Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Για τους Ακροναυπλιώτες αγωνιστές

Η Ακροναυπλία (τουρκ. Ιτς-Καλέ) είναι βραχώδης χερσονησίδα που αποτελούσε στην αρχαιότητα την ακρόπολη του Ναυπλίου. Βρίσκεται απέναντι από το Μπούρτζι  και δεξιά του Ναυπλίου . Στην Περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά οι φυλακές της Ακροναυπλίας αποτέλεσαν  χώρο φρικτών βασανιστηρίων και εκτελέσεων από  το καθεστώς. Σκοπός της Μεταξικής δικτατορίας ήταν να συγκεντρώσει εκεί τους πιο επικίνδυνους κομμουνιστές κι ορισμένους ασυμβίβαστους αριστερούς, με κύριο στόχο να λυγίσει κι εντέλει να τσακίσει το ηθικό τους. Η Ακροναυπλία μετατράπηκε σε πραγματικό  πανεπιστήμιο της Αντίστασης και του Αγώνα από τους φυλακισμένους Κομμουνιστές και αγωνιστές με εξέχοντα απο αυτούς τον Δ. Γληνό.
Μετά την εισβολή  των Γερμανών στην Ελλάδα και την επιβολή της κατοχής η δικτατορία παραδίδει τους φυλακισμένους στους Γερμανούς κατακτητές.
Αντιγράφουμε από τον Δήμο Χαϊδαρίου.



Η εκτέλεση των διακοσίων - Πρωτομαγιά του 1944

Στις 30 Απριλίου 1944 κυκλοφόρησε στο Χαϊδάρι η φήμη ότι οι S.S. σκόπευαν να εκτελέσουν διακόσιους κρατουμένους ως αντίποινα για τη δολοφονία Γερμανού στρατηγού και τριών αξιωματικών του κοντά στη Σπάρτη από «κομμουνιστικάς συμμορίας». Ο διοικητής κάλεσε κάποιους από τους προϊσταμένους στα συνεργεία, όλους Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές. Ο Fischer τούς ζήτησε να υποδείξουν ποιοι μη Μεταξοκρατούμενοι κρατούμενοι θα μπορούσαν να τους αντικαταστήσουν, καθώς οι ίδιοι θα μεταφέρονταν την επομένη σε άλλο στρατόπεδο. Επίσης, διέταξε τους Χαλκιδέους να πάρουν πίσω τα προσωπικά τους είδη και να βρίσκονται μπροστά στα μαγειρεία την επομένη το πρωί, προκειμένου να μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο. Με δεδομένη τη φήμη για μαζική εκτέλεση, που αναφέραμε παραπάνω, όλοι όσοι μίλησαν με τον Fischer πίστεψαν ότι επρόκειτο να εκτελεστούν. Έτσι, οι Ακροναυπλιώτες προσπάθησαν να αποχαιρετήσουν όσους περισσότερους από τους φίλους τους ήταν δυνατόν. Ακολούθως μαζεύτηκαν στον θάλαμο 1 του Μπλοκ 3, όπου με μουσική από δύο κιθάρες κι ένα βιολί έγινε αποχαιρετιστήριο γλέντι. To επόμενο πρωί, πριν από το προσκλητήριο, συγκέντρωσαν τους Χαλκιδαίους και τους επιβίβασαν σε φορτηγά που τους απομάκρυναν από το στρατόπεδο. Μετά το πρωινό συσσίτιο, ο Fischer κάλεσε γενικό προσκλητήριο, στο οποίο διάβασε μια λίστα διακοσίων ονομάτων. Αυτοί ήταν οι διακόσιοι που θα εκτελούνταν, ως αντίποινα για τη δολοφονία του Γερμανού στρατηγού. Η ομάδα των μελλοθανάτων περιλάμβανε όλους τους Ακροναυπλιώτες, πλην δεκαέξι ατόμων, τους Αναφιώτες και μερικούς γερμανοκρατούμενους.

 O αγωνιστής Ν. Μαριακάκης, γεωπόνος από τα Χανιά της Κρήτης, και το ιδιόχειρο σημείωμα που άφησε λίγο πριν από την εκτέλεσή του την Πρωτομαγιά του 1944.


O αγωνιστής Ν. Μαριακάκης, γεωπόνος από τα Χανιά της Κρήτης, και το ιδιόχειρο σημείωμα που άφησε λίγο πριν από την εκτέλεσή του την Πρωτομαγιά του 1944.
Συγκεντρώθηκαν μπροστά 
στα μαγειρεία, όπου πριν επιβιβαστούν στα αυτοκίνητα, άρχισαν να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο, το τραγούδι της Ακροναυπλίας και τον Ζάλογγο μπροστά στα μάτια των έκπληκτων Ναζί που δεν τολμούσαν να αντιδράσουν. Ο Ζήσης Ζωγράφος υπήρξε μάρτυρας αυτής της συγκλονιστικής σκηνής:
«Τώρα τους παρακολουθούμε από μακριά Γελούν και τραγουδούν. Έχουν στήσει εδώ στη μέση του στρατόπεδου των Ες-Ες χορό. Χωριστά οι γέροι. Μπροστά ο Μακέδος, τιμημένος καπνεργάτης της Καβάλας. Χωριστά οι νέοι. Μπροστά ο Μανασής (Παπαδόπουλος). Κι έπειτα ενώνονται πάλι όλοι μαζίγια να βγει απ' τ' αντριωμένα τους στήθια μ' όλη τους τη δύναμη το αθάνατο τραγούδΐ: Ακροναυπλία, Ακροναυπλία, Πίστη, Ελπίδα, Πειθαρχία [...] »Δενμπορούμε να τους αντικρύσουμε. Η καρδιά μας ματώνει. Τα μάτια βουρκώνουν. Οι λυγμοί πάνε να πνίξουν τη φωνή όλων εμάς που μείναμε. Μα όχι. Κάνουμε ύστατη προσπάθεια. Ούτε ένα δάκρυ να μην αφήσουμε να κυλήσει. Ξεθυμαίνει έτσι το μίσος και η δίψα για εκδίκηση σβήνει. Ας στεγνώσουν στα μάτια τα δάκρυα. Ας γίνουν φλόγα που μας καίει τα σωθικά και μέρα και νύχτα. Να μην ξεχάσουμε ποτέ την ώρα τούτη, ποτέ όσο ζούμε.
«Τα αυτοκίνητα που θα τους πάρουν φάνηκαν στη στροφή του δρόμου. Βαριά οπλισμένοι στρατιώτες παρατάχθηκαν στην πόρτα. Άρχισαν να μπαίνουν μέσα.
Ύστατη στιγμή! Ο Ανέστης (Λαζαρίδης) ανεβαίνει σ' ένα πεζούλι. Με τη δυνατή φωνή του δίνει το παράγγελμα Προσοχή! Οι Γερμανοί δεν τολμούν να εμποδίσουν. Βγάζουν όλοι τα καπέλα τους. Σιγή νεκροταφείου. Καμιά ιεροτελεστία δεν έγινε με τόση κατάνυξη. Τραγουδούν-. Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή... »Ποτέ ο χαιρετισμός της Λευτεριάς δεν αντιλάλησε στις πολιτείες και τα χωριά, τα βουνά και τα φαράγγια της Ελλάδας πιο συγκινητικά, πιο ειλικρινά, πιο αντρειωμένα... »Τώρα είναι έτοιμοι. Είκοσι-είκοσι προχωρούν. [...]
Πετάν τα καπέλα τους στον αέρα. Βαδίζουνε με σταθερό βήμα. Φωνάζουν "Ζήτω η Λευτεριά" και χάνονται μεσ' το κλειστό αυτοκίνητο. Έφυγαν!».
Οι διακόσιοι του Χαϊδαρίου μεταφέρθηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, όπου τους εκτέλεσαν με οπλοπολυβόλα. Οι σοροί μεταφέρθηκαν στο Γ Νεκροταφείο, όπου τάφηκαν σε ατομικούς τάφους.

Ο Δημήτρης Ψαθάς θα γράψει αργότερα αναφορικά με το γεγονός και την εξέχουσα μορφή του Ναπολέων Σουκατζίδηπου ήταν κρατούμενος – διερμηνέας στις φυλακές Χαϊδαρίου κατά τη διάρκεια της Κατοχής:
“Ο Ναπολέων Σουκατζίδης και οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς”
Κι εκεί στο Χαϊδάρι… Διακόσια ονόματα φωνάζει ο στρατοπεδάρχης. Οι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό.
-Ναπολέων Τσουκατζίδης¹!
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.
-Όχι εσύ, Ναπολέων!
-Γιατί όχι εγώ;
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;
-Διακόσιους.
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!
Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει. Τι είναι τούτο δω; Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:
-Έχετε γεια, παιδιά.
-Ζήτω η Ελλάδα!
-Σαν άντρες θα πάμε!
Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό. Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα “ναι” να ‘λεγε του Γερμανού είχε γλυτώσει.
(…)
-Ποιοι ήσαν; Ποτέ δεν έδωσαν κατάλογο των ονομάτων τους οι Γερμανοί. Μαθαίνουμε μερικούς. Ωστόσο στη ματωμένη ιστορία της Αντίστασης του Έθνους πέρασαν όλοι μ’ ένα όνομα μέσα στη μνήμη και την καρδιά του πονεμένου αυτού λαού. Οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς. Βουβή και πικραμένη τους κλαίει η αγωνιζόμενη Αθήνα. Οι Διακόσιοι Άγιοι που μαρτύρησαν μαζί -κοντά σ’ άλλους χιλιάδες- σε τούτο τον υπέρτατο αγώνα για την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
¹στο βιβλίο του Δ. Ψαθά ο ήρωας Σουκατζίδης αναφέρεται ως Τσουκατζίδης.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ”

Δεν υπάρχουν σχόλια: