Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Ο ρατσισμός των διανοούμενων

Ένα άρθρο του Αλαίν Μπαντιού με αφορμή τις βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία από την Le monde

 

Το μέγεθος της ψήφου υπέρ της Μαρίν Λε Πεν είναι αναπάντεχο και ανησυχητικό: αναζητούμε εξηγήσεις -η πολιτική τάξη προσφεύγει στην ίδια πάντα «πάσης χρήσεως» κοινωνιολογία: η Γαλλία των χαμηλών στρωμάτων-οι παραπλανημένοι επαρχιώτες, οι εργάτες, οι αμόρφωτοι, φοβισμένοι από την παγκοσμιοποίηση, την υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης, τη διάλυση των [βιομηχανικών] περιοχών τους, τους άγνωστους ξένους που στέκονται στις πόρτες τους -αναδιπλώνεται στον εθνικισμό και στην ξενοφοβία.

Επιπλέον, πρόκειται για τους ίδιους τους «καθυστερημένους» Γάλλους που κατηγορήθηκαν ότι ψήφισαν «Όχι» στο δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα — εκείνους που αντιπαραθέτουν με τις μορφωμένες, αστικές, σύγχρονες μεσαίες τάξεις που είναι το κοινωνικό αλάτι της μετριοπαθούς μας δημοκρατίας.

Ας πούμε ότι αυτή η Γαλλία των από κάτω είναι, εν προκειμένω, ο γάιδαρος του μύθου, ο ψωραλέος και άθλιος «λαϊκιστής» απ’ τον οποίο πηγάζει όλο το κακό της Λε Πεν. Έχοντας πει αυτό, όμως, αυτή η πολιτική-μιντιακή κλαψούρα για τον «λαϊκισμό» είναι παράξενη. Θα μπορούσε η δημοκρατική εξουσία, για την οποία είμαστε τόσο περήφανοι, να είναι αλλεργική προς την ιδέα ότι πρέπει να λάβει υπόψη τι σκέφτεται ο λαός; Αυτή, όπως και να ’χει, είναι η γνώμη του λαού, και μάλιστα όλο και περισσότερο. Όταν ρωτήθηκαν «νοιάζονται οι πολιτικοί για το τι σκέφτονται άνθρωποι σαν εσάς;», η εντελώς αρνητική απάντηση «καθόλου» αυξήθηκε από 15% του συνόλου το 1978 στο 42% το 2010! Όσο για το σύνολο των θετικών απαντήσεων («Πολύ» ή «αρκετά»), αυτό μειώθηκε από 35% σε 17% (για αυτές και άλλες ενδιαφέρουσες στατιστικές ενδείξεις, συμβουλευτείτε το ειδικό τεύχος του La Pensée, (Ο λαός, η κρίση, η πολιτική» των Guy Michelat και Michel Simon). Το ότι η σχέση ανάμεσα στο λαό και στο κράτος δεν είναι σχέση εμπιστοσύνης είναι το ελάχιστο που μπορούμε να πούμε.

Δεν θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι το Κράτος μας δεν έχει τον λαό που του αξίζει, και ότι η σκοτεινή ψήφος υπέρ της Λε Πεν επιβεβαιώνει αυτή την ανεπάρκεια; Η ισχυροποίηση της δημοκρατίας θα απαιτούσε η κυβέρνηση να εκλέξει έναν άλλο λαό, όπως πρότεινε ειρωνικά ο Μπρεχτ…

Η θέση μου είναι ότι θα πρέπει να επικεντρωθούμε σε δύο άλλους ενόχους: στους διαδοχικούς ηγέτες της κρατικής εξουσίας, τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς, και σ’ ένα σημαντικό τμήμα διανοουμένων.

Σε τελική ανάλυση, δεν είναι οι φτωχοί της επαρχίας που αποφάσισαν να περιορίσουν όσο γίνεται το βασικό δικαίωμα των εργατών σ’ αυτή τη χώρα, όποια κι αν είναι η προέλευσή τους, να ζουν εδώ με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Σοσιαλίστρια υπουργός το έκανε, και μετά όλοι αυτοί της δεξιάς που άρπαξαν την ευκαιρία. Δεν είναι ο αμόρφωτος επαρχιώτης που δήλωσε το 1983 πως οι απεργοί της Ρενώ – στην πλειοψηφία τους Αλγερινοί και Μαροκινοί– ήταν «μετανάστες (…) υποκινούμενοι από θρησκευτικές ή πολιτικές ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται σε συνάρτηση με κριτήρια ασύμβατα με τις γαλλικές κοινωνικές πραγματικότητες.»

´Ήταν ένας σοσιαλιστής πρωθυπουργός, φυσικά προς τέρψιν των «εχθρών» του εκ δεξιών. Ποιος από μας είχε την φαεινή ιδέα να πει ότι ο Λε Πεν μιλά για πραγματικά προβλήματα; Μήπως ήταν ένας αλσατός αγωνιστής του Εθνικού Μετώπου; Όχι, ένας πρωθυπουργός τού Φρανσουά Μιτεράν. Δεν είναι ο καθυστερημένος πληθυσμός της επαρχιακής ενδοχώρας που δημιούργησε τα «κέντρα φιλοξενίας» που φυλακίζουν, πέραν κάθε έννοιας δικαίου, όλους όσους επιπλέον στερούνται της δυνατότητας να αποκτήσουν νόμιμα χαρτιά βάσει μόνο του γεγονότος ότι βρίσκονται εδώ.

Δεν είναι οι αγανακτισμένοι κάτοικοι των προαστίων των πόλεών μας που έβγαλαν γενικό φιρμάνι να εκδίδονται γαλλικές βίζες με το σταγονόμετρο, ενώ την ίδια στιγμή καθόριζαν ακόμα και τις ποσοστώσεις των απελάσεων που πρέπει πάση θυσία να γίνονται απ’ την αστυνομία. Η διαδοχή περιοριστικών νόμων που επιτίθενται στην ελευθερία και την ισότητα εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν και εργάζονται εδώ κάτω απ’ το πρόσχημα της αλλοδαπότητας δεν είναι έργο αποχαλινωμένων «λαϊκιστών».

Στο χειρισμό αυτών των νομίμων εγκλημάτων, βρίσκουμε απλούστατα το κράτος — όλες τις διαδοχικές κυβερνήσεις, αρχής γενομένης από τον Φρανσουά Μιτεράν και συμπεριλαμβανομένων όλων ανεξαιρέτως των διαδοχικών κυβερνήσεων μετά από αυτόν. Σε αυτό το θέμα, και αυτά είναι απλώς δύο παραδείγματα, ο σοσιαλιστής Λιονέλ Ζοσπέν γνωστοποίησε τη στιγμή που ήρθε στην εξουσία πως δεν ετίθετο ζήτημα ακύρωσης των ξενοφοβικών νόμων του Σαρλ Πασκά· και ο σοσιαλιστής Φρανσουά Ολλάντ έκανε γνωστό ότι όσον αφορά την πολιτική νομιμοποίησης των χωρίς χαρτιά μεταναστών δεν θα υπάρξει καμία διαφοροποίηση σε σχέση με όσα ίσχυαν κατά την προεδρία του Νικολά Σαρκοζί. Η συνέχεια κατεύθυνσης είναι ξεκάθαρη. Είναι αυτή η πεισματική ενθάρρυνση της ιταμότητας από την πλευρά του κράτους που διαμορφώνει την αντιδραστική και ρατσιστική γνώμη, και όχι το αντίθετο.

Δεν νομίζω, επίσης, πως είναι άγνωστο το γεγονός πως ο Νικολά Σαρκοζί και η συμμορία του βρισκόταν διαρκώς στο μέτωπο του πολιτισμικού ρατσισμού, υψώνοντας ψηλά το λάβαρο της «ανωτερότητας» του αγαπημένου μας δυτικού πολιτισμού και καταθέτοντας προς ψήφιση μια ατέλειωτη σειρά νομοθετικών διακρίσεων που η μοχθηρία τους μας ανατριχιάζει.

Αλλά, στο κάτω-κάτω, δεν βλέπουμε και την αριστερά να ξεσηκώνεται προκειμένου να αντισταθεί με το αναγκαίο σθένος για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας αντιδραστικής μανίας. Η αριστερά έφτασε στο σημείο συχνά να δηλώνει ότι «κατανοεί» αυτή την απαίτηση για «ασφάλεια», και υπερψήφισε ψυχρά τέτοιες ανοιχτά παρανοϊκές αποφάσεις όπως αυτές που είχαν ως στόχο την αποβολή από τον δημόσιο χώρο οποιασδήποτε γυναίκας καλύπτει τα μαλλιά ή το σώμα της.

Οι υποψήφιοι της αριστεράς δηλώνουν σε κάθε ευκαιρία ότι θα ξεκινήσουν έναν αδυσώπητο πόλεμο, όχι τόσο ενάντια στη διαφθορά των καπιταλιστών και στη δικτατορία των προϋπολογισμών λιτότητας, αλλά ενάντια στους χωρίς χαρτιά εργάτες και τους ποινικά υπότροπους νεαρούς, ιδίως αν είναι μαύροι ή Άραβες. Στο πεδίο αυτό, η δεξιά και η αριστερά συγκερασμένες έχουν καταπατήσει κάθε αρχή. Πρόκειται πλέον, για όσους στερούνται χαρτιών, όχι για κράτος δικαίου, αλλά για κράτος εξαίρεσης, για κράτους του μη δικαίου. Αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση ανασφάλειας και όχι οι εύποροι ντόπιοι. Αν αναγκαζόμασταν, ο Θεός να μας φυλάει, να απελάσουμε κόσμο, θα ήταν καλύτερα να απελάσουμε τους ηγέτες μας και όχι τους πολύ αξιοπρεπείς εργάτες απ’ το Μαρόκο ή το Μαλί.

Και πίσω απ’ όλα αυτά, για πολύ καιρό τώρα, για πάνω από είκοσι χρόνια, ποιον βρίσκουμε; Ποιοι είναι οι ένδοξοι επινοητές του «ισλαμικού κινδύνου», που, σύμφωνα με τους ίδιους, απειλεί να αποσυνθέσει την δυτική κοινωνία και την όμορφή μας Γαλλία; Ποιοι άλλοι από τους διανοούμενους που αφιερώνουν στο αποτρόπαιο αυτό έργο φλογερές επιφυλλίδες, διεστραμμένα βιβλία και κατά παραγγελία «κοινωνιολογικές έρευνες»; Είναι μήπως μια ομάδα από συνταξιούχους επαρχιώτες και εργάτες μικρών αποβιομηχανοποιημένων πόλεων που έχτισαν υπομονετικά όλη αυτή την υπόθεση της «σύγκρουσης πολιτισμών», της υπεράσπισης του «δημοκρατικού συμβολαίου», των απειλών κατά τής υπέροχης «κοσμικότητάς» μας, του «φεμινισμού» που προσβάλλεται από την καθημερινή ζωή των αράβων γυναικών;

Δεν είναι ατυχές ότι τα βέλη στρέφονται αποκλειστικά κατά των ηγετών της άκρας δεξιάς (οι οποίοι απλώς βγάζουν τα κάστανα απ’ τη φωτιά), χωρίς να αποκαλυφθεί ποτέ η τεράστια ευθύνη όσων, στην υποτιθέμενη «αριστερά» - και ας σημειωθεί εδώ ότι πρόκειται τις περισσότερες φορές για καθηγητές φιλοσοφίας και όχι βεβαίως για ταμίες σουπερμάρκετ -επιχειρηματολογούσαν παθιασμένα πως οι Άραβες και οι μαύροι, και ιδιαίτερα οι νέοι, θα διέφθειραν το εκπαιδευτικό μας σύστημα, θα διέβρωναν τον χαρακτήρα των προαστίων μας, θα επιτίθεντο στις ελευθερίες μας και θα προσέβαλαν τις γυναίκες μας; Ή ότι «παραείχαμε πολλούς» στις ποδοσφαιρικές μας ομάδες; Ακριβώς όπως κάποτε μίλαγε κάποιος για Εβραίους και «μέτοικους», από τους οποίους η αιώνια Γαλλία απειλούνταν θανάσιμα.

Δεν αμφιβάλλω ότι εμφανίστηκαν κάποια φασιστικά γκρουπούσκουλα που δρούσαν στο όνομα του Ισλάμ. Αλλά υπάρχουν επίσης φασιστικά κινήματα που ταυτοποιούνται ως υπερασπιστές της Δύσης ή του Χριστού του Βασιλέως. Αυτό το γεγονός δεν εμποδίζει κανέναν ισλαμοφοβικό διανοούμενο απ’ το να επαινεί ατελείωτα την ανώτερή μας «δυτική» ταυτότητα και να καταλήγει στο να εντοπίζει τις αξιοθαύμαστές μας «χριστιανικές ρίζες» στην λατρεία μιας κοσμικότητας, για την οποία η Μαρίν Λε Πεν (που ανήκει πλέον στους φανατικότερους οπαδούς του εν λόγω δόγματος) αποκάλυψε επιτέλους το είδος της πολιτικής που την εκκολάπτει.

Στην πραγματικότητα, οι διανοούμενοι είναι που επινόησαν την αντιλαϊκή βία, που έχει κύριο στόχο τη νεολαία των γκέτο, και που είναι το πραγματικό μυστικό της Ισλαμοφοβίας. Και είναι οι κυβερνήσεις, ανίκανες να χτίσουν μια πολιτική κοινωνία ειρήνης και δικαιοσύνης, που παρέδωσαν ως εξιλαστήρια θύματα στις συγχυσμένες και τρομαγμένες εκλογικές τους πελατείες τους ξένους, και κυρίως τους Άραβες εργάτες και τις οικογένειές τους. Όπως πάντα, η ιδέα-έστω και εγκληματική -έρχεται πριν απ’ την εξουσία, η οποία με τη σειρά της διαμορφώνει τη γνώμη που χρειάζεται. Ο διανοούμενος -τι κι αν είναι αξιοθρήνητος -έρχεται πριν από τον υπουργό, που κατασκευάζει τους οπαδούς του.

Το βιβλίο — ακόμα και όταν είναι για πέταμα — προηγείται της προπαγανδιστικής εικόνας, που αντί να διδάσκει, παραπλανεί. Και ως αποτέλεσμα τριάντα χρόνων υπομονετικών συγγραφικών προσπαθειών, η πολεμική και η «ανίδεη» εκλογική αναμέτρηση βρίσκουν την φρικτή ανταμοιβή τους στις βαριεστημένες συνειδήσεις και στην αγελαία ψήφο.

Ντροπή σ’ αυτές τις διαδοχικές κυβερνήσεις, που έχουν όλες τους διαγκωνισθεί γύρω από τα αλληλένδετα ζητήματα της «ασφάλειας» και του «μεταναστευτικού», ώστε να αποκρύψουν ότι εξυπηρετούσαν κυρίως τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας! Ντροπή στους νεορατσιστές και αδιόρθωτα εθνικιστές διανοούμενους, που επίμονα και συστηματικά συγκάλυπταν το κενό που άφησε στα λαϊκά στρώματα η παροδική έκλειψη της κομμουνιστικής υπόθεσης με ένα σωρό ανοησίες για τον ισλαμικό κίνδυνο και την καταστροφή των «αξιών» μας!

Αυτοί πρέπει τώρα να απολογηθούν για την απειλή του καλπάζοντος φασισμού, του οποίου την ιδεολογική ανάπτυξη προώθησαν χωρίς σταματημό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: