Γράφτηκε τον Μάρτη του 1884 απο τον Φ. Ένγκελς και
δημοσιεύτηκε στον «Σοσιαλδημοκράτη» στις 13 του Μάρτη
Όταν ξέσπασε η επανάσταση του Φλεβάρη, το Γερμανικό «Κομμουνιστικό Κόμμα», όπως το ονομάζαμε, αποτελούνταν από ένα μικρό πυρήνα, από την «Ένωση των Κομμουνιστών», οργανωμένη σαν μυστική εταιρία προπαγάνδας.
Μυστική ήταν η Ένωση μόνον επειδή τότε στη Γερμανία δεν υπήρχε ελευθερία οργάνωσης και συγκέντρωσης. Εκτός από τους εργατικούς συλλόγους στο εξωτερικό, απ’ όπου στρατολογούσε τα μέλη της, είχε τριάντα περίπου κοινότητες ή τμήματα στο εσωτερικό και χώρια απ’ αυτά είχε μεμονωμένα μέλη σε πολλά μέρη. Αυτή όμως η ασήμαντη μαχητική δύναμη είχε έναν αρχηγό, στον οποίο υποτάσσονταν όλοι πρόθυμα, έναν αρχηγό πρώτης γραμμής, τον Μάρξ, και χάρη σ’ αυτόν, ένα πρόγραμμα αρχών και τακτικής, που και σήμερα ακόμα διατηρεί όλη του την αξία: Το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο».
Εδώ μας ενδιαφέρει πριν απ’ όλα το μέρος του προγράμματος που αφορά την τακτική. Οι γενικές του θέσεις ήταν τούτες: «Οι κομμουνιστές δεν αποτελούν ένα ξεχωριστό κόμμα που αντιτίθεται στα άλλα εργατικά κόμματα. Δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολό του. Δεν διατυπώνουν ξεχωριστές αρχές, που σύμφωνα μ’ αυτές θα θέλανε να πλάσουν το προλεταριακό κίνημα. Οι κομμουνιστές διαφέρουν από τα άλλα προλεταριακά κόμματα μονάχα κατά τούτο: ότι από τη μια μεριά, στους αγώνες των προλετάριων των διαφόρων εθνών τονίζουν και επιβάλλουν τα συμφέροντα που είναι κοινά σ’ όλο το προλεταριάτο και ανεξάρτητα από την εθνότητα. Και από την άλλη, στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη, εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολό του. Στην πράξη λοιπόν οι κομμουνιστές είναι το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα εμπρός. Θεωρητικά, πλεονεκτούν από την υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου, στην κατανόηση των όρων, της πορείας και των γενικών αποτελεσμάτων του προλεταριακού κινήματος». Και ειδικότερα για το Γερμανικό Κόμμα: «Στη Γερμανία κάθε φορά που η αστική τάξη εκδηλώνεται επαναστατικά, το κομμουνιστικό κόμμα παλεύει μαζί με την αστική τάξη ενάντια στην απόλυτη μοναρχία, ενάντια στη φεουδαρχική γαιοκτησία και στο μικροαστισμό. Μα ούτε στιγμή δεν παραμελεί το κομμουνιστικό κόμμα να καλλιεργεί στους εργάτες μια όσο μπορεί πιο καθαρή συνείδηση σχετικά με την εχθρική αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στην αστική τάξη και στο προλεταριάτο, για να μπορέσουν οι γερμανοί εργάτες να στρέψουν αμέσως ενάντια στην αστική τάξη, σαν ισάριθμα όπλα, τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που η αστική τάξη είναι υποχρεωμένη να δημιουργήσει με την κυριαρχία της, έτσι που, αμέσως ύστερα από την ανατροπή των αντιδραστικών τάξεων, ν’ αρχίσει ο αγώνας ενάντια στην ίδια την αστική τάξη. Οι κομμουνιστές στρέφουν την κύρια προσοχή τους στη Γερμανία, γιατί η Γερμανία βρίσκεται στις παραμονές μιας αστικής επανάστασης», κλπ.(«Μανιφέστο», κεφ. IV) (σ.σ. Βλ. τόμος Ι, της ελληνικής έκδοσης, σελ. 57).
Ποτέ άλλοτε ένα πρόγραμμα τακτικής δεν ανταποκρίθηκε τόσο καλά στον προορισμό του όσο αυτό. Διατυπωμένο την παραμονή μιας επανάστασης άντεξε στη δοκιμασία αυτής της επανάστασης. Και από τότε κάθε φορά που ένα οποιοδήποτε εργατικό κόμμα παρέκκλινε απ’ αυτό το πρόγραμμα τιμωρούνταν για κάθε παρέκκλιση, και σήμερα, σχεδόν ύστερα από σαράντα χρόνια, είναι ο οδηγός όλων των αποφασιστικών και συνειδητών εργατικών κομμάτων της Ευρώπης, από τη Μαδρίτη ίσαμε την Πετρούπολη. Τα γεγονότα του Φλεβάρη στο Παρίσι επιτάχυναν την επικείμενη γερμανική επανάσταση και της άλλαξαν έτσι το χαρακτήρα. Η γερμανική αστική τάξη αντί να νικήσει με τις δικές της δυνάμεις νίκησε ρυμουλκούμενη από μια γαλλική εργατική επανάσταση. Προτού προλάβει να καταβάλει οριστικά τους παλιούς της αντίπαλους, την απόλυτη μοναρχία, τη φεουδαρχική γαιοκτησία, τη γραφειοκρατία και το δειλό μικροαστισμό, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει έναν καινούργιο εχθρό, το προλεταριάτο. Εδώ όμως φάνηκαν αμέσως οι επιδράσεις των πολύ καθυστερημένων, σε σύγκριση με τη Γαλλία και την Αγγλία, οικονομικών συνθηκών, επομένως και του καθυστερημένου επίσης συσχετισμού των τάξεων στη Γερμανία.
Η γερμανική αστική τάξη, που μόλις άρχιζε να δημιουργεί τη μεγάλη της βιομηχανία, δεν είχε ούτε τη δύναμη, ούτε το θάρρος, ούτε και την επιτακτική ανάγκη να κατακτήσει την απεριόριστη κρατική κυριαρχία. Το προλεταριάτο που ήταν στην ίδια αναλογία ανεξέλικτο, που μεγάλωσε μέσα σε συνθήκες ολοκληρωτικές πνευματικής υποδούλωσης, ανοργάνωτο και ακόμα ανίκανο για αυτοτελή οργάνωση, είχε μονάχα το θολό αίσθημα της βαθιάς αντίθεσης των συμφερόντων του με τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Έτσι, αν και ήταν στην ουσία ο απειλητικός αντίπαλος της αστικής τάξης, έμενε ωστόσο το πολιτικό της εξάρτημα. Τρομαγμένη όχι απ’ αυτό που ήταν το γερμανικό προλεταριάτο, αλλά απ’ αυτό που απειλούσε να γίνει και που ήταν κιόλας το γαλλικό προλεταριάτο, έβλεπε η αστική τάξη τη σωτηρία της μόνο σε οποιονδήποτε, ακόμα και στον πιο άνανδρο, συμβιβασμό με τη μοναρχία και τους ευγενείς. Το προλεταριάτο, μη έχοντας ακόμα συνείδηση του δικού του ιστορικού ρόλου, ήταν υποχρεωμένο στη μεγάλη του μάζα να αναλάβει πρώτα το ρόλο της πρωτοποριακής άκρας αριστερής πτέρυγας της αστικής τάξης. Οι γερμανοί εργάτες έπρεπε πριν απ’ όλα να κατακτήσουν τα δικαιώματα που τους ήταν απαραίτητα για την αυτοτελή οργάνωσή τους σε ταξικό κόμμα: την ελευθερία του τύπου, της οργάνωσης και της συγκέντρωσης – δικαιώματα που έπρεπε να τα είχε κατακτήσει η αστική τάξη για το συμφέρον της δικής της κυριαρχίας, και που απ’ το φόβο της τα διαμφισβητούσε τώρα στους εργάτες. Τα σκορπισμένα μέλη της Ένωσης, που ήταν μερικές εκατοντάδες, χάθηκαν μέσα στην τεράστια μάζα που εκσφενδονίστηκε απότομα μέσα στο κίνημα. Το γερμανικό προλεταριάτο παρουσιάστηκε έτσι για πρώτη φορά στην πολιτική σκηνή σαν άκρο δημοκρατικό κόμμα.
Έτσι, όταν ιδρύσαμε μια μεγάλη εφημερίδα στη Γερμανία, μας είχε καθοριστεί από μόνη της η σημαία. Και η σημαία αυτή μπορούσε να είναι μονάχα η σημαία της δημοκρατίας, όμως μιας δημοκρατίας που πάντα και σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση πρόβαλε τον ειδικό προλεταριακό της χαρακτήρα, που ωστόσο δε μπορούσε ακόμα να τον γράψει μια για πάντα στο λάβαρό της. Αν δεν ενεργούσαμε έτσι, αν δεν πιάναμε το κίνημα από το πιο προχωρημένο πραγματικά προλεταριακό άκρο του που υπήρχε τότε και δεν το προωθούσαμε παραπέρα δε θα μας έμενε τίποτε άλλο παρά να κηρύσσουμε τον κομμουνισμό από καμιά μικρή επαρχιακή εφημεριδούλα και αντί να ιδρύσουμε ένα μεγάλο κόμμα δράσης, να φτιάξουμε μια μικρή αίρεση. Για κήρυκες όμως στην έρημο είμαστε ακατάλληλοι, κι αυτό γιατί είχαμε μελετήσει πολύ καλά τους ουτοπικούς. Δεν είχαμε φτιάξει το πρόγραμμά μας για τέτοιο σκοπό.
Όταν ήρθαμε στην Κολωνία, είχαν γίνει από δημοκρατική και εν μέρει από κομμουνιστική πλευρά προετοιμασίες για την έκδοση μιας μεγάλης εφημερίδας. Ήθελαν να την κάνουν καθαρά τοπική εφημερίδα της Κολωνίας, και εμάς να μας ξαποστείλουν στο Βερολίνο. Αλλά μέσα σε 24 ώρες, κυρίως χάρη στον Μάρξ, κατακτήσαμε το έδαφος, η εφημερίδα έγινε δική μας με την υποχώρηση να πάρουμε στη σύνταξη τον Χάινριχ Μπύργκερς. Ο Μπύργκερς έγραψε ένα άρθρο (στο 2ο Φύλλο) και δεν ξανάγραψε δεύτερο.
Έπρεπε να πάμε ακριβώς στην Κολωνία και όχι στο Βερολίνο. Πρώτα η Κολωνία ήταν το κέντρο της επαρχίας του Ρήνου, που είχε ζήσει τη Γαλλική Επανάσταση, είχε διατηρήσει με το ναπολεόντειο κώδικα σύγχρονες αντιλήψεις δικαίου, είχε αναπτύξει την πιο σημαντική μεγάλη βιομηχανία και ήταν τότε από κάθε άποψη το πιο προοδευτικό τμήμα της Γερμανίας. Το Βερολίνο εκείνης της εποχής το γνωρίζαμε πολύ καλά από προσωπική αντίληψη, με την αστική τάξη που μόλις τότε γεννιόταν, με τους θρασείς στα λόγια, αλλά δειλούς στα έργα και δουλοπρεπείς μικροαστούς του, με τους εντελώς ανεξέλικτους εργάτες του, με τις μάζες των γραφειοκρατών του, με το συρφετό των ευγενών και της αυλής, με όλο του το χαρακτήρα μιας πόλης – «Residenz» (σ.σ. πόλη ή τόπος όπου έχει την έδρα του ένας ηγεμόνας). Αποφασιστική σημασία όμως είχαν τα παρακάτω: στο Βερολίνο επικρατούσε το άθλιο πρωσικό δίκαιο και οι πολιτικές δίκες γίνονταν από επαγγελματίες δικαστές. Στο Ρήνο ίσχυε ο ναπολεόντειος κώδικας, που δεν ξέρει αδικήματα τύπου, γιατί προϋποθέτει τη λογοκρισία. Αν λοιπόν ένας άνθρωπος δεν έκανε πολιτικά εγκλήματα, μα μόνο παραπτώματα, δικαζόταν απ’ τα ορκωτά δικαστήρια. Στο Βερολίνο ύστερα από την επανάσταση καταδικάστηκε ο νεαρός Σλέφελ για το τίποτα σε ένα χρόνο φυλακή, στο Ρήνο είχαμε απόλυτη ελευθερία τύπου και την εκμεταλλευτήκαμε ως την τελευταία δυνατότητα.
Έτσι αρχίσαμε την 1η του Ιούνη 1848 με ένα πολύ μικρό μετοχικό κεφάλαιο, από το οποίο μόνο ένα μικρό μέρος είχε κατατεθεί. Κι όσο για τους μετόχους, ήταν πολύ αβέβαιοι άνθρωποι. Αμέσως μετά το πρώτο φύλλο μας εγκατέλειψαν οι μισοί, και στο τέλος του μήνα δεν είχαμε ούτε έναν. Το καθεστώς μέσα στη σύνταξη ήταν απλούστατα η δικτατορία του Μάρξ. Μια μεγάλη καθημερινή εφημερίδα που πρέπει να είναι έτοιμη σε ορισμένη ώρα δε μπορεί με κανένα άλλο καθεστώς να κρατήσει συνεπή γραμμή. Εδώ όμως πρέπει να προστεθεί ότι η δικτατορία του Μάρξ ήταν αυτονόητη, αδιαφιλονίκητη και όλοι την αναγνωρίζαμε πρόθυμα. Το ξεκάθαρο μάτι και η σταθερή στάση του Μάρξ, ήταν πριν απ’ όλα αυτό που έκανε το φύλλο αυτό να γίνει η πιο φημισμένη γερμανική εφημερίδα των χρόνων της επανάστασης.
Το πολιτικό πρόγραμμα της «Νέας εφημερίδας του Ρήνου» αποτελούνταν από δυο κύρια σημεία: Ενιαία, αδιαίρετη γερμανική δημοκρατία και πόλεμος ενάντια στη Ρωσία, που περιλάμβανε σαν όρο την αποκατάσταση της Πολωνίας. Η μικροαστική δημοκρατία χωρίστηκε τότε σε δυό παρατάξεις: τη βορειογερμανική, που επιθυμούσε έναν δημοκρατικό πρώσο Κάιζερ και τη νοτιογερμανική, που ήταν τότε ειδικά σχεδόν ολότελα Βαδική και που ήθελε να μετατρέψει τη Γερμανία σύμφωνα με το ελβετικό πρότυπο σε ομοσπονδιακή δημοκρατία. Εμείς έπρεπε να καταπολεμάμε και τις δύο παρατάξεις. Το συμφέρον του προλεταριάτου απαγόρευε τόσο τον εκπρωσισμό της Γερμανίας όσο και τη διαιώνιση της διαίρεσής της σε κρατίδια. Το συμφέρον του προλεταριάτου απαιτούσε την οριστική ένωση της Γερμανίας σε ένα έθνος, που μόνον αυτό μπορούσε να αποκαταστήσει τον ξεκαθαρισμένο απ’ όλα τα κληρονομημένα μικροπρεπή εμπόδια στίβο, όπου επρόκειτο να αναμετρήσουν τις δυνάμεις τους το προλεταριάτο και η αστική τάξη. Το συμφέρον του προλεταριάτου απαγόρευε επίσης την ένωση με την Πρωσία επικεφαλής. Το πρωσικό κράτος με όλη του τη διάρθρωση, τις παραδόσεις και τη δυναστεία του ήταν ακριβώς ο μοναδικός σοβαρός εσωτερικός αντίπαλος που έπρεπε να καταβάλει η επανάσταση στη Γερμανία. Χώρια απ’ αυτά, η Πρωσία δε μπορούσε να ενώσει τη Γερμανία παρά μόνο διαμελίζοντάς την, αποκλείοντας τη γερμανική Αυστρία. Δε μπορούσαμε επομένως να έχουμε άλλο επαναστατικό, άμεσο πρόγραμμα από τη διάλυση του πρωσικού κράτους, την κατάρρευση του αυστριακού κράτους και την πραγματική ένωση της Γερμανίας σε μια δημοκρατία. Κι αυτό μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο με έναν πόλεμο ενάντια στη Ρωσία και με τίποτα άλλο. Στο σημείο αυτό θα επανέλθω.
Κατά τα άλλα ο τόνος της εφημερίδας δεν ήταν καθόλου πανηγυρικός, σοβαρός ή ενθουσιώδικος. Είχαμε να κάνουμε μόνο με περιφρονητέους αντιπάλους και τους μεταχειριζόμαστε χωρίς εξαίρεση με την πιο μεγάλη περιφρόνηση. Τη μοναρχία που συνωμοτούσε, την αυλική κλίκα, τους ευγενείς, την «Κρόϋτς-Τσάϊτουγκ», όλη την «αντίδραση», που προκαλούσε τόσο την ηθική αγανάκτηση των φιλισταίων – τους μεταχειριζόμαστε όλους με ειρωνεία και χλευασμό. Το ίδιο κάναμε και για τα καινούργια είδωλα που βγήκαν στη μέση με την επανάσταση: για τους υπουργούς του Μάρτη, τις Συνελεύσεις της Φρανκφούρτης και του Βερολίνου, για όλους μαζί τους δεξιούς και τους αριστερούς της. Το πρώτο φύλλο κιόλας άρχισε με ένα άρθρο που ειρωνευόταν τη μηδαμινότητα του κοινοβουλίου της Φρανκφούρτης, τους άσκοπους ατέλειωτους λόγους του και τις περιττές άνανδρες αποφάσεις του. Το άρθρο αυτό μας στοίχισε τους μισούς μετόχους. Το κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης δεν ήταν καν λέσχη συζητήσεων. Σ’ αυτό δε συζητούσαν σχεδόν καθόλου, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις διαβάζονταν έτοιμες ακαδημαϊκές πραγματείες που τις έφερναν μαζί τους και παίρνονταν αποφάσεις, που προορίζονταν να ενθουσιάσουν το γερμανό φιλισταίο, για τις οποίες όμως δε νοιαζόταν κανένας άλλος άνθρωπος.
Η συνέλευση του Βερολίνου είχε κιόλας μεγαλύτερη σημασία. Αντιμετώπιζε μια πραγματική δύναμη, συζητούσε και έπαιρνε αποφάσεις όχι κούφιες, ούτε στα ύψη, πάνω στα σύννεφα της συνέλευσης της Φρανκφούρτης. Γι’ αυτό και καταπιαστήκαμε μ’ αυτήν πιο διεξοδικά. Μα τα είδωλα που είχαν εκεί οι αριστεροί, τον Σούλτσε-Ντέλιτς, τον Μπέρεντς, τον Έλσνερ, τον Στάϊν, κτλ., τους μεταχειριστήκαμε με την ίδια αυστηρότητα όπως τα είδωλα της Φρανκφούρτης. Αποκαλύψαμε χωρίς έλεος την αναποφασιστικότητά τους και τους αποδείχναμε ότι με τους συμβιβασμούς που έκαναν πρόδιδαν βήμα προς βήμα την επανάσταση. Αυτό προκαλούσε φυσικά ανατριχίλα στο δημοκράτη μικροαστό, που μόλις είχε κατασκευάσει αυτά τα είδωλα ακριβώς για δική του χρήση. Όμως αυτή η ανατριχίλα ήταν για μας το σημάδι ότι είχαμε βρει καλά το στόχο.
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίσαμε την πλάνη που τη διέδιδαν με ζήλο οι μικροαστοί, ότι τάχα η επανάσταση είχε ολοκληρωθεί με τα γεγονότα του Μάρτη και ότι τώρα δεν είχαμε παρά να δρέψουμε τους καρπούς. Για μας θα μπορούσαν να έχουν τα γεγονότα του Φλεβάρη και του Μάρτη τότε μόνο την έννοια πραγματικής επανάστασης αν γίνονταν όχι το τέρμα, αλλά αντίθετα η αφετηρία ενός μακρόχρονου επαναστατικού κινήματος, μέσα στο οποίο, όπως στη μεγάλη γαλλική ανατροπή, ο λαός θα αναπτυσσόταν παραπέρα με τους δικούς του αγώνες, τα κόμματα θα ξεχώριζαν όλο και πιο ξεκάθαρα, ώσπου θα συνταυτίζονταν ολότελα με τις μεγάλες τάξεις, με την αστική τάξη, με τη μικροαστική, με το προλεταριάτο – και πού στη διάρκειά του το προλεταριάτο θα κατακτούσε σιγά-σιγά, και ύστερα από μια σειρά μάχες, τη μια θέση ύστερα από την άλλη. Γι’ αυτό και αντιταχθήκαμε παντού στους δημοκράτες μικροαστούς, κάθε φορά που ήθελαν να συγκαλύψουν την ταξική τους αντίθεση με το προλεταριάτο, με την αγαπημένη τους φράση: «Όλοι θέλουμε το ίδιο, όλες οι διαφορές μας οφείλονται σε απλές παρεξηγήσεις». Όσο λιγότερο όμως επιτρέπαμε στους μικροαστούς να παρεξηγούν την προλεταριακή μας δημοκρατία, τόσο πιο ήμεροι και υποχωρητικοί γίνονταν απέναντί μας. Με όσο μεγαλύτερη οξύτητα και αποφασιστικότητα τους αντιμετωπίζουμε, τόσο πιο πρόθυμα σκύβουν, τόσο περισσότερες παραχωρήσεις κάνουν στο εργατικό κόμμα. Αυτό το είδαμε.
Τέλος ξεσκεπάσαμε τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό (όπως έλεγε ο Μάρξ) των διαφόρων εθνικών, όπως τις λέγανε, συνελεύσεων. Αυτοί οι κύριοι είχαν αφήσει να τους ξεφύγουν όλα τα μέσα της εξουσίας και εν μέρει τα είχαν παραχωρήσει πάλι εθελοντικά στις κυβερνήσεις. Δίπλα στις νεοδυναμωμένες αντιδραστικές κυβερνήσεις υπήρχαν στο Βερολίνο και στη Φρανκφούρτη συνελεύσεις χωρίς καμιά δύναμη που παρ’ όλα αυτά φαντάζονταν ότι οι ανήμπορες αποφάσεις τους θα ανέτρεπαν τον κόσμο. Αυτή η ηλίθια αυταπάτη κυριαρχούσε ως την άκρα αριστερά. Εμείς τους φωνάζαμε: η κοινοβουλευτική σας νίκη θα συμπέσει με την πραγματική σας ήττα.
Και πραγματικά έτσι έγινε και στο Βερολίνο και στη Φρανκφούρτη. Όταν η «αριστερά» απόκτησε την πλειοψηφία, η κυβέρνηση διέλυσε όλη τη συνέλευση, και αυτό το κατόρθωσε, γιατί η συνέλευση είχε χάσει την εμπιστοσύνη του λαού. Όταν διάβασα αργότερα το βιβλίο του Μπουζάρ για τον Μαρά, (σ.σ. Πρόκειται για το βιβλίο του A. Bougeart: «Marat, l’ ami du peuple», («Μαρά, ο φίλος του λαού»), Παρίσι, 1865) βρήκα ότι εμείς πολλές φορές χωρίς να το καταλαβαίνουμε είχαμε μιμηθεί το μεγάλο πρότυπο του γνήσιου (όχι του παραποιημένου από τους βασιλόφρονες) «φίλοι του λαού», και ότι όλη η λύσσα και όλη η παραποίηση της ιστορίας που εξαιτίας της έναν ολόκληρο αιώνα σχεδόν είχαμε γνωρίσει έναν εντελώς παραμορφωμένο Μαρά, είχε μόνο τούτη την αιτία: ότι ο Μαρά είχε αφαιρέσει χωρίς οίκτο τον πέπλο που σκέπαζε τα είδωλα της στιγμής, τον Λαφαγιέτ, τον Μπαγύ και άλλους και ακόμα ότι ο Μαρά, όπως και εμείς, δεν παραδεχόταν την επανάσταση σαν τελειωμένη, αλλά ήθελε να την κηρύξει διαρκή.
Διακηρύξαμε ανοιχτά ότι η τάση που εκπροσωπούσαμε τότε μόνο θα μπορούσε ν’ αρχίσει τον αγώνα για να πετύχει τους πραγματικούς κομματικούς σκοπούς μας, όταν θα βρίσκεται στην εξουσία το πιο άκρο από όλα τα υπάρχοντα επίσημα κόμματα στη Γερμανία: τότε απέναντι σ’ αυτό εμείς θα αποτελούσαμε την αντιπολίτευση. Όμως τα γεγονότα φρόντισαν πλάι στην κοροϊδία για τους γερμανούς αντιπάλους μας να πάρει τη θέση του και το φλογερό πάθος. Η εξέγερση των γάλλων εργατών τον Ιούνη του 1848 μας βρήκε στις θέσεις μας. Απ’ τον πρώτο πυροβολισμό κιόλας υποστηρίξαμε ανεπιφύλακτα τους επαναστάτες. Ύστερα από την ήττα τους τίμησε ο Μάρξ τους νικημένους μ’ ένα από τα πιο δυνατά του άρθρα. (σ.σ. Βλέπε Μάρξ-Ένγκελς, Άπαντα, μέρος πρώτο, τομ. 7ος, σελ. 115-118). Τότε μας εγκατέλειψαν και οι υπόλοιποι μέτοχοι. Όμως είχαμε την ικανοποίηση ότι ήμασταν το μόνο φύλλο στη Γερμανία και σχεδόν στην Ευρώπη, που κράτησε ψηλά τη σημαία του ποδοπατημένου προλεταριάτου, τη στιγμή που η αστική τάξη και οι φιλισταίοι όλων των χωρών άδειαζαν πάνω στους νικημένους τον οχετό των συκοφαντιών τους.
Η εξωτερική πολιτική ήταν απλή: υποστήριξη κάθε επαναστατικού λαού, έκκληση για ένα γενικό πόλεμο της επαναστατικής Ευρώπης ενάντια στο μεγάλο στήριγμα της ευρωπαϊκής αντίδρασης, τη Ρωσία. Ύστερα από τις 24 του Φλεβάρη ήταν σε μας φανερό, ότι η επανάσταση είχε μονάχα έναν πραγματικά τρομερό εχθρό, τη Ρωσία, και ότι αυτός ο εχθρός ήταν τόσο πιο αναγκασμένος να μπει στον αγώνα, όσο περισσότερο έπαιρνε το κίνημα ευρωπαϊκές διαστάσεις. Τα γεγονότα της Βιέννης, του Μιλάνου, του Βερολίνου, επιβράδυναν αναγκαστικά τη ρούσικη επίθεση, όμως ήταν τόσο πιο βέβαιο ότι η επίθεση αυτή θα γινόταν τελικά, όσο περισσότερο η επανάσταση πλησίαζε προς τη Ρωσία. Αν κατορθωνόταν όμως να ξεσηκωθεί η Γερμανία σε πόλεμο ενάντια στη Ρωσία, τότε αυτό θα σήμαινε το τέλος των Αψβούργων και των Χοεντσόλερν και η επανάσταση θα νικούσε σ’ όλη τη γραμμή. Αυτή η πολιτική περνούσε σαν κόκκινο νήμα μέσα από κάθε φύλλο της εφημερίδας μας ίσαμε τη στιγμή της πραγματικής εισβολής των ρώσων στην Ουγγαρία, που επιβεβαίωσε ολότελα τις προβλέψεις μας, και έκρινε την ήττα της επανάστασης.
Όταν την άνοιξη του 1849 πλησίαζε ο αποφασιστικός αγώνας, η γλώσσα της εφημερίδας μας γινόταν από φύλλο σε φύλλο πιο έντονη και πιο φλογερή. Ο Βίλχελμ Βόλφ θύμιζε στους χωρικούς της Σιλεσίας με το «Δισεκατομμύριο της Σιλεσίας» (οχτώ άρθρα) ότι με την απολύτρωσή τους από τα φεουδαρχικά βάρη, τους εξαπάτησαν οι τσιφλικάδες με τη βοήθεια της κυβέρνησης και τους πήραν χρήματα και γη, και απαιτούσε την αποζημίωσή τους με ένα δισεκατομμύριο τάλιρα.
Ταυτόχρονα δημοσιεύτηκε τον Απρίλη σε μια σειρά κύρια άρθρα της εφημερίδας η πραγματεία του Μάρξ: «Μισθωτή εργασία και Κεφάλαιο», (σ.σ. Βλέπε τόμο Ι, εκδοτικός οίκος «ΓΝΩΣΕΙΣ» ΔΙΑΛΕΧΤΑ ΕΡΓΑ, σελ. 64-108) που έδειχνε ξεκάθαρα τον κοινωνικό σκοπό της πολιτικής μας. Κάθε φύλλο, κάθε έκτακτη έκδοση έδειχναν την προετοιμαζόμενη μεγάλη μάχη, την όξυνση των αντιθέσεων στη Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία και Ουγγαρία. Ιδίως οι έκτακτες εκδόσεις του Απρίλη και του Μάη ήταν άλλες τόσες εκκλήσεις στο λαό να είναι έτοιμος για το χτύπημα.
«Έξω σ’ όλη τη Γερμανία» παραξενεύονταν γιατί κάναμε όλα αυτά χωρίς να μας ενοχλούν, μέσα σ’ ένα πρωσικό οχυρό πρώτης γραμμής, μπρος σε μια φρουρά με 8.000 άντρες και μπρος στα μάτια της αστυνομίας. Όμως τα 8 όπλα με ξιφολόγχη και οι 250 σφαίρες που βρίσκονταν στο δωμάτιο της σύνταξης και οι κόκκινοι γιακωμπίνικοι σκούφοι των τυπογράφων, έκαναν τους αξιωματικούς να θεωρούν και το δικό μας σπίτι φρούριο που δε μπορούσε να παρθεί με ένα απλό εγχείρημα. Τέλος, στις 18 του Μάη 1849, ήρθε το χτύπημα.
Η εξέγερση στη Δρέσδη και στο Έλμπερφελντ είχε κατασταλεί, η εξέγερση του Ιζερλόν είχε περικυκλωθεί, η επαρχία του Ρήνου και η Βεστφαλία είχαν πλημμυρίσει από ξιφολόγχες, που, ύστερα από βίαιη κατάπνιξη της πρωσικής Ρηνανίας, προορίζονταν να βαδίσουν στο Παλατινάτο και τη Βάδη. Τότε τόλμησε επιτέλους η κυβέρνηση να μας επιτεθεί. Οι μισοί συντάκτες διώκονται δικαστικά, οι άλλοι μπορούσαν να απελαθούν γιατί δεν ήταν πρώσοι. Εδώ δε μπορούσε να γίνει τίποτα, εφόσον πίσω από την κυβέρνηση βρισκόταν ένα ολόκληρο σώμα στρατού. Έπρεπε να παραδώσουμε το φρούριό μας, αποσυρθήκαμε όμως με τα όπλα και τα εφόδιά μας, με μουσικές και με κυματίζουσα σημαία το τελευταίο κόκκινο φύλλο της εφημερίδας, όπου προειδοποιούσαμε τους εργάτες της Κολωνίας να φυλάγονται από πραξικοπήματα της απελπισίας, και τους λέγαμε: «Οι συντάκτες της “Νέας εφημερίδας του Ρήνου” αποχαιρετώντας σας ευχαριστούν για τη συμπαράσταση που τους δείξατε. Η τελευταία τους λέξη θα είναι παντού και πάντα: χειραφέτηση της εργαζόμενης τάξης!».
Έτσι τελείωσε η «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου» λίγο πριν συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της έκδοσής της. Αρχίζοντας σχεδόν εντελώς χωρίς χρηματικά μέσα – όπως είπαμε πολύ γρήγορα χάθηκαν τα λίγα που της είχαν υποσχεθεί – έφθασε κιόλας το Σεπτέμβρη να τυπώνει σχεδόν 5.000 φύλλα. Η κατάσταση πολιορκίας της Κολωνίας την έκλεισε. Στα μέσα του Οκτώβρη έπρεπε να ξαναρχίσει πάλι από την αρχή. Το Μάη όμως του 1849, όταν την απαγόρευσαν, είχε κιόλας πάλι 6.000 συνδρομητές, ενώ η «Εφημερίδα της Κολωνίας» σύμφωνα με τη δική της ομολογία δεν είχε τότε περισσότερους από 9.000. Καμιά γερμανική εφημερίδα, ούτε πριν ούτε μετά, δεν είχε ποτέ τη δύναμη και την επιρροή και δε μπόρεσε να ηλεκτρίζει τόσο τις προλεταριακές μάζες όσο η «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου». Κι αυτό το χρωστούσε προπάντων στον Μάρξ. Όταν ήρθε το χτύπημα, διαλύθηκε η σύνταξη. Ο Μάρξ πήγε στο Παρίσι, όπου προετοιμαζόταν η αποφασιστική μάχη που δόθηκε στις 13 του Ιούνη 1849. Ο Βίλχελμ Βόλφπήρε τη θέση του στο κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης – τώρα που θα έπρεπε να εκλέξει η συνέλευση ανάμεσα στη διάλυσή της απ’ τα πάνω και στην προσχώρησή της στην επανάσταση. Εγώ πήγα στο Παλατινάτο και έγινα υπασπιστής στα εθελοντικά σώματα του Βίλλιχ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου