποτελούν μέρος ολόκληρου του επαναστατικού έργου, αποτελούν όπως είπε ο Λένιν, «τις βίδες μιας μηχανής», κι έτσι ορίζεται με ακρίβεια το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό έργο του κόμματος. Αντίθετος, σ’ αυτό το αντίκρισμα των πραγμάτων είναι ο δυϊσμός ή η πολλαπλότητα όπως ορίστηκε από τον Τρότσκι: «Μαρξισμός στην πολιτική, καπιταλισμός στην τέχνη». Δεν υπερτιμούμε αλλά ούτε κι υποτιμούμε τη σημασία των γραμμάτων και της τέχνης. Οι τέχνες και τα γράμματα υπακούουν στην πολιτική και, αντίστροφα, ασκούν μια τεράστια επίδραση πάνω στην πολιτική. Τα επαναστατικά γράμματα και τέχνες αποτελούν μέρος του συνολικού έργου της επανάστασης. Είναι οι βίδες που, σε σχέση με τα άλλα μέρη της μηχανής, έχουν μια διαφορά βαθμού όσο αφορά τη σημασία, μα σα βίδες είναι μέρος αναπόσπαστο της μηχανής, δηλαδή του επαναστατικού έργου…………………Ο πόλεμος της σκέψης κι ο πόλεμος της τέχνης πρέπει αν υπακούουν στην κατεύθυνση του πολιτικού πολέμου γιατί είναι το μόνο μέσο από την πολιτική που οι ανάγκες των τάξεων και των μαζών μπορούν ξεκάθαρα να εκδηλωθούν …………Ας έρθουμε τώρα στο πρόβλημα του ενωμένου μέτωπου των λογοτεχνών και καλλιτεχνών. Τα γράμματα κι οι τέχνες υπακούουν στην πολιτική και καθώς το βασικό πρόβλημα της σημερινής κινέζικης πολιτικής είναι ο αντι-γιαπωνέζικος αντιστασιακός πόλεμος, οι λογοτεχνικοί και καλλιτεχνικοί εργάτες του κόμματος πρέπει πρώτα να ενωθούν μ’ όλους όσους βρίσκονται έξω από το κόμμα, για να πολεμήσουν τον κοινό εχτρό. Δεύτερο, πρέπει να ενωθούν μ’ όλους όσους έχουν δράση με σκοπιά δημοκρατική. Καθώς ένα μέρος των συγγραφέων και καλλιτεχνών δεν συμφωνούν με την ιδέα αυτή, η έχταση του ενωμένου μέτωπου θα πρέπει να περιοριστεί. Τρίτο, οι συγγραφείς και καλλιτέχνες πρέπει να ενωθούν γύρω από ένα συγκεκριμένο σημείο –για παράδειγμα, ένα κοινό καλλιτεχνικό ύφος. Εμείς είμαστε για το ρεαλισμό της προλεταριακής τάξης με ένα μέρος τον αποδοκιμάζει. Αυτό θα πρέπει ακόμα να περιορίσει την έχταση της ένωσης. Ενώνονται γύρω από ορισμένα προβλήματα και τσακώνονται, χωρίζονται γύρω από άλλα. Στην πραγματικότητα γύρω απ’ όλα τα προβλήματα χωριζόμαστε κι ενωνόμαστε, ακόμα και γύρω από το πρόβλημα της αντίστασης. Μα όσο αφορά το πρόβλημα του ενωμένου μετώπου, θα έχουμε ένωση ή πόλεμο και δεν μπορούν να υπάρχουν σχετικά διφορούμενα. Η πολιτική μερικών συντρόφων, όπως των δεξιών «συνθηκολόγων» ή των ξενόφοβων, των αριστερών σεχταριστών που ο Λένιν χαρακτήρισε σαν «πολιτικούς κουτσούς», είναι άλλα τόσα λάθη. Αυτό που είναι αληθινό στην πολιτική είναι κι αληθινό στην τέχνη.-IV-Ένα από τα κυριότερα όπλα που έχουν στη διάθεσή τους οι συγγραφείς και καλλιτέχνες είναι η λογοτεχνική και καλλιτεχνική κριτική. Μερικοί σύντροφοι έκαναν πολύ σωστά παρατηρήσεις για την ανεπάρκεια της σχετικής δουλειάς. Η λογοτεχνική και καλλιτεχνική κριτική δεν είναι καθόλου ζήτημα απλό. Απαιτεί έρευνες ειδικές. Θα μιλήσω εδώ μόνο για ένα βασικό κριτήριο της κριτικής και θα έρθω ύστερα σε μερικές λεπτομέρειες και σε μερικές λαθεμένες απόψεις που παρουσιάστηκαν από τους συντρόφους.Απ’ τη σκοπιά της πολιτικής υπάρχουν δυό κριτήρια της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής κριτικής: Ότι ευνοεί τον αντιστασιακό πόλεμο, την ένωση, ότι μπορεί να δώσει θάρρος στον λαό, να ξεσηκώσει τον ενθουσιασμό του, να στηρίξει το ηθικό του, ότι μπορεί να εμποδίσει την υποχώρηση μπρος στον εχτρό ή μπρος στην πρόοδο πρέπει να επιδοκιμαστεί, ενώ, αντίστροφα, ότι δεν ευνοεί τον αντιστασιακό πόλεμο, την ένωση, ότι δεν αποθαρρύνει το λαό και εμποδίζει την πρόοδο, πρέπει να καταδικαστεί. Το κριτήριό μας αυτό έχει για βάση το ελατήριο (την υποκειμενική πρόσθεση) ή μήπως το αποτέλεσμα (την επίδραση που ασκήθηκε κοινωνικά); Οι ιδεαλιστές υπερασπίζονται το ελατήριο κι αρνούνται το αποτέλεσμα, ενώ ο μηχανιστής υλιστής υπερασπίζεται το αποτέλεσμα κι αρνιέται το ελατήριο. Δε συμφωνούμε ούτε με τους πρώτους ούτε και με το δεύτερο. Πιστεύουμε ότι το ελατήριο ενός συγγραφέα είναι να γράφει για το λαό και το ελατήριο αυτό όπως και το αποτέλεσμά του που είναι να γίνει δεχτός ευνοϊκά από το λαό, είναι δύο πράγματα αχώριστα. Πρέπει λοιπόν να ενώνουμε και τα δύο. Την υποκειμενική πρόθεση ενός συγγραφέα, δηλαδή το ελατήριο του, δεν την εξετάζουμε με βάση την ανάγνωση των προκηρύξεων του αλλά με βάση την εντύπωση που προκάλεσε στο κοινό και μες στην κοινωνία. Το κοινωνικό αποτέλεσμα θα έπρεπε να υπηρετεί το ελατήριό του. Η λογοτεχνική και καλλιτεχνική μας κριτική δεν έχει τίποτα να κάνει με τη σεχταριστική. Κάτω από την αρχή της ένωσης και της κοινής αντίστασης, πρέπει να συμπεριλάβουμε έργα κάθε πολιτικής τάσης, μα η κριτική μας δεν ξεφεύγει από τις καθορισμένες αρχές. Πρέπει να κρίνουμε αυστηρά κάθε έργο που εκδηλώνει γνώμη αντίθετη στην ένωση του λαού, που είναι αντίθετο στις μάζες, αντι-επιστημονικό, αντι-κομμουνιστικό. Γιατί τα παρόμοια έργα έχουν για ελατήριο, όπως και για αποτέλεσμα, την καταστροφή της αναγκαίας ενότητας και του αντιστασιακού μας ιδανικού. Ακόμα και για το αισθητικό κριτήριο δεν μπορούμε να παραμελήσουμε το κοινωνικό αποτέλεσμα. Ένας συγγραφέας ή ένας καλλιτέχνης δεν μπορεί να εμπιστευτεί την ατομική του κρίση. Η κριτική μας θα επιτρέψει το λεύτερο συναγωνισμό έργων τέχνης όλων των ειδών και, στηριγμένη σε επιστημονικές και αισθητικές αρχές, θα επιτρέψει κι ένα ανέβασμα του επιπέδου των δημιουργημάτων και την προσαρμογή τους στις απαιτήσεις του μεγάλου κοινού.Υπάρχει το πολιτικό κριτήριο από τη μια και το αισθητικό κριτήριο από την άλλη. μα ποια είναι η ανάμεσά τους σχέση; Η πολιτική δεν είναι τέχνη. Κι ούτε οι κοσμοθεωρίες αποτελούν το «Λόγό περί της μεθόδου»[10] της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αρνιόμαστε μόνο την ύπαρξη των απόλυτα αμετάβλητων πολιτικών κριτήριων, αλλά αρνιόμαστε ακόμα και τα αμετάβλητα καλλιτεχνικά κριτήρια. Υπάρχουν διαφορετικά πολιτικά κριτήρια και διαφορετικά καλλιτεχνικά κριτήρια ανάλογα με τις διαφορετικές κοινωνίες και τις διαφορετικές τάξεις. Μα σ’ οποιασδήποτε κοινωνία, οποιασδήποτε τάξης, το πολιτικό κριτήριο κατέχει πάντα τη πρώτη θέση και το καλλιτεχνικό κριτήριο τη δεύτερη. Η αστική τάξη αποκρούει πάντα, δίχως να ενδιαφέρεται για την καθαρά καλλιτεχνική αξία, τα έργα των προλετάριων και το ίδιο οι προλετάριοι αποκρούουν τα έργα των αστών. Μα αν αποκρούουν το αντιδραστικό πολιτικό τους περιεχόμενο, αφομοιώνουν, με πνεύμα κριτικό, την καλλιτεχνική άποψή τους. ένα έργο που, παρά την καλλιτεχνική του αξία, έχει περιεχόμενο αντιδραστικό βλάφτει το λαό και πρέπει λοιπόν να απορριφτεί. Το κοινό χαρακτηριστικό των γραμμάτων και τεχνών, που στην περίοδο της παρακμής, γίνονται απ’ τους εκμεταλλευτές, είναι η αντίφαση μεταξύ της καλλιτεχνικής μορφής τους και του αντιδραστικού πολιτικού τους περιεχομένου. Εκείνο που ζητάμε είναι η ενότητα μεταξύ πολιτικής και τέχνης, η ενότητα μεταξύ τους επαναστατικού περιεχομένου και της ανώτατης καλλιτεχνικής μορφής. Ένα έργο τέχνης που δεν είναι ένα καλό έργο τέχνης δεν κλείνει εκφραστική δύναμη, παρά την πολιτική πρόοδο που σημειώνεται στη σκέψη του καλλιτέχνη και στην ατμόσφαιρα που το περιβρέχει. Και γι’ αυτό δεν παραδεχόμαστε τα έργα τέχνης με περιεχόμενο βλαβερό αλλά ούτε και την τάση για «σύνθημα ή τοιχοκόλλημα» και πρέπει να επιμείνουμε στη σημασία των δύο όψεων για το καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό μέτωπο.Οι δύο αυτές τάσεις βρίσκονται σε πολλούς σύντροφους. Πολλοί είναι αυτοί που παραμελούν την καλλιτεχνική πλευρά και γι’ αυτό πρέπει να επιμείνουμε στην ανύψωση της τέχνης. Μα σήμερα ένα ρώτημα ακόμα πιο σοβαρό είναι η πολιτική πλευρά. Υπάρχουν σύντροφοι που δεν έχουν γνώσεις πολιτικές, κι έχουν, συνακόλουθα, αντιλήψεις αμφίβολες και λαθεμένες. Ας αναφέρουμε τώρα μερικά παραδείγματα απ’ το Γιενάν:Α) Η «Θεωρία της ανθρώπινης φύσης»Υπάρχει κάτι τέτοιο σαν την «ανθρώπινη φύση»; Βέβαια ναι. Μα δεν υπάρχει παρά μια συγκεκριμένη ανθρώπινη φύση που, στην κοινωνία που είναι χωρισμένη σε τάξεις, γίνεται η ανθρώπινη φύση που αντιπροσωπεύει την ταξική συνείδηση. Υπερασπιζόμαστε την ανθρώπινη φύση των προλετάριων ενώ οι καπιταλιστές και μικροαστοί υπερασπίζονται την ανθρώπινη φύση των τάξεων των καπιταλιστών και των μικροαστών, ενώ σύγκαιρα ισχυρίζονται ότι η ανθρώπινη φύση είναι «μοναδική» – γιατί στα μάτια τους, η ανθρώπινη φύση των προλετάριων είναι απάνθρωπη. Υπάρχουν άνθρωποι στο Γιενάν που παν να πάρουν για θεωρητική βάση της τέχνης και της λογοτεχνίας τη δήθεν θεωρία της ανθρώπινης φύσης – και πρόκειται για θέση τελείως λαθεμένη.Β) «Η αγάπη, η αγάπη της ανθρωπότητας είναι η βασική αφετηρία κάθε καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής δημιουργίας»Η αγάπη θα μπορούσε να είναι η αφετηρία, μα υπάρχει άλλη που είναι η βασική. Η αγάπη είναι νόημα, προϊόν μιας αντικειμενικής δράσης. Δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε από μια αντίληψη ή από μιά δράση καθαρά αντικειμενική/ Ο λόγος που οι λογοτεχνικοί και καλλιτεχνικοί εργάτες –που από την προέλευσή τους είναι στοιχεία διανοητικά- αγαπούν τους προλετάριους, είναι ότι η κοινωνία τους αναγκάζει να υποφέρουν την ίδια τύχη με κείνους: Είναι το αποτέλεσμα της ενότητας στη ζωή και στον αγώνα. Απ’ την άλλη, το μίσος μας ενάντια στο γιαπωνέζικο ιμπεριαλισμό είναι το αποτέλεσμα της καταπίεσής του. Δεν υπάρχει στον κόσμο αγάπη ή μίσος δίχως αιτία. Από τότε που η ανθρωπότητα χωρίστηκε σε τάξεις, η υποτιθέμενη «αγάπη της ανθρωπότητας», μια αγάπη μοναδική και αδιάκριτη, δεν υπήρξε ποτέ. Είναι κάτι που επαναλαμβάνονταν στα λόγια από τους αρχηγούς, από τον Κομφούκιο[11], από τον Τολστόι[12], μα ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Γιατί δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μια κοινωνία χωρισμένη σε τάξεις. Η πραγματική αγάπη της ανθρωπότητας είναι δυνατή μα μόνο όταν η διάκριση σε τάξεις θα έχει ολότελα εξαφανιστεί απ’ τον κόσμο. Η κοινωνία είναι χωρισμένη επειδή υπάρχουν τάξεις. Η κοινωνία δεν θα ενωθεί προτού εξαφανιστούν οι τάξεις. Μόνο τότε θ’ ανατείλει η αγάπη της ανθρωπότητας = που σήμερα ακόμα δεν μπορεί να υπάρχει. Δεν αγαπούμε τον φασισμό, δεν αγαπούμε τον εχθρό μας, δεν αγαπούμε το απαίσιο φαινόμενο της σημερινής κοινωνίας. Ο σκοπός μας είναι να το αφανίσουμε. Δεν αμφιβάλουμε ότι οι λογοτεχνικοί και καλλιτεχνικοί μας εργάτες δεν αγνοούν την απλή αυτή ανθρώπινη λογική.Γ) «Παντοτινά τα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα περιγράφουν τόσο το φως όσο και τα σκοτάδια μισά-μισά»Η φράση αυτή προϋποθέτει ιδέες λαθεμένες και αμφίβολες. Τα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα δεν ήταν πάντα έτσι. Πολλοί είναι οι μικροαστοί συγγραφείς που δε βρήκαν ποτέ το φως – τα έργα τους μόνο τα σκοτάδια φανερώνουν κι είναι αυτό που λέγεται «επιδειχτική λογοτεχνία», ενώ άλλα την απαισιοδοξία μόνο διαδίδουν. Απ’ την άλλη μεριά, η λογοτεχνία, στην οικοδομητική περίοδο του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, φανερώνει πρωταρχικά το φως. Βέβαια οι σοβιετικοί συγγραφείς περιγράφουν και τα ελαττώματα της δουλειάς, μα τα ελαττώματα αυτά δεν είναι παρά δευτερεύοντα στοιχεία μπρος στο μεγάλο φως. Τα δήθεν «μισά-μισά» ποτέ δεν υπήρξαν. Στην αντιδραστική περίοδο, οι αστοί συγγραφείς περιγράφουν τις επαναστατικές μάζες σαν ληστές και τους εαυτούς τους (την αστική τάξη) σα θεούς και άγιους, αναποδογυρίζοντας αυτό που είναι φως κι αυτό που είναι σκοτάδια. Μόνο οι αληθινοί επαναστάτες συγγραφείς έχουν την ιδιότητα που τους επιτρέπει να λύσουν το πρόβλημα του εγκώμιου η των αποκαλυπτικών κριτικών. Όλες οι σκοτεινές δυνάμεις που βλάφτουν το λαό πρέπει αναγκαστικά να ξεσκεπαστούν, ενώ όλοι οι επαναστατικοί αγώνες του λαού και των μαζών πρέπει να εγκωμιαστούν – να το βασικό καθήκον του καλλιτέχνη και του συγγραφέα.Δ) «Το έργο της λογοτεχνίας και της τέχνης είναι πάντα να κάνει αποκαλυπτική κριτική»Η παρουσίαση αυτή, όπως κι η προηγούμενη, προδίνει την έλλειψη ιστορικής επιστήμης κι εξελικτικής υλιστικής αντίληψης. Η λογοτεχνία κι η τέχνη δεν αρκούνται, όμως, ήδη το είπαμε, στο να αποκαλύπτουν. Για τους επαναστάτες, συγγραφείς και καλλιτέχνες το αντικείμενο που πρέπει να ξεσκεπαστεί δεν μπορεί παρά να είναι ο εισβολέας, ο εκμεταλλευτής κι ο καταπιεστής και δεν μπορεί να είναι ο λαός, η μάζα. Ναι, ο λαός κι η μάζα έχουν τα ελαττώματά τους, μα του λαού τα ελαττώματα είναι το αποτέλεσμα της κυριαρχίας των εισβολέων, εκμεταλλευτών και καταπιεστών. Οι επαναστάτες συγγραφείς και λογοτέχνες μας πρέπει να αρκούνται στο να ξεσκεπάζουν τα ελαττώματα σαν αποτέλεσμα των εγκλημάτων των εισβολέων, εκμεταλλευτών και καταπιεστών, μα δεν πρέπει να «ξεσκεπάζουν τις διαφθορές του λαού». Όσο για το λαό, ένα μόνο πρόβλημα υπάρχει κι είναι το να τον μορφώνουμε και να τον ανυψώνουμε. Μόνο οι αντιεπαναστάτες συγγραφείς και καλλιτέχνες ρίχνουν κουβέντες σαν «η ανοησία του λαού είναι πράγμα έμφυτο», και περιγράφουν τις επαναστατικές μάζες σαν τρελούς τύραννους κλπ.Ε) «Πάντα η περίοδος των δοκιμίων! Πάντα το ύφος του Λου-Σιν!»Το να αντικρίζουμε τα δοκίμια, το ύφος του Λου-Σιν αποκλειστικά σαν έργα σάτιρας, είναι γνώμη των εχτρών του λαού. Ο Λου-Σιν έζησε κάτω από τη σκοτεινή κυριαρχία του αντιδραστικού καθεστώτος. Δίχως ελευθερία λόγου, ήταν αναγκασμένος να μεταχειρίζεται τα σατυρικά του δοκίμια σαν όπλα. Κι είχε δίκιο. Έχουμε ανάγκη να περιγελούμε με τρόπο τσουχτερό και σατυρικό το φασισμό και τους κινέζους αντιδραστικούς. Μα στη συνοριακή περιοχή του Σενσί, Κανσού και Νινγκχίσα[13] και στις βάσεις του πίσω αντι-γιαπωνέζικου μετώπου, η λογοτεχνική μορφή δεν μπορεί να είναι η ίδια με του Λου-Σιν: Μπορούμε να φωνάζουμε δυνατά, δεν έχουμε πια ανάγκη των υπαινιγμών, δεν υπάρχει λόγος ν’ αποφεύγουμε τα σταράτα κι ίσια λόγια (κι άλλωστε τις πανουργίες δεν τις καταλαβαίνει εύκολα ο λαός κι οι μάζες). Αν δεν βρίσκονταν αντιμέτωπος των εχθρών του λαού, μα του ίδιου του λαού, τότε ο Λου-Σιν της «περίοδος των δοκιμών» δεν θα είχε ειρωνευτεί το λαό, δε θα είχε χτυπήσει τα επαναστατικά πολιτικά κόμματα και το ύφος των γραφτών του στην περίπτωση αυτή δε θα ήταν το ίδιο με κείνο που απευθυνόταν στον εχθρό. Όπως υποδείξαμε και παραπάνω, έχουμε το καθήκον να κάνουμε κριτική των ελαττωμάτων του λαού, μα πρέπει να μιλάμε από τη σκοπιά του λαού και μ’ όλο το ζεστό συναίσθημα του προστάτη του εκπαιδευτή.
Αν, αντίθετα, διαλέγαμε το ίδιο επιθετικό ύφος που μεταχειριζόμαστε εναντίον του εχθρού, για να χτυπήσουμε τους συντρόφους μας, θα πέφταμε στο στρατόπεδο του εχτρού. Πρέπει να καταργήσουμε τη σάτιρα: υπάρχουν πολλών ειδών σάτιρες. Η σάτιρα για να χτυπούμε τον εχτρό, αυτή που απευθύνεται στους φίλους, μετά αυτή που αφορά τα ίδια τα στρατεύματά μας. Είναι διαφορετικές. Δεν μπορούμε γενικά να απαγορέψουμε τη σάτιρα, μα πρέπει να εμποδίσουμε τις καταχρήσεις της εξάσκησής της.ΣΤ) «Δεν πλέκουμε εγκώμια, γιατί τα έργα που αποτελούνται από επαίνους δεν είναι αναγκαστικά μεγάλα, ενώ τα έργα όπου χαράζονται στα σκοτάδια δεν είναι αναγκαστικά μέτρια»Αν ήσασταν αστός συγγραφέας ή καλλιτέχνης δεν θα επαινούσατε το προλεταριάτο μα την αστική τάξη. Αν είσαστε προλετάριος συγγραφέας δεν θα φλυαρούσατε για την δόξα της αστικής τάξης, μα θα εγκωμιάζατε τον εργαζόμενο λαό και τους προλετάριους. Ή το ένα ή το άλλο. Το έργο που εγκωμιάζει το φως της αστικής τάξης δεν είναι αναγκαστικά μεγάλο και το έργο όπου χαράζονται τα σκοτάδια της δεν είναι αναγκαστικά μικρό. Το έργο που εγκωμιάζει το φως του προλεταριάτου δεν είναι αναγκαστικά μέτριο και το έργο όπου χαράζονται τα υποτιθέμενα «σκοτάδια» του είναι αναγκαστικά μέτριο. Μήπως δεν πρόκειται για γεγονός αποδεδειγμένο από την ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης; Ο λαός, δημιουργός, του κόσμου αυτού και της ιστορίας, γιατί να μην αξίζει σαν αντικείμενο εγκωμίων; Κι ακόμα, γιατί δεν θα το άξιζαν το προλεταριάτο, ο κομμουνισμός, η νέα δημοκρατία, ο σοσιαλισμός; Υπάρχει όμως μια κατηγορία ανθρώπων που δε δείχνει κανένα ενδιαφέρον για τις επιχειρήσεις του λαού, που κρατά παγωμένα τη στάση του θεατή μπρος στο λαό, στον αγώνα, στις νίκες που κερδίζει η πρωτοπορία του λαού. Τα μόνα πράγματα που ενδιαφέρουν τους ανθρώπους αυτούς, και που δεν κουράζονται ποτέ να επαινούν, είναι πριν απ’ όλα οι εαυτοί τους και, από πάνω, πιθανότατα αυτό που αγαπούν κι ακόμα τα λίγα πρόσωπα της μικρής ομάδας που διαχειρίζονται τις υποθέσεις της. Η κατηγορία αυτή των ατομικιστών μικροαστών φυσικά δεν πρόκειται να εγκωμιάσει την αξία του επαναστατικού λαού, ούτε θα ενθαρρύνει τον αγώνα του ούτε και θα δυναμώσει την πίστη του στη νίκη. Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι διεφθαρμένοι της στρατιάς μας κι ο επαναστάτης λαός καθόλου δεν χρειάζεται παρόμοιου είδους «τραγουδιστές».Ζ) «Δεν είναι πρόβλημα θέσης, γιατί η θέση του είναι σωστή, η πρόθεσή τους είναι καλή κι έχει καταλάβει τη θεωρία, μόνο που εκφράζεται άσκημα, πράγμα που έχει κακές συνέπειες»Για ότι αφορά το διαλεκτικό υλισμό πάνω στο θέμα, στο ελατήριο και στη συνέπεια, μίλησα ήδη. Και ρωτώ τώρα: το ρώτημα του ελατηρίου είναι το ίδιο το ρώτημα της θέσης; Ο άνθρωπος που κάνει κάτι και δεν ενδιαφέρεται για το αποτέλεσμα της πράξης του είναι όμοιος με το γιατρό που αρκείται στο να κάνει τη συνταγή αδιαφορώντας για το αν το φάρμακό του θα μπορούσε να προκαλέσει το θάνατο του αρρώστου. Και το ίδιο είναι αν ένα κόμμα δεν κάνει άλλο από προκηρύξεις δίχως να σκέφτεται για την πραχτική εφαρμογή του προγράμματος του. Μια τέτοια θέση είναι δικαιολογημένη; Μια τέτοια πρόθεση είναι καλή; Βέβαια μπορούν να γίνουν λάθη σαν προσπαθούμε να κρίνουμε τις συνέπειες. Μα αν τα ίδια τα γεγονότα αποδείχνουν την κακή συνέπεια κι εσείς συνεχίσετε με τον ίδιο τρόπο, τότε υπάρχει πάντα καλή πρόθεση; Αν κρίνουμε ένα κόμμα, ένα γιατρό σύμφωνα με την πραγματοποίηση και το αποτέλεσμα, είναι και με τον ίδιο τρόπο που κρίνουμε έναν συγγραφέα, έναν καλλιτέχνη. Μια πραγματικά καλή πρόθεση πρέπει να είναι εκείνη όπου ο συγγραφέας φέρνει μαζί του το θάρρος, την αποφασιστικότητα και την απόλυτη ειλικρίνεια για να επικρίνει τον εαυτό του, για να εξετάσει και να διορθώσει τα ελαττώματα και τα λάθη της δουλειάς του. Αυτή είναι η μέθοδος της κομμουνιστικής αυτοκριτικής. Μα κι η σωστή θέση! Κι είναι μόνον αν ξεκινήσουμε από μια τέτοια θέση – θέση σοβαρότητας κι ευθύνης μπροστά στο έργο μας – που θα μπορέσουμε να καταλάβουμε, βήμα με βήμα, τί είναι μια θέση δίκαιη και σωστή, να τη βρίσκουμε και να την κρατούμε. Αν δεν προσανατολιζόμαστε έτσι μα, με πίστη τυφλή στον εαυτό μας, πετούσαμε στα ελαφριά τη λέξη «καταλάβαμε», θα μέναμε στην αμάθεια και θα απομακρυνόμαστε από την αλήθεια.Η) «Το να μαθαίνουμε το μαρξισμό και το λενινισμό είναι να επαναλαμβάνουμε τα λάθη στη μέθοδο της δημιουργίας του διαλεχτικού υλισμού»Η μάθηση του μαρξισμού και του λενινισμού έχει για μόνο σκοπό να μας διδάξει την αντίληψη του διαλεχτικού και του ιστορικού υλισμού για την παρατήρηση του κόσμου, της κοινωνίας, της λογοτεχνίας, της τέχνης κι όχι να μας κάνει να συνθέτουμε ένα μάθημα φιλοσοφίας μες στα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα. Ο μαρξισμός κι ο λενινισμός δεν μπορούν παρά να συμπεριλάβουν το ρεαλισμό μες στην λογοτεχνική και καλλιτεχνική δημιουργία μα δεν μπορούν να τον αντικαταστήσουν. Οι δογματικές, σύγκαιρα άδειες και ξερές, εκφράσεις καταστρέφουν τη δημιουργική έμπνευση κι ακόμα καταστρέφουν το μαρξισμό και το λενινισμό. Ο δογματικός μαρξισμός κι ο δογματικός λενινισμός δεν είναι μαρξισμός και λενινισμός, μα αντι-μαρξισμός και αντι-λενινισμός. Μήπως τότε ο μαρξισμός και ο λενινισμός καταστρέφουν τη δημιουργική έμπνευση; Ναι την καταστρέφουν. Καταστρέφουν κάθε δημιουργική έμπνευση φεουδαρχική, αστική, μικροαστική, φιλελεύθερη, ατομικιστική, νιχιλιστική, την παρακμασμένη κι απαισιόδοξη «τέχνη για την τέχνη» των πατρίκιων, ότι είναι αντιλαϊκό, αντιμαζικό, αντιπρολεταριακό. Όσο για τους προλετάριους συγγραφείς και καλλιτέχνες, τα αισθήματα κι οι εμπνεύσεις τους που ανήκουν σ’ αυτές τις κατηγορίες, πρέπει μήπως να καταστραφούν; Νομίζω ότι ναι, πρέπει να καταστραφούν. Μα, καθώς τα καταστρέφουμε, μπορούμε να χτίσουμε άλλα.-V-Στους λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους του Γιενάν τα παραπάνω προβλήματα υπάρχουν πράγμα που αποδείχνει ότι στους κύκλους αυτούς «τα τρία λάθη»[14] συνεχίζουν να γίνονται. Ανάμεσά τους υπάρχει πλήθος ιδεαλιστών, δογματικών, ουτοπιστών, φλύαρων που παραμελούν την πραχτική δημιουργία, απομακρύνονται από το λαό κλπ –πράγμα που κάνει αναγκαία μια σοβαρή κι αποτελεσματική διόρθωση των λαθεμένων αυτών τρόπων.Υπάρχουν ακόμα πολλοί που δεν διακρίνουν καθαρά το προλεταριάτο από τους μικροαστούς … Οι άνθρωποι αυτοί θαρρούν πως η σκέψη του προλεταριάτου είναι ένα σύστημα όπως τα άλλα και δεν ξέρουν ότι πρόκειται για σύστημα που δύσκολα μπορεί να αποκτηθεί.
 Σχετικά, γα να καλυτερέψουμε και την οργάνωσή μας, πρέπει ν’ αρχίσουμε με τη διόρθωση των αντιλήψεων και με τη διάδοση και ανάπτυξη του ιδεολογικού πολέμου μεταξύ προλετάριων και μη-προλετάριων. Ο ιδεολογικός πόλεμος που ήδη επικρατεί στους λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους του Γιενάν είναι κάτι παραπάνω από δικαιολογημένος. Οι άνθρωποι που έρχονται από τους μικροαστούς αγωνίζονται για να μεταχειριστούν όλα τα μέσα, κι ανάμεσά τους είναι τα γράμματα κι οι τέχνες, για να εκδηλωθούν πεισματάρικα, για να διαδώσουν τη γνώμη τους και για να ζητήσουν από τους άλλους να μεταμορφώσουν τον κόσμο σύμφωνα με τα πρότυπα των μικροαστών και των στοιχείων της διανόησης. Κάτω από τέτοιες συνθήκες η δουλειά μας είναι να τους πούμε ανοιχτά: «Το σύστημά σας δεν θα πιάσει, το προλεταριάτο, όπως ο λαός κι οι μάζες, δε θα σας ακολουθήσουν. Ουσιαστικά, να σας ακολουθήσουν σημαίνει να ακολουθήσουν τους μεγαλοιδιοχτήτες και τους αστούς, κι αυτό θα σήμαινε κίνδυνο καταστροφής για όλούς και για τον εαυτό σας». Ποιόν πρέπει λοιπόν ν’ ακολουθήσουμε; Δεν πρέπει ν’ αλλάξουμε τον κόσμο παρά σύμφωνα με τα πρότυπα του προλεταριάτου και της πρωτοπορίας του. Ελπίζουμε ότι οι συγγραφείς και καλλιτέχνες μας ξέρουν τη σοβαρότητα του ιδεολογικού αυτού πολέμου, προσπαθούν να πάρουν μέρος, δυναμώνουν σε σκέψη και σε έργα μπρος στον εχτρό, στους φίλόυς και στον ίδιο τον εαυτό τους, για να φτάσουν σε μια αληθινή κοινωνία δυνάμεων μες στο τάγμα μας.Επειδή δεν σκέφτονται αρκετά καθαρά άλλοι πολλοί δεν κάνουν καλά τη διάκριση μεταξύ της περιφέρειας βάσης μας και των άλλων περιοχών κι έτσι κάνουν διάφορα σχετικά λάθη. Πολλοί είναι αυτοί που έρχονται απ’ τις σοφίτες της Σαγκάης κι ανάμεσα σε κείνες και στην περιφέρεια βάσης υπάρχει μια διαφορά όχι μόνο γεωγραφική μα κι ιστορικής εποχής: στη μία έχουμε μια μισο-φεουδαρχική και μισοαποικιακή κοινωνία κάτω από το ζυγό της αστικής τάξης και των μεγαλοϊδιοχτητών, ενώ στην άλλη έχουμε την επαναστατική κοινωνία της νέας δημοκρατίας που οδηγεί το προλεταριάτο. Φτάνοντας στην περιφέρεια βάσης βλέπουμε το καθεστώς αυτό, που στις χιλιετηρίδες της κινέζικης κοινωνίας δεν έχει προηγούμενο, ένα καθεστώς που διευθύνουν οι εργάτες, αγρότες και στρατιώτες, ο λαός κι οι μάζες και πράγματα τέλεια διάφορα και πρόσωπα άλλα και τους σκοπούς της προπαγάνδας. Η εποχή του παρελθόντος πέθανε για πάντα και γι’ αυτό, δίχως δισταγμό πρέπει να πάμε με τις καινούργιες μάζες. Αν αυτοί που βρίσκονται ανάμεσα στις καινούργιες αυτές μάζες σκέφτονται ακόμα «δεν μπορούμε να συνηθίσουμε, δεν μπορούμε να τις καταλάβουμε, δεν υπάρχει χώρος για να εκδηλωθεί το ταλέντο μας», τότε θα βρουν εμπόδια όχι μόνο στην ύπαιθρο αλλά και στο ίδιο το Γιενάν. Υπάρχουν άλλοι που σκέφτονται: «Πρέπει να μείνω πίσω από το μέτωπο και να γράφω για τους διανοούμενους. Έτσι συνήθισα κι άλλωστε μια παρόμοια δουλειά έχει εθνική σημασία». Η αντίληψη αυτή είναι ολότελα λαθεμένη: καθώς η όψη της ενδοχώρας έχει αλλάξει, η ζήτηση των αναγνωστών έχει κι αυτή αλλάξει. Δεν θέλουν να ακούσουν τις ίδιες παλιές ιστορίες μα περιμένουν οι συγγραφείς να τους μιλήσουν για νέα πρόσωπα και για τον καινούργιο κόσμο. Έτσι είναι: Όσο περισσότερο ένα έργο γίνεται για τις μάζες της περιφέρειας βάσης, τόσο περισσότερο έχει χαραχτήρα εθνικό, τόσο καλύτερα γίνεται δεχτό από το κοινό ολόκληρου του έθνους. «Η καταστροφή» του Φαντέεφ[15] δεν είναι παρά η ιστορία μιας μικρής ομάδας ελεύθερων σκοπευτών. Ο συγγραφέας ποτέ του δεν είχε για σκοπό να προσαρμοστεί στις προτιμήσεις των αναγνωστών του παλιού κόσμου κι όμως το έργο αυτό είχε παγκόσμια απήχηση. Η Κίνα προς τα μπρος προχωρεί. Δεν υποχωρεί. Εκείνο που οδηγεί την προέλαση της Κίνας είναι η επαναστατική περιφέρεια βάσης κι όχι οι καθυστερημένες περιοχές. Αυτοί που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της καλυτέρεψης και της ξεκαθάρισης πρέπει πρώτα να γνωρίσουν το βασικό αυτό πρόβλημα.Μια και πρέπει να ολοκληρωθούμε μες στις καινούργιες μάζες πρέπει να λύσουμε ξεκάθαρα το ρώτημα του ατόμου και της μάζας. Ένα δίστιχο του Λου-Σιν θα έπρεπε να είναι η αρχή μας:«Να έχεις τα φρύδια σουρωτά, αυστηρά και κρύα μπρος στις χιλιάδες των εχτρών.Μα να σκύβεις το κεφάλι, να είσαι πρόθυμα το βόδι του παιδιού».Στις «χιλιάδες» που είναι οι εχτροί όσο κακοί και σκληροί και αν είναι, δε θα υποκύψουμε. Το «παιδί» είναι το προλεταριάτο, ο λαός, οι μάζες. Κάθε λογοτεχνικός και καλλιτεχνικός εργάτης πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα του Λου-Σιν και να είναι το «βόδι» του προλεταριάτου, του λαού και των μαζών – να τους χαρίσει τον ίδιο τον εαυτό του και να τους υπηρετεί όσο ζει. Οι διανοούμενοι με τις μάζες πρέπει να πάνε και τις μάζες να υπηρετήσουν. Φυσικά, για να φτάσουμε ως εκεί ο δρόμος είναι δύσκολος. Μα πρέπει να υπάρξει το θάρρος κι η αποφασιστικότητα για να γίνει.Όλα όσα εκθέσαμε σήμερα δεν είναι παρά ένα πρόβλημα του βασικού προσανατολισμού. Υπάρχουν κι άλλα πολλά συγκεκριμένα προβλήματα που από δω και μπρος θα χρειαστούν συνεχείς μελέτες για να λυθούν. Θαρρώ πως όλοι θα έχουν το θάρρος να προχωρήσουν στο δρόμο αυτό. Θαρρώ πως με το ξεκαθάρισμα χάρη στις έρευνες και τη δουλειά που από καιρό έχουν αρχίσει, θα μπορέσουν σίγουρα να διορθωθούν, να μεταμορφωθούν οι ίδιοι όπως και τα ίδια τους τα έργα. Δίχως αμφιβολία θα μπορέσουν να δημιουργήσουν έργα εξαιρετικά που θα γίνουν με ενθουσιασμό δεχτά από τους εργάτες, αγρότες και στρατιώτες, από το λαό και τις μάζες και θα κατορθώσουν να φέρουν ακόμα πιο μπρος το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα για να μπούμε σε μια καινούργια δοξασμένη εποχή.

[1]Η μελέτη αυτή παρουσιάστηκε αρχικά σαν εισήγηση σε συγκέντρωση διανοούμενων στο Γιενάν το Μάη του 1942.
[2] Στις 4 του Μάη 1919 ο κινέζικος λαός ξεσηκώθηκε εναντίον των προσπαθειών των Γιαπωνέζων ιμπεριαλιστών να καταχτήσουν την Κίνα, χτυπώντας παράλληλα και τους πράχτορές τους στην κυβέρνηση. Το κίνημα είχε μεγάλη σημασία στον τομέα της παιδείας όπου κατόρθωσε να επιβάλει τη μιλούμενη λαϊκή γλώσσα σα γλώσσα του κράτους και σημείωσε την απαρχή ενός μεγάλου διανοητικού απελευθερωτικού κινήματος.
[3] Ο συγγραφέας λέει «εργάτες της διανόησης» ή «εργάτες της λογοτεχνίας» κι όχι «διανοούμενοι».
[4] Εννοεί τις περιοχές που κατείχε ο λαϊκός στρατός σε αντίθεση με την υπόλοιπη Κίνα που κατείχε ο Τσαγκ Κάϊ-Σεκ ή οι Γιαπωνέζοι.
[5] Ο μεγαλύτερος συγγραφέας της περιόδου που αρχίζει με το κίνημα του 1919 και τελειώνει με το θάνατο του στα 1936, στάθηκε ο πρωτοπόρος Κινέζος στοχαστής που σήμερα ακόμα εξασκεί επίδραση κυρίαρχη πάνω στις νεώτερες γενιές του τόπου.
[6] Τοστική αστυνομία του Κουομιντάγκ.
[7] Το κείμενο γράφεται το 1942, τον καιρό ενός αγώνα που αγκάλιαζε πλατιά στρώματα και κάτω από συνθήκες ιδιότυπες της κινεζικής κατάστασης.
[8] Το Γιενάν, από την εγκαθίδρυση του καθεστώτος του Τσαγκ Κάϊ-Σεκ, ήταν η βάση των λαϊκών δυνάμεων και η πρωτεύουσά τους.
[9] Αναφέρεται σε κοινωνική ιδιομορφία που χαρακτηρίζεται από το συμβιβασμό της αστικής τάξης με τα παλιά φεουδαρχικά στοιχεία.
[10] Αναφέρεται στο περίφημο έργο του Γάλλου φιλόσοφου Ντεκάρτ που έδωσε τους κανόνες της ορθής σκέψης
[11] Κινέζος φιλόσοφος που δίδαξε το μέτρο, την αρμονική ζωή, την αγάπη.
[12] Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας που στάθηκε ο θεωρητικός ενός ουτοπικού «χριστιανικού σοσιαλισμού».
[13] Επαρχίες στη βορειοδυτική Κίνα
[14] Πρόκειται σύμφωνα με το λόγο που έβγαλε ο συγγραφέας το Φλεβάρη της ίδιας χρονιά για τον υποκειμενισμό στην παιδεία, το σεχταρισμό και τη λογο-φορμαλιστική πεζολογία των συγγραφέων.
[15] Γνωστός σοβιετικός μυθιστοριογράφος.

Πηγή: mauroflight

Δεν υπάρχουν σχόλια: