Αντιγράφουμε απο το Μπλόγκ waltendegewalt το παρακάτω κειμενο του Μάο με τίτλο
«Ο Νόμος τής Αντίφασης»
(Αύγουστος, 1937)
[Άπαντα (Εκλογή), Ι Τόμος (1926-1937)
Μετ. από τα γαλλικά τού Μ.Παναγιωτόπουλου, Εκδ. Μόρφωση, Αθήνα 1955]
Πρόκειται για το γνωστο έργο του Μάο Τσε Τούνγκ :Για τις Αντιθέσεις
«Ο Νόμος τής Αντίφασης»
(Αύγουστος, 1937)
[Άπαντα (Εκλογή), Ι Τόμος (1926-1937)
Μετ. από τα γαλλικά τού Μ.Παναγιωτόπουλου, Εκδ. Μόρφωση, Αθήνα 1955]
Πρόκειται για το γνωστο έργο του Μάο Τσε Τούνγκ :Για τις Αντιθέσεις
Ο νόμος τής αντίφασης που είναι σύμφυτος στα πράγματα, στα φαινόμενα, ή νόμος τής ενότητας των αντιθέτων, είναι ο θεμελιώδης νόμος τής ματεριαλιστικής διαλεκτικής. Ο Λένιν λέει: «κυριολεκτικά η διαλεκτική είναι η μελέτη τής αντίφασης μέσα στην ίδια την ουσία των πραγμάτων…». Αυτός ο νόμος, λέει συχνά ο Λένιν, είναι η βάση, ο πυρήνας τής διαλεκτικής. Για τούτο, όταν μελετάμε αυτόν τον νόμο, δεν μπορούμε να μη θίξουμε ορισμένα φιλοσοφικά ζητήματα. Αν ασχοληθούμε μ’ αυτά τα ζητήματα, θα κατανοήσουμε τις ίδιες τις βάσεις τής ματεριαλιστικής διαλεκτικής. Κι αυτές είναι τα επόμενα ζητήματα: οι δυο κοσμοθεωρίες, η καθολικότητα τής αντίφασης, ο ειδικός της χαρακτήρας, η κύρια αντίφαση και η κύρια άποψη τής αντίφασης, η ταυτότητα και η πάλη των αντιθέτων, η θέση τού ανταγωνισμού στη σειρά των αντιφάσεων.
Η κριτική που υπέβαλαν κατά τα τελευταία, χρόνια οι σοβιετικοί φιλόσοφοι τον ιδεαλισμό τής σχολής τού Ντεμπόριν, προκάλεσε σε μας τεράστιο ενδιαφέρον. Ο ιδεαλισμός τού Ντεμπόριν εξάσκησε εξαιρετικά βλαβερή επίδραση σε ορισμένα μέλη τού κινεζικού κομμουνιστικού κόμματος και θα πρέπει να πούμε πως οι δογματικές αντιλήψεις στο κόμμα μας συνδέονται με τη μεθοδολογία αυτής τής σχολής. Για τούτο ο αντικειμενικός σκοπός στη μελέτη μας για την φιλοσοφία, στην παρούσα περίοδο, θα πρέπει να είναι η εκρίζωση αυτών των δογματικών αντιλήψεων.
1. Οι δυο κοσμοθεωρίες
Στην ιστορία τής ανθρώπινης γνώσης υπάρχουν, από αμνημόνευτα χρόνια, δυο θεωρίες για τους νόμους τής εξέλιξης τού κόσμου: μια μεταφυσική και η άλλη διαλεκτική. Κι αυτές αποτελούν δυο αντίθετες κοσμοθεωρίες. Ο Λένιν λέει:
«Οι δυο θεμελιώδεις θεωρίες (ή οι δυο δυνατές; ή οι δυο που διαπιστώθηκαν στην ιστορία;) τής εξέλιξης (τής ανάπτυξης) είναι η εξέλιξη ως μείωση ή αύξηση, ως επανάληψη, και η εξέλιξη ως ενότητα των αντιθέτων (διχασμός τού ενός σε αντίθετα αποκλειόμενα αμοιβαία και η αμοιβαία τους σχέση)».
Ο Λένιν μιλάει ορθά εδώ γι’ αυτές τις δυο διαφορετικές κοσμοθεωρίες.
Στην Κίνα, όπως και στην Ευρώπη, ο μεταφυσικός τρόπος τής σκέψης, για μια πολύ μακροχρόνια περίοδο, χαρακτήριζε την ιδεαλιστική κοσμοθεωρία που κυριάρχησε στο πνεύμα των ανθρώπων. Στην Ευρώπη ο ίδιος ο ματεριαλισμός, στην αρχική φάση τού καπιταλισμού, ήταν επίσης μεταφυσικός. Εξαιτίας τού γεγονότος πως μια ολόκληρη σειρά από ευρωπαϊκά κράτη μπήκαν στην περίοδο τής κοινωνικής και οικονομικής τους ανάπτυξης, στη φάση τού υψηλά εξελιγμένου καπιταλισμού, όπου οι παραγωγικές δυνάμεις, η πάλη των τάξεων και η επιστήμη έφτασαν σε ένα, δίχως προηγούμενο στην ιστορία, επίπεδο ανάπτυξης και όπου ακόμα το προλεταριάτο έγινε η μεγαλύτερη διαλεκτική κινητήρια δύναμη τής ιστορίας, γεννήθηκε η μαρξιστική, ματεριαλιστική διαλεκτική κοσμοθεωρία. Τότε μονάχα φανερώθηκε, στο στρατόπεδο τής αστικής τάξης, δίπλα στον έκδηλο, τον εντελώς ακάλυπτο αντιδραστικό ιδεαλισμό, μια αγοραία εξελικτική θεωρία που αντιτάχθηκε στη ματεριαλιστική διαλεκτική.
Η μεταφυσική, ή ο αγοραίος εξελικτισμός, θεωρεί όλα τα πράγματα στον κόσμο ως μεμονωμένα, σε κατάσταση ανάπαυσης (αδράνειας), τα θεωρεί μονόπλευρα. Όλα τα πράγματα, όλα τα φαινόμενα τού κόσμου, οι μορφές τους και οι κατηγορίες τους, θεωρούνται από τους θιασώτες αυτής τής κοσμοθεωρίας ως αιώνια απομονωμένα το ένα απ’ το άλλο, ως αιώνια αναλλοίωτα. Κι όταν ακόμα αναγνωρίζουν ότι γίνονται μεταβολές τις θεωρούν ως μια ποσοτική μείωση ή αύξηση, ως μια μηχανική μετατόπιση. Εξάλλου, οι αιτίες για μια παρόμοια αύξηση ή μείωση, για μια παρόμοια μετατόπιση, δεν βρίσκονται μέσα στα ίδια τα πράγματα ή τα φαινόμενα, αλλά βρίσκονται έξω απ’ αυτά. Δηλαδή οφείλονται στην επενέργεια εξωτερικών δυνάμεων. Οι μεταφυσικοί πιστεύουν πως τα διάφορα πράγματα, τα διάφορα φαινόμενα στον κόσμο, καθώς και οι ειδικός τους χαρακτήρας, παραμένουν αναλλοίωτα από τότε που πρωτοϋπήρξαν και πως οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις τους είναι μονάχα ποσοτικές αυξήσεις ή μειώσεις τους. Οι μεταφυσικοί πιστεύουν πως ένα πράγμα μπορεί ν’ αναπαράγεται απεριόριστα, αλλά δεν μπορεί να μεταβληθεί σε κάτι άλλο, σε κάτι διαφορετικό. Σύμφωνα με τη γνώμη των μεταφυσικών, η κεφαλαιοκρατική εκμετάλλευση, ο κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός, η ατομικιστική ψυχολογία τής κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, όλα αυτά μπορούμε να τα συναντήσουμε στην παλιά δουλοκτητική κοινωνία και μάλιστα και στην πρωτόγονη κοινωνία, και θα υπάρχουν αιώνια, αναλλοίωτα. Όταν μιλούν για τις αιτίες τής εξέλιξης τής κοινωνίας, οι μεταφυσικοί τις εξηγούν με προϋποθέσεις που βρίσκονται έξω απ’ την κοινωνία: με το γεωγραφικό περιβάλλον, το κλίμα, κ.λ.π. Δηλαδή καθαρά και απλά προσπαθούν να βρουν τις αιτίες τής εξέλιξης έξω από τα ίδια τα πράγματα και τα φαινόμενα και αρνούνται τη θέση τής ματεριαλιστικής διαλεκτικής, σύμφωνα με την οποία η εξέλιξη προκαλείται από τις εσώτερες αντιφάσεις που προσιδιάζουν στα ίδια τα πράγματα και τα φαινόμενα· γι’ αυτό και δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν την ποιοτική ποικιλία των πραγμάτων και των φαινομένων και τη μεταμόρφωση τής μιας ποιότητας σε μια άλλη. Αυτή η μορφή τής σκέψης, στην Ευρώπη, βρήκε την έκφρασή της, στον 17ο και 18ο αιώνα, στον μηχανιστικό ματεριαλισμό, και στο τέλος τού 19ου αιώνα και στις αρχές τού 20ου στον αγοραίο εξελικτισμό. Στην Κίνα, εξάλλου, ο μεταφυσικός τρόπος τής σκέψης που εκφραζόταν με τα λόγια: «ο ουρανός είναι αναλλοίωτος, αναλλοίωτο είναι το Ταό», ήταν ο τρόπος τής σκέψης που υπερασπίστηκε για μακρότατο χρονικό διάστημα η κυρίαρχη τάξη των φεουδαρχών, η τάξη που ήταν σάπια ως το μεδούλι. Όσο για τον μηχανιστικό ματεριαλισμό και τον αγοραίο εξελικτισμό, που η εισαγωγή τους έγινε από την Ευρώπη τον τελευταίο αιώνα, ήταν οι απόψεις που υπεράσπισε η αστική τάξη.
Αντίθετα προς τη μεταφυσική κοσμοθεωρία η ματεριαλιστικο-διαλεκτική κοσμοθεωρία απαιτεί, στη μελέτη τής εξέλιξης των πραγμάτων και των φαινομένων, να προβαίνουμε ξεκινώντας από το εσώτερο περιεχόμενό τους, από το δεσμό που ενώνει το πράγμα που μελετούμε με τα άλλα, δηλαδή να θεωρούμε την εξέλιξη των πραγμάτων και των φαινομένων, ως έκφραση τής χαρακτηριστικής, εσώτερης και αναγκαίας κίνησής τους, γιατί κάθε πράγμα (κάθε φαινόμενο), μέσα στην ίδια την κίνησή του, συνδέεται και δρα σε αλληλοσυσχέτιση με τα άλλα πράγματα και τα άλλα φαινόμενα που το περιβάλλουν. Η θεμελιώδης αιτία τής εξέλιξης των πραγμάτων δεν βρίσκεται έξω απ’ αυτά, αλλά αντίθετα μέσα στα ίδια τα πράγματα· βρίσκεται στην αντιφατική φύση που είναι εσωτερικά σύμφυτη με τα ίδια τα πράγματα. Οι αντιφάσεις βρίσκονται μέσα στα ίδια τα πράγματα και τα φαινόμενα, είναι σύμφυτες μ’ αυτά. Κι απ’ αυτές ακριβώς γεννιέται η κίνηση και η εξέλιξη των πραγμάτων. Οι αντιφάσεις, εσωτερικά σύμφυτες με τα πράγματα και τα φαινόμενα, είναι η θεμελιώδης αιτία τής εξέλιξής τους, ενώ οι αμοιβαίοι τους δεσμοί, οι αλληλεπιδράσεις ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, αποτελούν μόνον δευτερογενείς αιτίες. Έτσι λοιπόν η ματεριαλιστική διαλεκτική κατέρριψε αποφασιστικά τη μεταφυσική θεωρία για την εξωτερική προς τα πράγματα και τα φαινόμενα αιτία, την εξωτερική παρόρμηση, που την υποστήριζαν οι θιασώτες τού μηχανιστικού υλισμού και τού αγοραίου εξελικτισμού. Είναι εντελώς σαφές ότι οι καθαρά εξωτερικές αιτίες μόνο τη μηχανιστική κίνηση των πραγμάτων μπορούν να προκαλέσουν, δηλαδή τις τροποποιήσεις τού όγκου και τής ποσότητάς τους, και ποτέ δεν μπορούμε να εξηγήσουμε μ’ αυτές ούτε το γιατί είναι σύμφυτες με τα πράγματα και τα φαινόμενα άπειρες και ποικίλες ποιοτικές ιδιότητες, ούτε και την μετάβαση από την μια ποιότητα στην άλλη. Αλλά, στην πραγματικότητα, και αυτή ακόμα η μηχανιστική κίνηση, που προκαλείται από μια εξωτερική παρόρμηση, πραγματοποιείται μόνο χάρη στις εσώτερες αντιφάσεις των ίδιων των πραγμάτων. Απ’ αυτές ακριβώς τις εσώτερες αντιφάσεις προκαλείται, ουσιαστικά, στον φυτικό και στο ζωικό κόσμο και η απλή ανάπτυξή τους και η ποσοτική εξέλιξή τους. Ακριβώς πάλι κατά τον ίδιο τρόπο και η ανάπτυξη τής κοινωνίας προσδιορίζεται, ουσιαστικά, από εσωτερικές και όχι εξωτερικές αιτίες.
Πολλά κράτη που βρίσκονται σχεδόν υπό ταυτόσημες γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες διαφέρουν βαθύτατα αναφορικά με το επίπεδο τής εξέλιξής τους και προοδεύουν με εντελώς άνισο τρόπο. Συμβαίνει τέλος σ’ ένα και το αυτό κράτος που δεν γνώρισε καμιά γεωγραφική και κλιματολογική μεταβολή, να οργανωθούν τεράστιες κοινωνικές ανατροπές. Η ιμπεριαλιστική Ρωσία έγινε σοσιαλιστική Σοβιετική Ένωση και η φεουδαρχική Ιαπωνία, με την κλειστή της οικονομία έγινε η ιμπεριαλιστική Ιαπωνία, μ’ όλο που η γεωγραφία και το κλίμα αυτών των χωρών δεν μεταβλήθηκε καθόλου. Στην Κίνα, όπου επί πολύ καιρό κυριάρχησε η φεουδαρχία, συντελέστηκαν τεράστιες μεταβολές στη διάρκεια τής τελευταίας εκατονταετίας και τώρα συντελούνται μεταβολές που κατευθύνονται προς τη δημιουργία μιας καινούργιας Κίνας, ελεύθερης και απηλλαγμένης απ’ τον φεουδαλικό ζυγό· στο μεταξύ ούτε το κλίμα ούτε η γεωγραφία τής Κίνας μεταβλήθηκαν. Είναι αλήθεια πως και η γεωγραφία και το κλίμα τού γήινου πλανήτη μας, καθώς και των διάφορων τμημάτων του, θα υποστούν μεταβολές, αλλά αναφορικά μετις μεταβολές που υφίσταται η κοινωνία, αυτές είναι απόλυτα ασήμαντες· ενώ για τις πρώτες η χρονική ενότητα που κατά τη διάρκειά της μπορούν να επισυμβούν αισθητές αλλαγές, είναι η δεκάδα και η εκατοντάδα των χιλιετηρίδων, για τις δεύτερες μπορεί να είναι η χιλιετηρίδα, ο αιώνας, η δεκαετία κι ακόμα μερικά χρόνια ή και μόνο μερικοί μήνες (στην περίοδο τής επανάστασης). Από την άποψη τής ματεριαλιστικής διαλεκτικής, οι μεταβολές στη φύση προσδιορίζονται, ουσιαστικά, από την εξέλιξη των εσώτερων αντιφάσεών της και εκείνες που επισυμβαίνουν στην κοινωνία οφείλονται, ουσιαστικά, στην ανάπτυξη των αντιφάσεων στο εσωτερικό τής ίδιας τής κοινωνίας, δηλαδή των αντιφάσεων που υπάρχουν ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής, ανάμεσα στις τάξεις, ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο.
Η ματεριαλιστική διαλεκτική αποκλείει τις εξωτερικές αιτίες; Όχι, η ματεριαλιστική διαλεκτική θεωρεί πως οι εξωτερικές αιτίες αποτελούν την προϋπόθεση των μεταβολών, οι εσωτερικές αιτίες — τη βάση τους. Το αυγό που δέχτηκε μια ορισμένη ποσότητα θερμότητας μεταμορφώνεται σε νεοσσό, αλλά η θερμότητα δεν μπορεί να μεταμορφώσει την πέτρα σε νεοσσό, γιατί οι βάσεις τους είναι διαφορετικές. Οι διάφοροι λαοί επενεργούν σταθερά ο ένας πάνω στον άλλο. Στην εποχή τής κεφαλαιοκρατίας, ιδιαίτερα στην εποχή τού ιμπεριαλισμού και των προλεταριακών επαναστάσεων, η αλληλεπίδραση στον πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό τομέα και η αμοιβαία ασκούμενη επενέργεια ανάμεσα στα διάφορα κράτη είναι τεράστια. Η σοσιαλιστική Οκτωβριανή επανάσταση εγκαινίασε μια καινούργια εποχή όχι μονάχα για την ιστορία τής Ρωσίας, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο. Επηρέασε τις εσωτερικές αλλαγές που δημιουργήθηκαν σε διάφορες χώρες, και, κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά με ιδιαίτερη ένταση, τις εσωτερικές μεταβολές που συντελέστηκαν στην Κίνα. Ωστόσο αυτές οι αλλαγές στις διάφορες χώρες, καθώς και στην Κίνα, συντελέστηκαν με την παρέμβαση εσώτερων νόμων σχετικών μ’ αυτές τις χώρες και με την Κίνα. Κατά τη διάρκεια μιας μάχης, όπου υπάρχουν δυο αντίπαλοι στρατοί, η νίκη και η ήττα προσδιορίζονται από εσωτερικές αιτίες. Η νίκη είναι το αποτέλεσμα τής ισχύος ενός στρατού, ή τής ορθότητας τής διοίκησής τους· η ήττα προσδιορίζεται από την αδυναμία ενός στρατού ή από τα λάθη που διαπράχτηκαν από τη διοίκησή του· οι εξωτερικές αιτίες επενεργούν με την παρέμβαση των εσωτερικών αιτιών. Στα 1927 η μεγαλοαστική τάξη τής Κίνας νίκησε το προλεταριάτο. Η νίκη αυτή κατορθώθηκε να πραγματοποιηθεί εξαιτίας τού οπορτουνισμού που κυριαρχούσε στις γραμμές τού ίδιου τού κινεζικού προλεταριάτου (στις γραμμές τού κομμουνιστικού κόμματος τής Κίνας). Όταν απαλλαχτήκαμε από τον οπορτουνισμό ξανάρχισε η άνοδος τής κινεζικής επανάστασης· πιο ύστερα η κινεζική επανάσταση υπέφερε και πάλι σοβαρά από τα πλήγματα τού εχθρού: αυτή τη φορά εξαιτίας των τυχοδιωκτικών τάσεων που εκδηλώθηκαν στους κόλπους τού κόμματός μας. Κι όταν απαλλαχτήκαμε κι απ’ τον τυχοδιωκτισμό, η υπόθεσή μας ξαναγνώρισε την άνοδο. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι πως, για να οδηγήσει την επανάσταση στη νίκη, το κόμμα μας πρέπει να στηρίζεται στην ορθότητα τής πολιτικής του γραμμής και στην στερεότητα τής οργάνωσής του.
Η διαλεκτική κοσμοθεωρία γεννήθηκε στην Κίνα και στην Ευρώπη, από την αρχαιότητα. Εντούτοις η διαλεκτική των αρχαίων παρουσιαζόταν μ’ ένα αυθόρμητο και πρωτόγονο χαρακτήρα· εξαιτίας των κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών εκείνων των χρόνων, δεν μπορούσε ακόμα να πάρει την τελειωμένη μορφή της. Για τούτο και δεν μπορούσε να εξηγήσει τον κόσμο απ’ όλες του τις πλευρές και κατά συνέπεια, αντικαταστάθηκε από τη μεταφυσική. Ο διάσημος Γερμανός φιλόσοφος Έγελος, που έζησε στο τέλος τού 18ου και στις αρχές τού 19ου αιώνα, συνέβαλε αποφασιστικά στη διαλεκτική, παρ’ όλα αυτά όμως η διαλεκτική του ήταν ιδεαλιστική. Μονάχα όταν οι μεγάλοι [πρωτ]αγωνιστές τού προλεταριακού κινήματος, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, γενίκευσαν τα θετικά αποτελέσματα, που είχε πετύχει η ανθρωπότητα στην εξελικτική πορεία τής γνώσης και, ιδιαίτερα, όταν [αφομοίωσαν] με κριτικό τρόπο τα έλλογα στοιχεία τής διαλεκτικής τού Εγέλου και δημιούργησαν τη μεγάλη θεωρία τού διαλεκτικού ματεριαλισμού, [έγινε] μια τεράστια επανάσταση στην ιστορία τής ανθρώπινης γνώσης. Πιο ύστερα τη μεγάλη αυτή θεωρία την ανάπτυξαν οι Λένιν και Στάλιν. Από τη στιγμή που εισχώρησε στην Κίνα η θεωρία αυτή, προκάλεσε άμεσα σημαντικότατες μεταβολές στα πνεύματα.
Η διαλεκτική κοσμοθεωρία μάς μαθαίνει, προπαντός, να μελετούμε και να αναλύουμε με ακρίβεια την κίνηση των αντιφάσεων στους κόλπους των διάφορων πραγμάτων και φαινομένων και, με βάση αυτή την ανάλυση, να καθορίζουμε κατάλληλες μεθόδους για την επίλυση αυτών των αντιφάσεων. Για τούτο η πλήρης κατανόηση τού νόμου τής σύμφυτης με τα πράγματα αντίφασης έχει για μας τεράστια σημασία.
2. Η καθολικότητας τής αντίφασης
Για να γίνει ευχερέστερη η έκθεσή μου, θα σταθώ πρώτα- πρώτα στο ζήτημα τής καθολικότητας τής αντίφασης και ύστερα στον ειδικό της χαρακτήρα. Είναι γεγονός ότι ύστερα από την ανακάλυψη τής ματεριαλιστικής διαλεκτικής κοσμοθεωρίας από τους μεγάλους ιδρυτές τού μαρξισμού, Μαρξ και Ένγκελς, και τους συνεχιστές τού έργου τους, Λένιν και Στάλιν, η ματεριαλιστική διαλεκτική εφαρμόστηκε με την μεγαλύτερη επιτυχία σε πολυάριθμους τομείς ερευνών, σχετικών με την ιστορία τής ανθρωπότητας και των φυσικών επιστημών, καθώς και σε πολλούς τομείς σχετικούς με τη μεταμόρφωση τής κοινωνίας και τής φύσης (π.χ. στην Ε.Σ.Σ.Δ.). Η καθολικότητα τής αντίφασης αναγνωρίζεται ήδη ευρύτατα και γι’ αυτό δεν θα χρειαστεί να μακρηγορήσουμε γι’ αυτό το ζήτημα· σχετικά με τον ειδικό χαρακτήρα τής αντίφασης, πολλοί σύντροφοι, ιδιαίτερα οι δογματικοί, δεν το έχουν διασαφηνίσει καθαρά το θέμα αυτό. Δεν κατανοούν πως στις αντιφάσεις το καθολικό ενυπάρχει στο ειδικό. Ούτε ακόμα κατανοούν όλην την τεράστια σημασία που έχει, για την καθοδήγηση τής επαναστατικής πράξης μας, η μελέτη κάθε ειδικού στοιχείου που υπάρχει στις αντιφάσεις, και τού σύμφυτου που υπάρχει στα συγκεκριμένα πράγματα και φαινόμενα τής εποχής μας. Για τούτο και το πρόβλημα τού ειδικού μέσα στις αντιφάσεις απαιτεί σοβαρή μελέτη· γι’ αυτό και πρέπει ν’ αφιερώσουμε επαρκή χώρο στην εξέτασή του. Για τούτο ακριβώς όταν θα μελετήσουμε τον νόμο τής σύμφυτης με τα πράγματα και τα φαινόμενα αντίφασης, θ’ αρχίσουμε μελετώντας το πρόβλημα τού καθολικού χαρακτήρα τής αντίφασης, ύστερα θ’ αναλύσουμε, πιο ιδιαίτερα, το πρόβλημα τού ειδικού χαρακτήρα στην αντίφαση, και τέλος θα ξαναγυρίσουμε στο πρόβλημα τής καθολικότητας.
Το πρόβλημα τού καθολικού ή απόλυτου χαρακτήρα τής αντίφασης έχει δυο όψεις. Πρώτα-πρώτα οι αντιφάσεις υπάρχουν μέσα στις διεργασίες τής εξέλιξης όλων των πραγμάτων και φαινομένων· κατά δεύτερο λόγο, στις διεργασίες τής εξέλιξης κάθε πράγματος, κάθε φαινομένου, η κίνηση των αντιφάσεων υπάρχει απ’ την αρχή ώς το τέλος.
Ο Ένγκελς λέει: «η ίδια η κίνηση είναι μια αντίφαση».
Ο ορισμός τού Λένιν για τον νόμο τής ενότητας και τής πάλης των αντιθέτων λέει πως είναι: «.… η αναγνώριση (η ανακάλυψη) των αντιτιθεμένων τάσεων, των αμοιβαία αποκλειόμενων, των αντιφατικών, που υπάρχουν σ’ όλα τα φαινόμενα και τις διεργασίες τής φύσης (και σ ’ αυτά περιλαμβάνονται το πνεύμα και η κοινωνία)».
Οι θέσεις αυτές είναι ορθές; Ναι, είναι. Η αλληλεξάρτηση και η πάλη των αντιθέτων που είναι σύμφυτα σε κάθε πράγμα, προσδιορίζουν τη ζωή όλων των πραγμάτων και όλων των φαινομένων, εμψυχώνουν την εξέλιξη όλων των πραγμάτων και όλων των φαινομένων. Δεν υπάρχει πράγμα που να μην περικλείνει αντιφάσεις. Δίχως αντιφάσεις δεν θα είχαμε εξέλιξη τού σύμπαντος.
Η αντίφαση είναι η βάση των απλών μορφών τής κίνησης (π.χ. τής μηχανικής κίνησης), και πολύ περισσότερο των περίπλοκων μορφών τής κίνησης.
Ο Ένγκελς διετύπωσε με τον ακόλουθο τρόπο την καθολικότητα τής αντίφασης:
«Αν η απλή μηχανική μεταβολή τού τόπου περικλείνει κιόλας μέσα της μια αντίφαση, ακόμα περισσότερο την περικλείνουν οι ανώτερες μορφές τής κίνησης τής ύλης και εντελώς ιδιαίτερα η οργανική ζωή και η εξέλιξή της … Η ζωή είναι κατά συνέπεια μια αντίφαση που, παρούσα στα πράγματα και στις ίδιες τις διεργασίες, τίθεται και επιλύεται αδιάκοπα. Και μόλις καταπαύσει η αντίφαση, όμοια παύει και η ζωή και επέρχεται ο θάνατος. Το ίδιο είδαμε πως στην περιοχή τής σκέψης, επίσης, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τις αντιφάσεις και πως, π.χ., η αντίφαση ανάμεσα στην ανθρώπινη γνωσιολογική ικανότητα, την εσωτερικά άπειρη, και στην πραγματική της ύπαρξη στους ανθρώπους, που όλοι τους είναι εξωτερικά περιορισμένοι και που η γνώση τους είναι περιορισμένη, επιλύεται μέσα στη σειρά των γενεών, σειρά, που, για μας, πρακτικά δεν έχει τέλος, — τουλάχιστο μέσα στην ατελεύτητη πρόοδο … ένα από τα βασικά θεμέλια των ανώτερων μαθηματικών … είναι η αντίφαση … αλλά και τα στοιχειώδη μαθηματικά βρίθουν κιόλας από αντιφάσεις».
Και ο Λένιν κατά τον ίδιο τρόπο εξήγησε την καθολικότητα τής αντίφασης:
Στα μαθηματικά: το + και το – . Διαφορικός και ολοκληρωτικός λογισμός.
Στη μηχανική: δράση και αντίδραση.
Στη φυσική: θετικός και αρνητικός ηλεκτρισμός.
Στη χημεία: ένωση των ατόμων σε μόρια και αφεταιροίωση των μορίων σε άτομα.
Στην επιστήμη τής κοινωνίας: πάλη των τάξεων.
Στον πόλεμο η επίθεση και η άμυνα, η προέλαση και η υποχώρηση, η νίκη και η ήττα, είναι φαινόμενα αμοιβαία αντιφατικά. Η μια όψη δεν μπορεί να υπάρξει δίχως την άλλη. Η πάλη και ο αμοιβαίος σύνδεσμος αυτών των όψεων συγκροτούν την ολική ενότητα τού πολέμου, προωθούν την ανάπτυξη τού πολέμου και επηρεάζουν την έκβασή του.
Κάθε διάσταση στις ανθρώπινες ιδέες πρέπει να την θεωρούμε ως αντανάκλαση των αντικειμενικών αντιφάσεων. Οι αντικειμενικές αντιφάσεις, αντανακλώμενες στην υποκειμενική σκέψη, σχηματίζουν την αντιφατική κίνηση των ιδεών, κεντρίζουν την εξέλιξη τής ανθρώπινης σκέψης, επιλύνουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρώπινη σκέψη.
Η αντίθεση και η πάλη ανάμεσα στις διάφορες αντιλήψεις γεννιούνται διαρκώς στους κόλπους τού Κόμματος και τούτο είναι η αντανάκλαση, μέσα στο Κόμμα, των ταξικών αντιθέσεων που υπάρχουν στην κοινωνία και των αντιθέσεων ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο. Αν, μέσα στο Κόμμα δεν υπήρχε η αντίθεση και η πάλη των γνωμών, κι αν μέσα σ’ αυτή την πάλη δεν ξεπερνιούνταν οι αντιθέσεις, η ζωή τού Κόμματος θα σταματούσε.
Καθορίσαμε λοιπόν έτσι πως παντού, σε κάθε διεργασία, υπάρχουν αντιφάσεις, τόσο στις απλές μορφές τής κίνησης, όσο και στις περίπλοκες, τόσο στον αντικειμενικό κόσμο, όσο και στη συνείδηση τού ανθρώπου. Η αντίφαση υπάρχει ωστόσο στο στοιχειώδες στάδιο κάθε διεργασίας; Η εξελικτική διεργασία για κάθε πράγμα, για κάθε φαινόμενο, είναι αντιφατική απ’ την αρχή ώς το τέλος;
Καθώς προκύπτει απ’ την ανάγνωση των άρθρων όπου οι σοβιετικοί φιλόσοφοι κριτικάρουν τη σχολή τού Ντεμπόριν, η σχολή αυτή θεωρεί πως η αντίφαση δεν αναφαίνεται στην αρχή τής διεργασίας, αλλά σε ορισμένα στάδια τής εξέλιξής της. Συμπεραίνεται λοιπόν πως ώς τη στιγμή αυτή η εξέλιξη τής διεργασίας παράγεται υπό την επίδραση εξωτερικών αιτιών και όχι εσωτερικών. Ο Ντεμπόριν έτσι διολισθαίνει στη μεταφυσική θεωρία τής εξωτερικής παρόρμησης, στη μηχανοκρατία. Θεωρώντας απ’ αυτή την άποψη τα συγκεκριμένα προβλήματα, οι οπαδοί τού Ντεμπόριν κατέληγαν στο συμπέρασμα πως, στις σοβιετικές συνθήκες, ανάμεσα στους κουλάκους και στις μάζες των αγροτών, δεν υπάρχει καμιά αντίθεση, αλλά μόνο διαφορές, κι έτσι συμφωνούσαν τέλεια με την άποψη τού Μπουχάριν. Μελετώντας τη Γαλλική Επανάσταση έκριναν πως πριν απ’ την επανάσταση, στους κόλπους τής τρίτης τάξης, που την συγκροτούσαν εργάτες, χωρικοί και η αστική τάξη, δεν υπήρχαν όμοια αντιθέσεις, αλλά μόνο διαφορές. Αλλά αυτή η αντίληψη τής σχολής τού Ντεμπόριν είναι αντιμαρξιστική. Οι οπαδοί τού Ντεμπόριν δεν αντιλαμβάνονται πως, σε κάθε διαφορά, υπάρχει ήδη βασικά μια αντίθεση, και η διαφορά είναι αντίθεση. Από τη στιγμή που πρωτοεμφανίζεται η αστική τάξη και το προλεταριάτο, γεννιέται η αντίθεση ανάμεσα στην Εργασία και στο Κεφάλαιο· αλλά αυτή η αντίθεση δεν είχε ακόμα επιδεινωθεί. Ανάμεσα στους εργάτες και τους αγρότες, ακόμα και υπό τις κοινωνικές συνθήκες τής Σοβιετικής Ένωσης, υπάρχει μια διαφορά. Η διαφορά αυτή είναι μια αντίθεση που όμως δεν μπορεί να επιδεινωθεί και να μετατραπεί σε αντιγνωμία, δεν μπορεί να πάρει τη μορφή ταξικής πάλης, κι αυτό δεν έχει την ίδια σημασία με την αντίθεση ανάμεσα στην Εργασία και στο Κεφάλαιο. Οι εργάτες και οι αγρότες, κατά τη διάρκεια τής ανοικοδόμησης τού σοσιαλισμού, σύναψαν μια στέρεη συμμαχία και η προκείμενη αντίθεση, στη διεργασία τής εξέλιξης, που προχωρεί απ’ το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό, επιλύεται προοδευτικά. Στο σημείο αυτό μπορούμε να μιλήσουμε για διαφορές στο χαρακτήρα των αντιφάσεων και όχι για την παρουσία ή την απουσία αντιφάσεων. Η αντίφαση είναι καθολική, απόλυτη· υπάρχει σ’ όλες τις διεργασίες τής εξέλιξης των πραγμάτων και των φαινομένων, και εισχωρεί σ’ όλες τις διεργασίες, απ’ την αρχή ως το τέλος.
Τι σημαίνει η εμφάνιση μιας καινούργιας διεργασίας; Αυτό σημαίνει ότι η παλιά ενότητα και τα αντίθετα στοιχεία που την συνιστούσαν παραχώρησαν τη θέση τους σε μια καινούργια ενότητα, και [ότι] στα καινούργια αντίθετα στοιχεία της γεννιέται μια καινούργια διεργασία που αντικατάστησε την παλιά. Η παλιά διεργασία τελειώνει, η καινούργια γεννιέται. Η καινούργια διεργασία, που περικλείνει καινούργιες αντιφάσεις, αρχίζει την ιστορία τής ανάπτυξης των ειδικών [της] αντιφάσεων.
Ο Λένιν υπογραμμίζει πως ο Μαρξ, στο Κεφάλαιο, μας έδωσε [μια] υποδειγματική ανάλυση [τής] κίνησης των αντιφάσεων που δεσπόζουν σ’ όλη τη διεργασία τής ανάπτυξης ενός πράγματος, ενός φαινομένου απ’ την αρχή ώς το τέλος. Και αυτή είναι η μέθοδος που θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όταν μελετούμε τη διεργασία τής ανάπτυξης κάθε πράγματος και κάθε φαινομένου. Κι ο ίδιος ο Λένιν μεταχειρίστηκε ορθά αυτή τη μέθοδο που κυριαρχεί σ ’ όλα τα έργα του:
«Ο Μαρξ, στο Κεφάλαιο, ανάλυσε, στην αρχή, την απλούστερη, τη συνηθέστερη, τη θεμελιωδέστερη, την απτότερη, την πιο κοινότοπη σχέση, εκείνην που τη συναντούμε δισεκατομμύρια φορές, τής αστικής (εμποροκρατικής) κοινωνίας: την ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Η ανάλυση ανακαλύπτει σ’ αυτό το στοιχειωδέστερο φαινόμενο (σ’ αυτό το «κύτταρο» τής αστικής κοινωνίας) όλες τις αντιφάσεις [ή, αντίστοιχα,] το έμβρυο όλων των αντιφάσεων τής σύγχρονης κοινωνίας. Η μεταγενέστερη έκθεση μάς δείχνει την εξέλιξη (και την ανάπτυξη και την κίνηση) αυτών των αντιφάσεων κι αυτής τής κοινωνίας, στο Σ (το άθροισμα) των μερών της, απ ’ την αρχή ώς το τέλος».
Ύστερα απ’ αυτό ο Λένιν αναφέρει: «Τέτοια πρέπει να είναι γενικά η μέθοδος με την οποία θα εκθέτουμε (ή, αντίστοιχα, με την οποία θα μελετούμε) τη διαλεκτική».
Οι Κινέζοι κομμουνιστές πρέπει να αφομοιώσουν αυτή τη μέθοδο· έτσι μονάχα θα μπορούν να αναλύσουν ορθά την ιστορία και την παρούσα κατάσταση τής κινεζικής επανάστασης και να καθορίσουν τις προοπτικές της.
3. Ο ειδικός χαρακτήρα τής αντίφασης
Όπως το είπαμε κιόλας προηγούμενα ο καθολικός και απόλυτος χαρακτήρας τής αντίφασης συνίσταται στο γεγονός πως οι αντιφάσεις εκδηλώνονται στη διεργασία τής εξέλιξης όλων των πραγμάτων, όλων των φαινομένων και δεσπόζουν σ’ όλη τη διεργασία τής εξέλιξης κάθε πράγματος, κάθε φαινομένου απ’ την αρχή ώς το τέλος.
Θα σταθούμε τώρα σε ό,τι το ειδικό και το σχετικό υπάρχει στις αντιφάσεις.
Το ζήτημα αυτό πρέπει να το εξετάσουμε από πολλές απόψεις.
Κατά πρώτο λόγο οι αντιφάσεις όλων των διαφορετικών μορφών τής κίνησης τής ύλης παίρνουν όλες έναν ειδικό χαρακτήρα. Ο άνθρωπος γνωρίζει την ύλη, γνωρίζοντας τις μορφές τής κίνησης τής ύλης, μια που είναι δεδομένο, πως στον κόσμο, υπάρχει μόνο η εν κινήσει ύλη, και η κίνηση τής ύλης έχει πάντα καθορισμένη μορφή. Όταν ασχολούμεθα με κάθε μεμονωμένη μορφή κίνηση, πρέπει να εξετάσουμε τι το κοινό έχει με τις άλλες μορφές κίνησης. Αλλά το σπουδαιότερο — και αυτό αποτελεί τη βασική [προϋπόθεση] για τη γνώση των πραγμάτων — είναι να έχουμε υπ’ όψη μας τι προσιδιάζει ως ειδικό στην καθεμιά απ’ τις μορφές τής κίνησης, δηλαδή τι την διαφοροποιεί [ποιοτικά] από τις [άλλες] μορφές κίνησης. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να διαχωρίσουμε το ένα πράγμα από τ’ άλλο. Κάθε μορφή κίνησης περικλείει καθ’ εαυτή τις χαρακτηριστικές της ειδικές αντιφάσεις που αποτελούν την ειδική ουσία τού πράγματος, η οποία το διαφοροποιεί από τα άλλα. Σε τούτο έγκειται και η εσώτερη αιτία και η βάση τής απειροστής ποικιλίας των πραγμάτων και των φαινομένων που υπάρχουν στον κόσμο. Στη φύση υπάρχει πληθώρα από μορφές τής κίνησης: η μηχανική κίνηση, ο ήχος, το φως, η θερμότητα, ο ηλεκτρισμός, η αποσύνθεση, ο συνδυασμός, κ.λπ. Όλες αυτές οι μορφές τής κίνησης τής ύλης αλληλοεξαρτιούνται, αλλά αναφορικά με την ουσία τους διαχωρίζονται μεταξύ τους. Η ειδική ουσία κάθε μορφής τής κίνησης τής ύλης προσδιορίζεται από τις σύμφωνές της ειδικές αντιφάσεις. Και η κατάσταση αυτή δεν υπάρχει μόνο στη φύση· υπάρχει σε όμοιο βαθμό και στα κοινωνικά και στα ιδεολογικά φαινόμενα. Κάθε κοινωνική μορφή, κάθε μορφή τής συνείδησης, περικλείνει τις χαρακτηριστικές ειδικές της αντιφάσεις και κατέχει την χαρακτηριστική ειδική ουσία της.
Ο καθορισμός των διαφόρων επιστημονικών τομέων βασίζεται ακριβώς στις ειδικές αντιφάσεις τις περιεχόμενες στα διάφορα αντικείμενα που υποβάλλονται στην επιστημονική μελέτη. Γι’ αυτό η μελέτη των καθορισμένων αντιφάσεων, των σύμφυτων μόνο με μια προσδιορισμένη σφαίρα φαινομένων, αποτελεί το αντικείμενο τής άλφα ή τής βήτα επιστήμης. Π.χ. το συν και το πλην στα μαθηματικά, η δράση και αντίδραση στη μηχανική, ο αρνητικός και ο θετικός ηλεκτρισμός στη φυσική, η ένωση των ατόμων σε μόρια και η αφεταιροίωση των μορίων σε άτομα στη χημεία, οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής, οι τάξεις και η πάλη των τάξεων στις κοινωνικές επιστήμες, η επίθεση και η άμυνα στη στρατιωτική επιστήμη, ο ιδεαλισμός και ο υλισμός, η μεταφυσική και η διαλεκτική στη φιλοσοφία, κ.λπ., όλα αυτά αποτελούν αντικείμενα μελέτης των διαφόρων επιστημών εξ αιτίας ακριβώς τής ύπαρξης των ειδικών αντιφάσεων και τής ειδικής ουσίας. Είναι φανερό πως επειδή δεν γνωρίζουμε τι το καθολικό υπάρχει στις αντιφάσεις, μάς είναι αδύνατο να ανακαλύψουμε τις γενικές αιτίες και τις γενικές βάσεις τής κίνησης, τής ανάπτυξης των πραγμάτων και των φαινομένων. Ωστόσο, αν δεν μελετήσουμε ό,τι ειδικό υπάρχει στις αντιφάσεις, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε αυτή την ειδική ουσία τής κίνησης, τής ανάπτυξης των πραγμάτων και των φαινομένων, δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τα πράγματα και τα φαινόμενα και να καθορίσουμε τους τομείς τής επιστημονικής έρευνας.
Αν εξετάσουμε την προοδευτική πορεία τής κίνησης τής ανθρώπινης γνώσης, βλέπουμε πως επεκτείνεται βαθμιαία από τη γνώση τού ατομικού και τού ειδικού στη γνώση τού γενικού. Οι άνθρωποι αρχίζουν πάντα να γνωρίζουν στην αρχή την ειδική ουσία των πολυάριθμων διαφορετικών γεγονότων· μονάχα ύστερα, αφού γνωρίσουμε αυτή την ειδική ουσία, και καθοδηγούμενοι απ’ αυτή την κοινή γνώση, μελετώντας σε συνέχεια τα διάφορα συγκεκριμένα πράγματα, που δε μελετήθηκαν ακόμα, ή μελετήθηκαν ανεπαρκώς, και κρίνοντας την ειδική τους ουσία, μπορούμε να συμπληρώσουμε, να εμπλουτίσουμε και να αναπτύξουμε τη γνώση αυτής τής κοινής ουσίας, προσέχοντας να μη την κάνουμε κάτι το αποστεωμένο, το νεκρό. Και αυτοί είναι οι δυο σταθμοί τής διεργασίας τής γνώσης· ο πρώτος από το ειδικό στο γενικό και ο δεύτερος από το γενικό στο ειδικό. Η ανάπτυξη τής ανθρώπινης γνώσης αντιπροσωπεύει πάντα μια σπειροειδή κίνηση, κάθε κύκλος ανυψώνει τη γνώση σ’ έναν υπέρτερο βαθμό, την εμβαθύνει σταθερά (αν τηρούμε αυστηρά την επιστημονική μέθοδο). Η πλάνη των δογματικών μας σ’ αυτό το ζήτημα είναι διπλή: απ’ τη μια μεριά, δεν καταλαβαίνουν πως μόνο αφού μελετήσουμε ό,τι ειδικό υπάρχει στην αντίφαση και γνωρίσουμε την ειδική σημασία των κατ’ ιδίαν πραγμάτων, μπορούμε ν’ αποκτήσουμε την πλήρη γνώση τής καθολικότητας τής αντίφασης και τής κοινής ουσίας των πραγμάτων· κι απ’ την άλλη μεριά, δεν κατανοούν πως αφού γνωρίσουμε την κοινή ουσία των πραγμάτων πρέπει να συνεχίσουμε τη μελέτη των συγκεκριμένων πραγμάτων που μελετήθηκαν ανεπαρκώς ή που παρουσιάζονται για πρώτη φορά.
Οι δογματικοί μας είναι νωθροί που αποφεύγουν κάθε λεπτολόγο μελέτη των συγκεκριμένων πραγμάτων, θεωρούν τις γενικές αλήθειες σαν κάτι το ουρανόμεμπτο, κάτι το απρόσιτο, τις μεταβάλλουν σε καθαρά αφηρημένους τύπους, αρνιούνται απόλυτα και ανατρέπουν την ομαλή τάξη που ακολουθούν οι άνθρωποι για να φτάσουν στη γνώση τής αλήθειας. Ακόμα δεν κατανοούν τον αμοιβαίο δεσμό που ενώνει τους δυο σταθμούς τής γνώσης: τη μετάβαση από το ειδικό στο γενικό και από το γενικό στο ειδικό. Και δεν κατανοούν απόλυτα τη μαρξιστική θεωρία τής γνώσης.
Θα πρέπει όμως να μελετήσουμε όχι μονάχα τις ειδικές αντιφάσεις τού καθενός από τα μεγάλα συστήματα των μορφών τής κίνησης τής ύλης και την από τις αντιφάσεις προσδιοριζόμενη ουσία, αλλά επίσης και τις ειδικές αντιφάσεις τής καθεμιάς απ’ αυτές τις μορφές τής κίνησης τής ύλης στον κάθε σταθμό τού μακρινού δρόμου που ακολουθεί η ανάπτυξη αυτών των μορφών και την ουσία καθεμιάς απ’ αυτές τις μορφές. Όλες οι μορφές τής κίνησης σε καθεμιά απ’ τις διεργασίες τής πραγματικής και όχι τής φανταστικής ανάπτυξης, ποιοτικά είναι διάφορες, για τούτο, στη μελέτη μας ταιριάζει να προσέξουμε ιδιαίτερα αυτό και, ακόμα, να αρχίσουμε απ’ αυτό.
Οι ποιοτικά διαφορετικές αντιφάσεις μόνον με διαφορετικές μεθόδους μπορούν να επιλυθούν. Έτσι, π. χ., η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη επιλύεται με τη μέθοδο τής σοσιαλιστικής επανάστασης. Η αντίθεση ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και στο φεουδαρχικό καθεστώς επιλύεται με τη μέθοδο τής δημοκρατικής επανάστασης. Η αντίθεση ανάμεσα στις αποικίες και στον ιμπεριαλισμό επιλύεται με τη μέθοδο τού εθνικού επαναστατικού πολέμου. Η αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη και στην αγροτιά, στη σοσιαλιστική κοινωνία, επιλύεται με τη μέθοδο τής κολλεκτιβοποίησης και τής μηχανοποίησης τής γεωργίας. Οι αντιθέσεις στους κόλπους τού κομμουνιστικού κόμματος επιλύονται με τη μέθοδο τής κριτικής και τής αυτοκριτικής. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στην κοινωνία και στη φύση επιλύονται με τη μέθοδο τής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η διεργασία τροποποιείται, η παλιά διεργασία και οι παλιές αντιφάσεις εκκαθαρίζονται, μια καινούργια διεργασία και καινούργιες αντιφάσεις δημιουργούνται· κατά συνέπεια οι μέθοδοι πού μεταχειριζόμαστε για την επίλυση αυτών των αντιφάσεων τροποποιούνται όμοια κι αυτές. Οι αντιφάσεις πού επιλύθηκαν απ’ τη Φεβρουαριανή και την Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία, καθώς και οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν σ’ αυτές τις δυο επαναστάσεις, ήταν ριζικά διαφορετικές. Η επίλυση των διαφορετικών αντιφάσεων με διαφορετικές μεθόδους αποτελεί μια αρχή που πρέπει να την τηρούν αυστηρά οι μαρξιστές-λενινιστές. Οι δογματικοί, αντίθετα, δεν τηρούν αυτή την αρχή, δεν κατανοούν τις διαφορές των συνθηκών όπου εκτυλίσσονται οι διάφορες επαναστάσεις· δεν κατανοούν, κατά συνέπεια, πως οι διάφορες αντιφάσεις πρέπει να επιλύονται με διαφορετικές μεθόδους· εφαρμόζουν παντού το ίδιο στερεότυπο σχήμα, και το θεωρούν αναλλοίωτο· αλλά αυτό μόνο στην αποτυχία μπορεί να οδηγήσει την επανάσταση ή να υπονομεύσει μια υπόθεση που ώς τα τώρα βάδιζε ορθά.
Για ν’ ανακαλύψουμε, στο σύνολό τους και στον αμοιβαίο τους δεσμό, τα ειδικά γνωρίσματα των αντιφάσεων μέσα στη διεργασία τής ανάπτυξης ενός οποιουδήποτε φαινομένου, δηλαδή για ν’ ανακαλύψουμε την ουσία τής διεργασίας τής ανάπτυξης τού φαινομένου, πρέπει να ανακαλύψουμε τα ειδικά γνωρίσματα όλων των απόψεων των αντιφάσεων που περιέχονται σ’ αυτή τη διεργασία, διαφορετικά δε θα μπορέσουμε ν’ ανακαλύψουμε την ουσία τής διεργασίας· αυτό σημαίνει πως στην ερευνητική εργασία μας αυτό πρέπει να το παρακολουθούμε με τεταμένη προσοχή.
Στην εξελικτική διεργασία κάθε σημαντικού φαινομένου, υπάρχει πάντοτε μια σειρά από αντιφάσεις. Π.χ. στη διεργασία τής αστικοδημοκρατικής επανάστασης στην Κίνα υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στις καταπιεζόμενες τάξεις τής κινεζικής κοινωνίας και στον ιμπεριαλισμό· μια αντίφαση ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και στο φεουδαρχικό καθεστώς, μια αντίφαση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, μια αντίφαση ανάμεσα στην αγροτιά και την μικροαστική τάξη των πόλεων, απ’ τη μια μεριά, και στην αστική τάξη, απ’ την άλλη· αντιφάσεις ανάμεσα στις διάφορες κρατούσες αντιδραστικές κλίκες, κ.λπ. [Η] κατάσταση στο σημείο αυτό είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Όχι μονάχα οι διάφορες αντιφάσεις παίρνουν τον ιδιαίτερο ειδικό χαρακτήρα τους και δεν μπορούν να τοποθετηθούν στο ίδιο επίπεδο, αλλά το κυριότερο οι δυο όψεις καθεμιάς απ’ αυτές τις αντιφάσεις έχουν, με τη σειρά τους, τις χαρακτηριστικές ιδιομορφίες τους, και για τούτο δεν μπορούμε να τις αντικρίσουμε με τον ίδιο τρόπο. Εμείς οι Κινέζοι κομμουνιστές πρέπει να κατανοήσουμε τον ειδικό χαρακτήρα των αντιφάσεων όχι μόνο στο σύνολό τους, δηλαδή στον αμοιβαίο σύνδεσμό τους, αλλά πρέπει όμοια να μελετήσουμε όλες τις ιδιαίτερες απόψεις των αντιφάσεων, γιατί έτσι μονάχα μπορούμε να κατανοήσουμε το σύνολό τους. Κατανόηση όλων των απόψεων μιας αντίφασης σημαίνει κατανόηση τής ιδιαίτερης κατάστασης που καταλαμβάνει καθεμιά απ’ αυτές τις απόψεις· σημαίνει πως κατανοούμε υπό ποιες συγκεκριμένες μορφές προσδιορίζονται ή αντιτίθενται αμοιβαία, ποιες είναι οι συγκεκριμένες μέθοδοι τής πάλης που χρησιμοποιούνται απ’ την καθεμιά απ’ τις απόψεις αυτές στον αμοιβαίο τους σύνδεσμο ή την αντίθεσή τους, καθώς και μετά τη ρήξη τού αμοιβαίου τους συνδέσμου. Η μελέτη αυτών των ζητημάτων είναι εξαιρετικά σοβαρή. Κι αυτό ακριβώς είχε υπ’ όψη του ο Λένιν όταν έλεγε πως η καθ’ εαυτή βάση τού μαρξισμού, η ζωντανή του ψυχή, είναι η συγκεκριμένη ανάλυση μιας συγκεκριμένης κατάστασης. Οι δογματικοί μας όμως παραβαίνουν τις υποδείξεις τού Λένιν, δεν κάνουν ποτέ τον κόπο ν’ αναλύσουν οτιδήποτε με συγκεκριμένο τρόπο. Τα άρθρα τους και οι λόγοι τους αναμασούν με κενολόγο και άχρωμο τρόπο τα στερεότυπα σχήματα και δημιουργούν μέσα στο Κόμμα μας ένα απόλυτα ολέθριο τύπο δουλειάς.
Οποιοδήποτε ζήτημα κι αν μελετάμε, ο υποκειμενισμός, η μονόπλευρη, η επιπόλαιη εξέταση είναι απαράδεκτες. Ο υποκειμενισμός είναι η αδυναμία να αντικρίσουμε ένα ζήτημα αντικειμενικά, δηλαδή ματεριαλιστικά, όπως ανάφερα κιόλας στο κεφάλαιο για την πράξη. Η μονόπλευρη εξέταση εκφράζεται με την ανικανότητα να αντικρίζουμε τα ζητήματα απ’ όλες τους τις όψεις και σημαίνει πως κατανοούμε ένα από τα αντιθετικά του στοιχεία· αυτό συμβαίνει, π.χ., όταν κατανοούμε μονάχα την Κίνα και όχι την Ιαπωνία, μονάχα το κομμουνιστικό κόμμα και όχι το Κουόμιντανγκ, μονάχα το προλεταριάτο, κι όχι την αστική τάξη, μονάχα την αγροτιά κι όχι τους γαιοκτήμονες· όταν βλέπουμε καθαρά τις ευνοϊκές καταστάσεις και όχι τις δύσκολες, όταν κατανοούμε το παρελθόν και όχι το μέλλον, τη λεπτομέρεια και όχι το σύνολο, τον κατήφορο και όχι τον ανήφορο, την επαναστατική δουλειά στην παρανομία και όχι τη νόμιμη επαναστατική δουλειά κ.λπ. — με λίγα λόγια, όταν δεν κατανοούμε τις ιδιομορφίες των διαφόρων απόψεων των αντιφάσεων. Αυτό γίνεται αν αντικρίζουμε τα ζητήματα με μονόπλευρο τρόπο, όταν βλέπουμε το μέρος δίχως να βλέπουμε το όλον, όταν βλέπουμε το δέντρο δίχως να βλέπουμε το δάσος.Όταν ενεργούμε μ’ αυτό τον τρόπο, μάς είναι αδύνατο να βρούμε τη μέθοδο που θα μας κάμει ικανούς να επιλύσουμε τις αντιφάσεις, αδυνατούμε να εκπληρώσουμε τα καθήκοντα που μας επιβάλλει η επανάσταση, είναι αδύνατο να αναπτύξουμε ορθά την πάλη των γνωμών μέσα στο Κόμμα. Ο Σουν Τσε18εξηγώντας τα προβλήματα τού πολέμου είπε: «Γνώρισε τον αντίπαλό σου και γνώρισε και τον εαυτό σου και θα ’σαι ανίκητος». Μιλούσε έτσι και για τα δυο αντίμαχα μέρη. Ο Ουέι Τέινγκ, που ζούσε στην εποχή τής δυναστείας Τσανγκ, έλεγε: «άκουσε τον καθένα: θα μάθεις την αλήθεια· πίστεψε σ’ έναν — θα μείνεις στην άγνοια»· κι αυτός όμοια κατανοούσε πόσο καταστρεπτική είναι η μονόπλευρη εξέταση των προβλημάτων. Ωστόσο οι σύντροφοί μας αντικρίζουν συχνά τα προβλήματα με μονομερή τρόπο και για τούτο συχνά διαπράττουν ανοησίες. Ο Σουνγκ Κιάνγκ, ο ήρωας τού μυθιστορήματος Τσουϊχουτσουάν, επιτέθηκε τρεις φορές εναντίον τού Τσουκιατσουάνγκ, αλλά μη γνωρίζοντας την κατάσταση κι επειδή εφάρμοζε λαθεμένη μέθοδο δράσης, ηττήθηκε δυο φορές. Όταν όμως τροποποίησε τη μέθοδο τής δράσης του κι αφού έμαθε την κατάσταση, είδε καθαρά το σύστημα των λαβυρίνθων,σύντριψε τη συμμαχία ανάμεσα στους πληθυσμούς τού Λικιατσουάνγκ, Χουκιατσουάνγκ και Τσουκιατσουάνγκ, έστησε καρτέρι στο στρατόπεδο τού εχθρού και μεταχειρίστηκε μέθοδο ανάλογη με τον Δούρειο Ίππο, στην Τροία, για τον οποίο μιλάει μια ξένη μυθολογία· κι έτσι η τρίτη του επίθεση πέτυχε. Το μυθιστόρημα Τσουϊχουτσουάνπεριέχει μια ολόκληρη σειρά από παραδείγματα εφαρμοσμένης ματεριαλιστικής διαλεκτικής, που το καλύτερό τους είναι η τριπλή επίθεση κατά τού Τσουκιατσουάνγκ. Ο Λένιν λέει:
«Για να γνωρίσουμε πραγματικά ένα αντικείμενο, πρέπει να ερευνήσουμε, να μελετήσουμε όλες τις απόψεις, όλες τις σχέσεις και όλες τις «αλληλεπιδράσεις». Αυτό δεν θα το κατορθώσουμε ποτέ εντελώς, αλλά η ανάγκη να εξετάζουμε τα προβλήματα απ’ όλες τις απόψεις τους θα μας προφυλάξει από τις πλάνες και την αρτηριοσκλήρωση».
Αυτά τα λόγια πρέπει να τα θυμόμαστε.
Εξετάζουμε ένα πρόβλημα επιπόλαια όταν δεν λαμβάνουμε υπόψη μας τις ιδιομορφίες τής αντίφασης στο σύνολό της, ούτε τις ιδιομορφίες των διαφόρων απόψεών της· όταν αρνιόμαστε την ανάγκη να διεισδύσουμε βαθιά στην ουσία τού πράγματος και να μελετήσουμε καταλεπτώς τις ιδιομορφίες τής αντίφασης· όταν περιοριζόμαστε να κοιτάζουμε από μακριά, να ορίζουμε εντελώς κατά προσέγγιση τα γενικά χαρακτηριστικά τής αντίφασης προσπαθώντας αμέσως να την επιλύσουμε (απαντώντας σταερωτήματα, επιλύοντας τις διαφορές, ρυθμίζοντας τις τρέχουσες υποθέσεις, κατευθύνοντας τις στρατιωτικές επιχειρήσεις).Ενεργώντας κατά παρόμοιο τρόπο είναι επόμενο να έχουμε λυπηρές συνέπειες.
Η αιτία για την οποία οι σύντροφοί μας που κυριαρχούνται απ’ τον δογματισμό και τον εμπειρισμό διαπράττουν λάθη, είναι γιατί αντικρίζουν τα πράγματα με υποκειμενικό και επιπόλαιο τρόπο. Αντικρίζοντας τα πράγματα με μονομερή και επιπόλαιο τρόπο, μαρτυρούμε τον υποκειμενισμό μας. Εφόσον τα πράγματα υπάρχουν αντικειμενικά, σημαίνει πως, στην πραγματικότητα, είναι αλληλένδετα και διαθέτουν εσώτερους νόμους· και αντί αυτό να το σκεφτόμαστε κατά τρόπο ορθό, θεωρούμε τα φαινόμενα μονόπλευρα ή επιπόλαια, και όπου αγνοούμε τις αμοιβαίες τους αλληλεξαρτήσεις και τους εσώτερους νόμους τους, σημαίνει πως εξουσιαζόμαστε απ’ τον υποκειμενισμό.
Οφείλουμε να μελετούμε όχι μονάχα τις ιδιομορφίες τής κίνησης των αντιφάσεων στη γενική διεργασία τής ανάπτυξης των φαινομένων, αλλά και στην αμοιβαία τους αλληλεξάρτηση και έχοντας πάντα υπόψη τις προϋποθέσεις για την κάθε τους άποψη· κάθε στάδιο αυτής τής εξελικτικής διεργασίας έχει τις δικές του ιδιομορφίες που δεν μπορούμε να τις παραβλέψουμε.
Η θεμελιώδης αντίφαση στην εξελικτική διεργασία ενός φαινομένου και η ουσία τής διεργασίας που προσδιορίζει αυτή η θεμελιώδης αντίφαση δεν εξαφανίζονται πριν από την τελείωση τής διεργασίας· ωστόσο, συχνά αλλάζει η κατάσταση στις διάφορες φάσεις τής μακράς εξελικτικής διεργασίας ενός φαινομένου. Αυτό γίνεται, γιατί, μ’ όλο που δεν αλλάζουν ούτε ο χαρακτήρας τής βασικής αντίφασης στην εξωτερική διεργασία τού φαινομένου, ούτε η ουσία αυτής τής διεργασίας, ωστόσο η θεμελιώδης αντίφαση στις διάφορες φάσεις τής μακράς εξελικτικής διεργασίας αποκτά ολοένα οξύτερες μορφές. Άλλωστε, σ’ όλη τη σειρά των αντιφάσεων, είτε σημαντικές είναι αυτές, είτε ασήμαντες, που προσδιορίζονται από τη θεμελιώδη αντίφαση ή που βρίσκονται υπό την επιρροή της, άλλες γίνονται οξύτερες, άλλες λύονται ή αμβλύνονται προσωρινά ή εν μέρει, και [υπάρχουν] άλλες, τέλος, πού μόλις γεννιούνται. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο υπάρχουν διάφορες φάσεις στην διεργασία. Όποιοι δεν προσέχουν τις φάσεις τής εξελικτικής διεργασίας τού φαινομένου, είναι ανίκανοι να λύσουν όπως πρέπει τις σύμφυτες αντιφάσεις αυτού τού τού φαινομένου.
Όταν, π χ., ο καπιταλισμός τής εποχής τού ελεύθερου ανταγωνισμού έγινε ιμπεριαλισμός, δεν υπέστη, καμιά μεταβολή ούτε η φύση των δύο ανταγωνιζομένων τάξεων — τού προλεταριάτου και τής αστικής τάξης — ούτε και η καπιταλιστική υφή τής εν λόγω κοινωνίας. Ωστόσο, οι αντιθέσεις των δύο αυτών τάξεων έγιναν οξύτερες, αναφάνηκαν αντιθέσεις ανάμεσα στο μονοπωλιακό και στο μη μονοπωλιακό κεφάλαιο, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις μητροπόλεις και στις αποικίες οξύνθηκαν, και τέλος οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο ιδιαίτερα οι αντιθέσεις ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες, δηλαδή οι αντιθέσεις που προκάλεσε η άνιση ανάπτυξη αυτών των χωρών. Έτσι εμφανίστηκε μια ιδιαίτερη φάση τού καπιταλισμού — το στάδιο τού ιμπεριαλισμού. Ο λενινισμός έγινε ο μαρξισμός τής εποχής τού ιμπεριαλισμού και τήςπρολεταριακής επανάστασης, ακριβώς γιατί ο Λένιν και ο Στάλιν έδωσαν τη σωστή ερμηνεία αυτών των αντιφάσεων και επεξεργάστηκαν τη σωστή θεωρία και τη σωστή τακτική τής προλεταριακής επανάστασης, που ήταν προορισμένη να τις λύσει.
Αν πάρουμε την πορεία τής αστικοδημοκρατικής επανάστασης τής Κίνας, που άρχισε με την επανάστασητού 1911, βρίσκουμε επίσης μερικές ειδικές φάσεις. Ιδιαίτερα η περίοδος όπου επικεφαλής τής επανάστασης βρισκόταν η αστική τάξη και εκείνη όπου επικεφαλής βρισκόταν το προλεταριάτο, εκπροσωπούν δυο εντελώς διαφορετικές φάσεις. Η ηγεσία που άσκησε το προλεταριάτο άλλαξε ριζικά την όψη τής επανάστασης, κατάληξε σε μια ανασυγκρότηση των ταξικών δυνάμεων, στην πλατιά εξέλιξη τής αγροτικής επανάστασης, έδωσε συνεπώς χαρακτήρα στην επανάσταση που ’χε προσανατολιστεί εναντίον τού ιμπεριαλισμού, κατόρθωσε να μετατρέψει τη δημοκρατική επανάσταση σε σοσιαλιστική επανάσταση, κ.τ.λ. Όλα αυτά θα ήταν απραγματοποίητα την εποχή που η ηγεσία τής επανάστασης ανήκε στην αστική τάξη. Μ’ όλο που ο χαρακτήρας τής κύριας αντίφασης ολόκληρης τής διεργασίας, δηλαδή ο χαρακτήρας αυτής τής διεργασίας ως αντιφεουδαλικής και αντιιμπεριαλιστικής δημοκρατικής επανάστασης (ενώ η άλλη άποψη τής αντίφασης ήταν ο ημιαποικιακός και ημιφεουδαλικός χαρακτήρας τής χώρας), δεν είχε υποστεί καμιά απολύτως μεταβολή, ωστόσο είδαμε να δημιουργούνται σ’ όλη αυτή την περίοδο σημαντικά γεγονότα, όπως ήταν: η ήττα τής επανάστασης τού 1911, η εγκαθίδρυση τής εξουσίας των μιλιταριστών τού Πεϊγιάνγκ, η δημιουργία τού πρώτου ενιαίου εθνικού μετώπου και η επανάσταση τού 1924-1927, η ρήξη τού ενιαίου μετώπου και το πέρασμα τής αστικής τάξης στο στρατόπεδο τής αντεπανάστασης, οι εσωτερικοί πόλεμοι ανάμεσα στους καινούργιους μιλιταριστές, ο αγροτικός επαναστατικός πόλεμος, η δημιουργία τού δεύτερου ενιαίου εθνικού μετώπου και ο πόλεμος εναντίον των Ιαπώνων εισβολέων. Με άλλα λόγια, μέσα σε είκοσι χρόνια και κάτι, περάσαμε πολλές φάσεις τής εξέλιξης που τις χαρακτηρίζει το γεγονός πως ορισμένες αντιφάσεις έγιναν οξύτερες (π.χ, ο αγροτικός επαναστατικός πόλεμος και η εισβολή τής Ιαπωνίας στις τέσσερις επαρχίες τής βορειοανατολικής Κίνας), ενώ άλλες λύθηκαν προσωρινά και εν μέρει (όπως π.χ. η εξουδετέρωση των μιλιταριστών τού Πεϊγιάνγκ, η επίταξη των κτημάτων των γαιοκτημόνων που κάναμε) και τέλος αναφάνηκαν άλλες (όπως ο αγώνας μεταξύ των νέων μιλιταριστών, η ανάκτηση των επιταγμένων κτημάτων από τους γαιοκτήμονες όταν χάσαμε τις επαναστατικές βάσεις τής νότιας Κίνας), κ.τ.λ.
Όταν μελετούμε τον ειδικό χαρακτήρα των αντιφάσεων στις διάφορες φάσες τής εξελικτικής πορείας ενός φαινομένου, δεν πρέπει μόνο να τις εξετάζουμε στο σύνολό τους και στην αμοιβαία τους αλληλουχία, μα πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε έχοντας υπόψη μας την καθεμιά άποψη των αντιφάσεων σε κάθε φάση τήςεξέλιξης.
Ας πάρουμε, π.χ., το Κουόμιντανγκ και το κομμουνιστικό κόμμα: όσο καιρό το Κουόμιντανγκ (η μια άποψη) πραγματοποιούσε, στην περίοδο τού πρώτου ενιαίου μετώπου τις «τρεις βασικές πολιτικές θέσεις» τού Σουν Γιατ-Σεν (συμμαχία με τη Ρωσία, συμμαχία με το κομμουνιστικό κόμμα και υποστήριξη στους εργάτες και στους αγρότες), έμεινε επαναστατικό, δυνατό, και εκπροσώπησε τη συμμαχία των διαφόρων τάξεων στη δημοκρατική επανάσταση. Ύστερα όμως από το 1927, το Κουόμιντανγκ έγινε εντελώς το αντίθετο, έγινε δηλαδή ένα αντιδραστικό μπλοκ των γαιοκτημόνων και τής μεγαλοαστικής τάξης. Ύστερα από τα γεγονότα τού Σιαν, το Δεκέμβριο τού 1936, σημειώθηκε μια στροφή στο Κουόμιντανγκ για να θέσει τέρμα στον εμφύλιο πόλεμο και να κλείσει συμμαχία με το κομμουνιστικό κόμμα για τον κοινό αγώνα εναντίον τού ιαπωνικού ιμπεριαλισμού. Αυτά ήταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού Κουόμιντανγκ στις τρεις φάσεις. Βέβαια, την εμφάνιση τους την προκάλεσαν ένα σωρό παράγοντες. Όσον αφορά το κινεζικό κομμουνιστικό κόμμα (άλλη άποψη), στην περίοδο τού πρώτου ενιαίου μετώπου ήταν ακόμα στα σπάργανα, και μ’ όλο που κατεύθυνε νικηφόρα την επανάσταση τού 1924-1927, ωστόσο έδειξε έλλειψη ωριμότητας στην κατανόηση τού χαρακτήρα, των καθηκόντων και των μεθόδων τής επανάστασης. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο τσεντου-σιεουισμός που εμφανίστηκε στην τελευταία περίοδο αυτής τής επανάστασης, είχε τη δυνατότητα να παίξει τον ρόλο του και οδήγησε την επανάστασηστην ήττα. Ύστερα από το 1927, το κομμουνιστικό κόμμα διεύθυνε ηρωικά τον αγροτικό επαναστατικό πόλεμο, δημιούργησε επαναστατικό στρατό και επαναστατικές βάσεις, αλλά διέπραξε τυχοδιωκτικά σφάλματα που προκάλεσαν πολύ σοβαρά κτυπήματα και στο στρατό και στις βάσεις. Μετά από το 1935, το κομμουνιστικό κόμμα ξεπέρασε αυτά τα σφάλματα και ξαναδιεύθυνε το ενιαίο αντιιαπωνικό μέτωπο· σήμερα ο μεγάλος αγώνας του βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη. Στην τωρινή φάση, το κομμουνιστικό κόμμα είναι ένα κόμμα πού γνώρισε τις δοκιμασίες δυο επαναστάσεων και που έχει πια πλούσια πείρα. Αυτά είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού κινεζικού κομμουνιστικού κόμματος στις τρεις αυτές φάσεις. Την εμφάνιση αυτών των ιδιομορφιών την προκάλεσαν επίσης ένα σωρό παράγοντες. Αν δεν μελετήσουμε αυτές τις ιδιομορφίες, είναι αδύνατο να καταλάβουμε τις ιδιομορφίες των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα στο Κουόμιντανγκ και στο κομμουνιστικό κόμμα, στις διάφορες φάσεις τής εξέλιξής τους: τις φάσεις τής δημιουργίας ενός ενιαίου μετώπου, τής ρήξης αυτού τού μετώπου και τής αναδημιουργίας τού ενιαίου μετώπου.
Μα για να μελετήσουμε όλες τις ιδιομορφίες των δύο κομμάτων είναι ακόμα πιο απαραίτητο να μελετήσουμε την ταξική βάση των δύο κομμάτων και τις αντιθέσεις που παρουσιάστηκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους, ανάμεσα στο καθένα από αυτά τα κόμματα, και στις άλλες απόψεις. Π.χ.: Στους κόλπους τού Κουόμιντανγκ, στην πρώτη περίοδο τής συμμαχίας με το κομμουνιστικό κόμμα, υπάρχει από μια πλευρά η αντίθεση με τους ξένους ιμπεριαλιστές και γι’ αυτό αντιτασσόταν στον ιμπεριαλισμό, και από την άλλη η αντίθεση με τις λαϊκές μάζες στο εσωτερικό τής χώρας· με τα λόγια, έδινε ένα σωρό θαυμάσιες υποσχέσεις στους εργαζόμενους, μα στην πραγματικότητα τους έδινε πολύ λίγα ή κυριολεκτικά τίποτε. Στον πόλεμο που έκανε εναντίον των κομμουνιστών, αγωνίστηκε συμμαχώντας με τον ιμπεριαλισμό και τη φεουδαρχία εναντίον των λαϊκών μαζών, κατάργησε με μια μολυβιά όλα τα δικαιώματα που είχαν κατακτήσει οι λαϊκές μάζες στη διάρκεια τής επανάστασης, κι έτσι έκανε οξύτερη την αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτό και τις λαϊκές μάζες. Σήμερα, στην περίοδο τού αγώνα εναντίον των Ιαπώνων εισβολέων, εξαιτίας τής ύπαρξης αντιθέσεων ανάμεσα στο Κουόμιντανγκ και στους Ιάπωνες εισβολείς, το Κουόμιντανγκ ενδιαφέρεται από τη μια να συμμαχήσει με το κομμουνιστικό κόμμα, ενώ απ’ την άλλη δεν μειώνει καθόλου τον αγώνα του και τις πιέσεις του εναντίον τού κομμουνιστικού κόμματος και τού κινεζικού λαού. Το κομμουνιστικό κόμμα βρίσκεται πάντα στο πλευρό των λαϊκών μαζών, για τον αγώνα τους εναντίον τού ιμπεριαλισμού και τής φεουδαρχίας. Ωστόσο, στη σημερινή περίοδο τού αγώνα εναντίον των Ιαπώνων εισβολέων, δεδομένου ότι το Κουόμιντανγκ τάχθηκε υπέρ τής αντίστασης στους εισβολείς, το κομμουνιστικό κόμμα άρχισε να εφαρμόζει πολιτική μετριοπάθειας στο Κουόμιντανγκ και στις φεουδαρχικές δυνάμεις τής χώρας. Εξαιτίας όλων αυτών των συνθηκών, πότε σφραγίζεται μια συμμαχία ανάμεσα στα δυο αυτά κόμματα, και πότε ξαναρχίζει η μάχη. Άλλωστε, και στις περιόδους τής συμμαχίας, δημιουργούνται περιπλοκές στην κατάσταση, δεδομένου πως ταυτόχρονα υπάρχουν και η συμμαχία και η πάλη. Αν δεν μελετήσουμε τις ιδιομορφίες αυτών των αντίθετων απόψεων, δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε, όχι μόνο τις αμοιβαίες σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στο καθένα απ’ τα κόμματα και στις άλλες απόψεις, αλλά ούτε και τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα ίδια αυτά τα δυο κόμματα.
Έτσι, όταν μελετούμε τις ιδιομορφίες οποιωνδήποτε αντιφάσεων: τις αντιφάσεις στις διάφορες μορφές κίνησης τής ύλης, τις αντιφάσεις στις μορφές κίνησης στη διάρκεια των διαφόρων εξελικτικών διεργασιών, τις διάφορες απόψεις των αντιφάσεων στη μια ή στην άλλη διεργασία τής εξέλιξης, τις αντιφάσεις στις εξελικτικές διεργασίες στα διάφορα στάδια αυτών των διεργασιών, και επίσης, τις διάφορες απόψεις των αντιφάσεων στα διάφορα στάδια τής εξέλιξης — η μελέτη όλων αυτών των ιδιομορφιών των αντιφάσεων δεν επιτρέπει να παρασυρόμαστε σε υποκειμενικές αξιολογήσεις· εδώ, είναι απαραίτητη μια συγκεκριμένη ανάλυση. Χωρίς συγκεκριμένη ανάλυση, είναι αδύνατο να γνωρίσουμε οποιαδήποτε ιδιομορφία των αντιφάσεων. Πρέπει να θυμούμαστε πάντα τα λόγια τού Λένιν: συγκεκριμένη ανάλυση μας συγκεκριμένης κατάστασης.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν πρώτοι που μας έδωσαν θαυμάσια παραδείγματα γι’ αυτό το είδος τής συγκεκριμένης ανάλυσης.
Όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς εφαρμόσανε [στη μελέτη τής πορείας τής ιστορίας τής κοινωνίας] τον νόμο τής σύμφυτης αντίφασης που υπάρχει στα πράγματα και τα φαινόμενα, [ανακάλυψαν] την αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις, την αντίφαση ανάμεσα στην τάξη των εκμεταλλευτών και στην τάξη των εκμεταλλευομένων, όπως και την αυτοφυή αντίφαση ανάμεσα στην οικονομική βάση και στο πολιτικό, ιδεολογικό, κ.λπ. εποικοδόμημα· και είδαν πως αυτές οι αντιφάσεις στις διάφορες ταξικές κοινωνίες, υποκινούν αναπόφευκτα κοινωνικές επαναστάσεις με διαφορετικό χαρακτήρα.
Όταν ο Μαρξ εφάρμοσε αυτό τον νόμο στη μελέτη τής οικονομικής συγκρότησης τής κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, είδε πως θεμελιώδης αντίφαση αυτής τής κοινωνίας είναι η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα τής παραγωγής και στην ατομική μορφή τής [ιδιοκτησίας]. Αυτή η αντίφαση εκδηλώνεται με την αντίθεση ανάμεσα στον οργανωμένο χαρακτήρα τής παραγωγής στις μεμονωμένες επιχειρήσεις και στον ανοργάνωτο χαρακτήρα τής παραγωγής στο σύνολο τής σημερινής κοινωνίας. Και στις ταξικές σχέσεις, αυτή η αντίφαση εκδηλώνεται στην αντίθεση ανάμεσα στην καπιταλιστική και στην προλεταριακή τάξη.
Με την τεράστια ποικιλία των πραγμάτων και των φαινομένων και με τον απεριόριστο χαρακτήρα τής εξέλιξης, κάτι που σε μια ορισμένη περίπτωση είναι ιδιαίτερο, μπορεί, σε μια άλλη περίπτωση, να γίνει καθολικό. Η σύμφυτη με το καπιταλιστικό σύστημα αντίφαση, ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα τής παραγωγής και στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, υπάρχει γενικά σε όλες τις χώρες όπου υπάρχει και αναπτύσσεται ο καπιταλισμός. Για τον καπιταλισμό, αυτή η αντίθεση αποκτά καθολικό χαρακτήρα. Ωστόσο, αυτή η αντίφαση που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό εκπροσωπεί ένα φαινόμενο που είναι σύμφυτο σε ένα καθορισμένο ιστορικό στάδιο τής εξέλιξης τής ταξικής, γενικά, κοινωνίας, και, από την άποψη τής αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής στην ταξική, γενικά, κοινωνία, αυτή η αντίφαση προσιδιάζει ειδικά σ’ αυτ[ό]ν. Ωστόσο, αφού ανακάλυψε τον ειδικό χαρακτήρα όλων των αντιφάσεων τής κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, ο Μαρξ, ξεκινώντας απ’ αυτό, ανακάλυψε με ακόμα βαθύτερο, πιο ολοκληρωμένο και πιο πλήρη τρόπο, τον καθολικό χαρακτήρα τής αντίφασης που υπάρχει ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις στην ταξική, γενικά, κοινωνία.
Από το ίδιο το γεγονός πως το ιδιαίτερο είναι συνδεδεμένο με το καθολικό και πως σε κάθε φαινόμενο είναι εσωτερικά σύμφυτο όχι μονάχα το ιδιαίτερο που υπάρχει στην αντίφαση, αλλά και το καθολικό, [προκύπτει ότι] υπάρχει το καθολικό στο ιδιαίτερο. Όταν λοιπόν μελετούμε ένα καθορισμένο φαινόμενο, πρέπει να ανακαλύπτουμε αυτές τις δυο απόψεις και και την αμοιβαία σχέση μεταξύ τους, να ανακαλύπτουμε την αμοιβαία σχέση τού εν λόγω φαινομένου με τα πολυάριθμα άλλα εξωτερικά του φαινόμενα. Ο Στάλιν, στο περίφημο έργο του Οι αρχές τού λενινισμού, ενώ παρουσιάζει τις ιστορικές ρίζες τού λενινισμού, αναλύει ταυτόχρονα τη διεθνή κατάσταση όπου γεννήθηκε ο λενινισμός, αναλύει τις αντιφάσεις τού καπιταλισμού, που φθάσανε στο ζενίθ τους με τον ιμπεριαλισμό· δείχνει πως αυτές οι αντιφάσεις [οδήγησαν] στο να γίνει η προλεταριακή επανάσταση ζήτημα τής άμεσης πράξης και να δημιουργηθούν οι ευνοϊκές συνθήκες για μια άμεση επίθεση εναντίον τής κεφαλαιοκρατίας. Ακόμα, αναλύει τους λόγους που η Ρωσία έγινε το λίκνο τού λενινισμού, το γιατί η τσαρική Ρωσία έγινε το κρίσιμο σημείο όλων των αντιφάσεων τού ιμπεριαλισμού και γιατί μπόρεσε ακριβώς το ρωσικό προλεταριάτο να γίνει η προφυλακή τού διεθνούς επαναστατικού προλεταριάτου.
Έτσι, αφού ανέλυσε ό,τι το γενικό υπάρχει στις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τον ιμπεριαλισμό, ο Στάλιν απόδειξε πως ο λενινισμός είναι ο μαρξισμός τής εποχής τού ιμπεριαλισμού και τής προλεταριακής επανάστασης· αφού ανάλυσε ό,τι το ειδικό υπάρχει στις γενικές αντιφάσεις, ό,τι το χαρακτηριστικό υπάρχει στον ιμπεριαλισμό τής τσαρικής Ρωσίας, εξηγεί γιατί έγινε ακριβώς η Ρωσία η πατρίδα τής θεωρίας και τής πράξης τής προλεταριακής επανάστασης, και [πως] αυτό το ειδικό περιείχε άλλωστε ό,τι το γενικό υπήρχε στις εν λόγω αντιφάσεις. Αυτή η ανάλυση τού Στάλιν αποτελεί για μας πρότυπο για γνώση τού γενικού και τού ειδικού στις αντιφάσεις, και των αμοιβαίων σχέσεών τους.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, μα επίσης και ο Λένιν και ο Στάλιν, ασχολούμενοι με τη χρήση τής διαλεκτικής στη μελέτη των αντικειμενικών φαινομένων, πάντοτε έδειξαν πως ήταν απαράδεκτη κάθε υποκειμενική αυθαιρεσία, και πάντα τόνιζαν πως έπρεπε ξεκινώντας από τις συγκεκριμένες συνθήκες που είναι σύμφυτες με την κίνηση τής αντικειμενικής πραγματικότητας, να αναγνωρίσουμε τις συγκεκριμένες αντιφάσεις αυτών των φαινομένων, να μελετήσουμε τη συγκεκριμένη κατάσταση των απόψεων [κάθε] αντίφασης και τη συγκεκριμένη αμοιβαία σχέση των αντιθέτων. Οι δογματικοί μας σημειώνουν τη μια αποτυχία πάνω στην άλλη, ακριβώς γιατί δεν ακολουθούν αυτή τη διαδικασία. Πρέπει να πάρουμε μάθημα από τη χρεωκοπία των δογματι[κ]ών και να γίνουμε κύριοι τής επιστημονικής μεθόδου, γιατί δεν υπάρχουν άλλες μέθοδοι έρευνας.
Η σχέση ανάμεσα στον καθολικό και στον ειδικό χαρακτήρα τής αντίφασης είναι η σχέση ανάμεσα στο γενικό και στο ιδιαίτερο. Το γενικό έγκειται στην ύπαρξη αντιφάσεων σε όλες τις διεργασίες, στο γεγονός πως οι αντιφάσεις εισχωρούν σε όλες τις διεργασίες, από την αρχή ως το τέλος: αντιφατική είναι και η κίνηση και το πράγμα, και η διεργασία, και η σκέψη. Όταν αρνιόμαστε την αντίφαση στα πράγματα και στα φαινόμενα, είναι σα να αρνιόμαστε τα πάντα. Αυτός είναι καθολικός νόμος που ισχύει για όλους ανεξαιρέτως τους χρόνους και τους χώρους. Γι’ αυτό η αντίφαση είναι γενική και απόλυτη. Ωστόσο, αυτό το γενικό υπάρχει δια τού ιδιαιτέρου και χωρίς ιδιαίτερο δεν μπορεί να υπάρχει γενικό. Πώς μπορεί να υπάρξει γενικό όταν αποκλείσουμε κάθε τι το ιδιαίτερο; Το ιδιαίτερο δημιουργείται από το γεγονός πως κάθε αντίφαση έχει τον δικό της ειδικό χαρακτήρα. Κάθε τι το ιδιαίτερο είναι προσδιορισμένο, προσωρινό και κατά συνέπεια σχετικό.
4. Η κύρια αντίφαση και η κύρια άποψη τής αντίφασης
Στο ζήτημα τού ειδικού χαρακτήρα των αντιφάσεων, υπάρχουν ακόμα δύο στοιχεία πού πρέπει να μελετήσουμε ιδιαιτέρως: η κύρια αντίφαση και η κύρια άποψη τής αντίφασης.
Σε κάθε πολύπλοκη εξελικτική πορεία των φαινομένων, υπάρχει μια ολόκληρη σειρά από αντιφάσεις που ανάμεσά τους υπάρχει πάντα μια που είναι η κύρια αντίφαση· η ύπαρξη και η εξέλιξή της προσδιορίζουν την ύπαρξη και την εξέλιξη των άλλων [τις οποίες] επηρεάζ[ει].
Στην καπιταλιστική κοινωνία, π.χ., οι δυο αντιτιθέμενες δυνάμεις, το προλεταριάτο και η αστική τάξη, αποτελούν την κύρια αντίφαση. Οι άλλες αντιφάσεις, όπως, π.χ., η αντίθεση ανάμεσα σ’ εκείνο που απομένει από τη φεουδαλική τάξη και στην αστική τάξη, η αντίθεση ανάμεσα στους αγρότες μικροϊδιοκτήτες και στην αστική τάξη, [η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και στους αγρότες μικροϊδιοκτήτες], η αντίθεση ανάμεσα στη μη μονοπωλιακή και στη μονοπωλιακή αστική τάξη, η αντίθεση ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και στον φασισμό, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις κεφαλαιοκρατικές χώρες, οι αντιθέσεις ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και στις αποικίες, και οι άλλες αντιφάσεις: όλα αυτά καθορίζονται από την κύρια αντίφαση και βρίσκονται υπό την επίδρασή της.
Στις ημιαποικιακές χώρες, όπως είναι, παραδείγματος χάρη η Κίνα, οι σχέσεις ανάμεσα στην κύρια αντίφαση και στις δευτερεύουσες αντιφάσεις δημιουργούν πολύπλοκη εικόνα.
Στην περίπτωση όπου οι ιμπεριαλιστές κήρυχναν τον πόλεμο σε μια χώρα, οι διάφορες τάξεις αυτής τής χώρας, εκτός από μια μικρή κλίκα των εθνοπροδοτών, μπορούν να ενωθούν προσωρινά για να διεξαγάγουν τον πόλεμο εναντίον τού ιμπεριαλισμού. Σ’ αυτή την περίπτωση, η αντίθεση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και στην εν λόγω χώρα γίνεται η κύρια αντίθεση, και όλες οι αντιθέσεις των διαφόρων τάξεων στο εσωτερικό τής χώρας (και μαζί η η κύρια αντίθεση ανάμεσα στο φεουδαλικό καθεστώς και στις λαϊκές μάζες) υποχωρούν προσωρινά σε δευτερώτερο επίπεδο και έχουν μόνο δευτερεύουσα θέση. Αυτή η κατάσταση χαρακτήρισε τον πόλεμο τού όπιου στα 1840 στην Κίνα, τον κινεζοϊαπωνικό πόλεμο τού 1894, τον πόλεμο των Μπό[ξ]ερ[ς] στα 1900 και χαρακτηρίζει επίσης και τον σημερινό κινεζοϊαπωνικό πόλεμο.
Ωστόσο, σε άλλη κατάσταση, οι αντιφάσεις μετατοπίζονται. Όταν ο ιμπεριαλισμός δεν καταφεύγει στην ένοπλη καταπίεση, αλλά χρησιμοποιεί πιο μετριοπαθείς μορφές καταπίεσης, την πίεση δηλαδή στον πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό και άλλους τομείς, τότε η κυρίαρχη τάξη τής ημιαποικιακής χώρας μπορεί να συνθηκολογήσει με τον ιμπεριαλισμό· έτσι δημιουργείται μεταξύ τους μια συμμαχία που έχει για σκοπό της την κοινή καταπίεση των λαϊκών μαζών. Σ’ αυτή την περίπτωση οι λαϊκές μάζες καταφεύγουν συχνά στον εμφύλιο πόλεμο σα μορφή πάλης εναντίον τού συνασπισμού των ιμπεριαλιστών και τής φεουδαλικής τάξης. Όσο για τον ιμπεριαλισμό, αυτός, χωρίς να καταφεύγει σε άμεση δράση, χρησιμοποιεί συχνά πλάγια μέσα για να βοηθήσει τις αντιδραστικές δυνάμεις τής ημιαποικιακής χώρας να καταπιέσουν τον λαό. Σ’ αυτή την περίπτωση, οι εσωτερικές αντιθέσεις αποκτούν ιδιαίτερη οξύτητα. Αυτή η κατάσταση χαρακτήρισε τον επαναστατικό πόλεμο τού 1911, τον επαναστατικό πόλεμο τού 1924-1927 και τον δεκαετή αγροτοεπαναστατικό πόλεμο που συνεχίστηκε στην Κίνα ύστερα από τα 1927. Ανάλογη κατάσταση παρατηρούμε στους εσωτερικούς πολέμους ανάμεσα στις διάφορες ηγετικές αντιδραστικές κλίκες των ημιαποικιακών χωρών, όπως π.χ. στους πολέμους μεταξύ των μιλιταριστών τής Κίνας.
Όταν σε μια χώρα ο επαναστατικός πόλεμος αποκτά τέτοια δύναμη που αρχίζει να απειλεί την ίδια την ύπαρξη τού ιμπεριαλισμού και τους πράκτορές του, τότε η εσωτερική αντίδραση, ο ιμπεριαλισμός, για να διατηρήσει την κυριαρχία του, καταφεύγει και σε άλλα μέσα εκτός από εκείνα που αναφέραμε προηγούμενα: ή σπέρνει τη διχόνοια στο επαναστατικό στρατόπεδο ή προκαλεί άμεσα την επέμβαση των ξένων ένοπλων δυνάμεων για να βοηθήσουν την εσωτερική αντίδραση. Σ’ αυτή την περίπτωση, ανάμεσα στον ξένο ιμπεριαλισμό και την εσωτερική αντίδραση αυτής τής χώρας, που συνασπίζονται με απόλυτα κατάφωρο τρόπο στον ένα πόλο, και στις λαϊκές μάζες, που συνασπίζονται στον άλλο, εμφανίζεται η κύρια αντίφαση που προσδιορίζει την εξέλιξη ή επηρεάζει την εξέλιξη των άλλων αντιθέσεων. Παράδειγμα μιας τέτοιας ένοπλης επέμβασης είναι η βοήθεια των ξένων κεφαλαιοκρατικών χωρών στους αντιδραστικούς τής Ρωσίας, ύστερα από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Και παράδειγμα διχασμού τού επαναστατικού μετώπου είναι η προδοσία τού Τσιάνγκ Κάι-Σεκ στα 1927.
Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει καμιά απολύτως αμφιβολία πως σε κάθε μια από τις διάφορες εξελικτικές φάσεις τής πορείας, υπάρχει μόνο μία κύρια αντίφαση πού παίζει πρωτεύοντα ρόλο.
Έτσι, αν υπάρχουν πολλές αντιφάσεις σε κάθε διεργασία, ωστόσο υπάρχει πάντα μία πού είναι η κύρια αντίφαση και που παίζει βασικό, αποφασιστικό ρόλο, ενώ οι άλλες κατέχουν δευτερεύουσα υποδεέστερη θέση. Κατά συνέπεια, όταν μελετούμε μια διεργασία, αν είναι πολύπλοκη διεργασία που περιέχει περισσότερες από δύο αντιφάσεις, πρέπει να προσπαθούμε να βρίσκουμε την κύρια αντίφαση. Και αφού την προσδιορίσουμε, είναι εύκολο να λύσουμε όλα τα προβλήματα. Αυτή είναι η μέθοδος που μας υπόδειξε ο Μαρξ μελετώντας τον καπιταλισμό. [Πρόκειται για] την ίδια μέθοδο που μας υποδείχνουν και ο Λένιν και ο Στάλιν στη μελέτη τους για τον ιμπεριαλισμό και τη γενική κρίση τής κεφαλαιοκρατίας, στη μελέτη τους για την οικονομία τής Σοβιετικής Ένωσης. Χιλιάδες και χιλιάδες σοφοί και πρακτικοί δεν [την] καταλαβαίνουν, με αποτέλεσμα να περιπλανιούνται κυριολεκτικά στα σκοτάδια, να μη βρίσκουν τον κύριο κρίκο κι έτσι να μη μπορούν να βρουν [κάποιο τρόπο] για να λύσουν τις αντιφάσεις.
Είπαμε παραπάνω πως δεν πρέπει να μελετάμε με τον ίδιο τρόπο όλες τις αντιφάσεις που υπάρχουν σε μια διεργασία, πως είναι ανάγκη να διακρίνουμε σ’ αυτές την κύρια αντίφαση από τις δευτερεύουσες αντιφάσεις και αφού γίνει αυτό, το ουσιώδες είναι να σταθούμε στην κύρια αντίφαση. Μα μπορούμε τάχα να μελετούμε με τον ίδιο τρόπο και τις δυο απόψεις των διαφόρων αντιφάσεων, είτε πρόκειται για την κύρια αντίφαση είτε για τις δευτερεύουσες αντιφάσεις; Όχι, ούτε αυτό μπορούμε να κάνουμε. Οι απόψεις οποιασδήποτε αντίφασης εξελίσσονται με άνισο τρόπο. Πολλές φορές φαίνεται σα να υπάρχει κάποια ισορροπία μεταξύ τους, μα αυτή είναι προσωρινή και σχετική κατάσταση· η βασική κατάσταση είναι η άνιση εξέλιξη. Από τις δυο απόψεις τής αντίφασης, η μια είναι αναπόφευκτα η κύρια, ενώ η άλλη είναι η δευτερεύουσα. Η κύρια είναι εκείνη που παίζει τον βασικό ρόλο στην αντίφαση. Ο χαρακτήρας των πραγμάτων και των φαινομένων προσδιορίζεται κατά βάθος από την κύρια άποψη τής αντίφασης που κατέχει την κύρια θέση.
Αλλά αυτή η θέση των απόψεων τής αντίφασης δεν είναι αναλλοίωτη — αφού η κύρια και η δευτερεύουσα άποψη μετατρέπονται η μια στην άλλη, και ανάλογα μεταβάλλεται και ο χαρακτήρας των φαινομένων. Αν σε μια δεδομένη διεργασία ή σ’ ένα ορισμένο στάδιο τής εξέλιξης τής αντίφασης, η κύρια άποψή της είναι Α και η δευτερεύουσα άποψή της Β, σε ένα άλλο στάδιο τής εξέλιξης ή σε μια άλλη εξελικτική διεργασία, η σχετική θέση των απόψεων αλλάζει· αλλάζει ανάλογα με τον βαθμό τής αλλαγής στη σχέση των δυνάμεων ανάμεσα στις δυο απόψεις τής αντίφασης που αντιπαλαίουν στην εξελικτική διεργασία τού φαινομένου.
Λέμε συχνά πως «το καινούργιο αντικαθιστά το παλιό». Η αντικατάσταση τού παλιού με το καινούργιο είναι γενικός και απαράγραπτος νόμος τού σύμπαντος. Η μετατροπή ενός φαινομένου σε ένα άλλο με ένα πήδημα που δημιουργείται υπό ποικίλες μορφές, ανάλογα με το χαρακτήρα τού καθ’ αυτού φαινομένου και με τις συνθήκες όπου βρίσκεται, είναι η διεργασία τής αντικατάστασης τού παλιού με το καινούργιο. Σε κάθε φαινόμενο υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στο καινούργιο και στο παλιό που γεννάει μια σειρά από διαμάχες με ελικοειδή πορεία. Στο τέλος αυτής τής διαμάχης βλέπουμε το καινούργιο να μεγαλώνει και να ανυψώνεται στον ηγετικό ρόλο· αντίθετα, το παλιό φθείρεται και χάνεται· και μόλις υπερνικήσει το καινούργιο το παλιό, το παλιό φαινόμενο με την ποιότητα του μετατρέπεται σε ένα καινούργιο φαινόμενο με δική του ποιότητα. Απ’ αυτό προκύπτει πως η ποιότητα των πραγμάτων και των φαινομένων προσδιορίζεται βασικά από την κύρια άποψη τής αντίφασης που κατέχει κυρίαρχη θέση. Όταν τροποποιείται η κύρια άποψη τής αντίφασης, που κατέχει βασική θέση, τότε η ποιότητα τού φαινομένου υφίσταται αντίστοιχη τροποποίηση.
Η κεφαλαιοκρατία που στην παλιά φεουδαλική κοινωνία κατείχε υποτελή θέση, γίνεται η κυρίαρχη δύναμη στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία, και ο χαρακτήρας τής κοινωνίας υφίσταται αντίστοιχη μετατροπή: από φεουδαλικός, γίνεται κεφαλαιοκρατικός. Όσο για τη φεουδαρχία, από κυρίαρχη δύναμη που ήταν στο παρελθόν, στην καινούργια κεφαλαιοκρατική κοινωνία γίνεται υποτελής δύναμη και φθίνει βαθμιαία. Αυτό συνέβη, π.χ., στην Αγγλία και στη Γαλλία. Με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η αστική τάξη, από καινούργια και προοδευτική τάξη, γίνεται παλιά τάξη, παίζει αντιδραστικό ρόλο, και τελικά ανατρέπεται από το προλεταριάτο, και γίνεται απαλλοτριωμένη και έκπτωτη τάξη. Και αυτή η τάξη θα χαθεί με τον καιρό. Το προλεταριάτο, που αριθμητικά ξεπερνάει πολύ την αστική τάξη, που αναπτύχθηκε ταυτόχρονα μ’ αυτήν, μα που βρίσκεται υπό την επίδρασή της, αποτελεί μια καινούργια δύναμη, που στην αρχική περίοδο είχε θέση εξάρτησης αναφορικά με την αστική τάξη· μεγαλώνει βαθμιαία, ενισχύεται, και μετατρέπεται σε ανεξάρτητη τάξη που παίζει ηγετικό ρόλο στην ιστορία, σε τάξη που τελικά φθάνει στην εξουσία και γίνεται κυρίαρχη. Απ’ αυτό το γεγονός μεταβάλλεται ο χαρακτήρας τής κοινωνίας — από παλιά κεφαλαιοκρατική κοινωνία, γίνεται μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία. Αυτός είναι ο δρόμος που διέτρεξε η Σοβιετική Ένωση και που θα τον ακολουθήσουν αναπόφευκτα και όλες οι άλλες χώρες.
Όσο για την Κίνα, ο ιμπεριαλισμός κατέχει την προέχουσα θέση στην αντιφατική πορεία τής μετατροπής της σε ημιαποικιακή χώρα. Ο ιμπεριαλισμός καταπιέζει τον κινεζικό λαό, και από ανεξάρτητη χώρα, η Κίνα έγινε ημιαποικιακή χώρα. Μα αναπόφευκτα η κατάσταση θα αλλάξει: μέσα στις συνθήκες τής πάλης, οι δυνάμεις που μεγάλωσαν από τα σπλάχνα τού κινεζικού λαού, με την ηγεσία τού προλεταριάτου, θα μεταβάλουν αναπόφευκτα την ημιαποικιακή Κίνα σε ανεξάρτητο κράτος, και ο ιμπεριαλισμός θα ανατραπεί. Η παλιά Κίνα θα γίνει αναπόφευκτα η νέα Κίνα.
Η μετατροπή τής παλιάς Κίνας σε νέα Κίνα περιλαμβάνει επίσης μια μετατροπή τής κατάστασης των παλιών, φεουδαλικών δυνάμεων, και των νέων, των λαϊκών δυνάμεων. Η παλιά φεουδαλική τάξη των γαιοκτημόνων θα ανατραπεί, και από κυρίαρχη τάξη θα γίνει κυριαρχούμενη και θα χαθεί σιγά-σιγά. Όσο για τον λαό, με την ηγεσία τού προλεταριάτου, από κυριαρχούμενος θα γίνει κυρίαρχος λαός. Έτσι, θα μεταβληθεί ο χαρακτήρας τής κινεζικής κοινωνίας, δηλαδή η ημιαποικιακή και ημιφεουδαλική παλιά κοινωνία, θα γίνει μια καινούργια, δημοκρατική κοινωνία.
Τέτοιου είδους μεταβολές είχαν γίνει και στο παρελθόν. Η δυναστεία των Μαντζού, πού κυριάρχησε στην Κίνα επί τριακόσια σχεδόν χρόνια, ανατράπηκε με την επανάσταση τού 1911, και το επαναστατικό «Τουνγκμίνγκ-χουέι» που είχε ως αρχηγό τον Σουν Γιατ-Σεν είχε φθάσει στο σημείο να κερδίσει τη νίκη. Στον επαναστατικό πόλεμο τού 1924 – 1927, οι ενιαίες επαναστατικές δυνάμεις τού Κουόμιντανγκ και τού κομμουνιστικού κόμματος στα νότια τής Κίνας, από αδύνατες έγιναν ισχυρές, κέρδισαν τη νίκη στην εκστρατεία τού Βορρά και οι φοβεροί άλλοτε μιλιταριστές τού Πεϊγιάνγκ ανατράπηκαν. Στα 1927, οι λαϊκές δυνάμεις, [υπό] την ηγεσία τού κομμουνιστικού κόμματος, μειώθηκαν απότομα κάτω από τα πλήγματα τής αντίδρασης τού Κουόμιντανγκ, μα αφού εκκαθάρισαν τις γραμμές τους από τον οπορτουνισμό, ξαναπήραν σιγά-σιγά σημασία και δύναμη.Στα εδάφη των επαναστατικών βάσεων όπου ηγείτο το κομμουνιστικό κόμμα, οι δουλοπάροικοι αγρότες έγιναν οι κύριοι, και οι γαιοκτήμονες έπαθαντο αντίθετο. Έτσι γίνεται συνεχώς στον κόσμο, η αντικατάσταση τού παλιού με το καινούργιο, η εξαφάνιση τού παλιού και η εμφάνιση τού καινούργιου, ο θάνατος τού παλιού και η γέννηση τού καινούργιου ή η φθορά τού παλιού και η ανάπτυξη τού καινούργιου.
Στον επαναστατικό αγώνα, συμβαίνει οι δυσχέρειες να είναι περισσότερες από τις ευνοϊκές συνθήκες· σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι δυσχέρειες αποτελούν την κύρια άποψη και οι ευνοϊκές συνθήκες την δευτερεύουσα άποψη. Ωστόσο, οι επαναστάτες με τις προσπάθειές τους κατορθώνουν να υπερνικήσουν σιγά-σιγά τις δυσκολίες, να δημιουργήσουν καινούργιες, ευνοϊκές καταστάσεις και η δυσμενής κατάσταση παραχωρεί τη θέση της στην ευνοϊκή. Αυτό συνέβη ύστερα από την ήττα τής κινεζικής επανάστασης στα 1927, όπως και στον κόκκινο στρατό την εποχή τής Μακράς Πορείας. Και σήμερα, στον σινοϊαπωνικό πόλεμο, η Κίνα βρίσκεται πάλι σε δύσκολη κατάσταση, μα μπορούμε να την αλλάξουμε, να επιτύχουμε μια ριζική μεταβολή τής κατάστασης ανάμεσα στην Κίνα και στην Ιαπωνία. [Αντιστρόφως], η ευνοϊκή κατάσταση μπορεί να γίνει δυσμενής αν διαπράξουν σφάλματα οι επαναστάτες. Η νίκη πού κερδίσαμε στην επανάσταση τού 1924-1927 έγινε ήττα. Στα 1934, οι επαναστατικές βάσεις που δημιουργήθηκαν σε μια ολόκληρη σειρά επαρχιών τής μεσημβρινής Κίνας, χάθηκαν εντελώς ύστερα από το 1927.
Το ίδιο συμβαίνει και αναφορικά με την αντίφαση στην κίνηση από την άγνοια στη γνώση, στο θέμα τής αφομοίωσης των επιστημών. Από την αρχή κιόλας, όταν μόλις αρχίζουμε να μελετούμε τον μαρξισμό, υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στην άγνοιά μας ή στην περιορισμένη γνώση μας τού μαρξισμού, και στη γνώση τού μαρξισμού. Ωστόσο, αν τον μελετήσουμε με ζέση, μπορούμε στο τέλος να μεταβάλουμε αυτή την άγνοια σε γνώση; τις ασήμαντες γνώσεις σε βαθιές γνώσεις και την τυφλή εφαρμογή τού μαρξισμού σε εφαρμογή συνειδητή και τέλεια.
Πολλοί θεωρούν πως υπάρχουν αντιφάσεις όπου δεν ισχύει [...] αυτή η θέση: όταν παραδείγματος χάρη, στην αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής, την κύρια άποψη την αποτελούν οι παραγωγικές δυνάμεις, στην αντίφαση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, την κύρια άποψη την αποτελεί η πράξη· στην αντίφαση ανάμεσα στην οικονομική βάση και στο εποικοδόμημα, την κύρια άποψη την εκπροσωπεί η οικονομική βάση, και η αμοιβαία, ας πούμε, θέση των απόψεων δεν υφίσταται καμιά μεταβολή· αλλά αυτή είναι αντίληψη χαρακτηριστική τού μηχανιστικού ματεριαλισμού, και όχι τού διαλεκτικού ματεριαλισμού. Εννοείται πως οι παραγωγικές δυνάμεις, η πράξη και η οικονομική βάση, παίζουν γενικά, τον κύριο και αποφασιστικό ρόλο, και όποιος το αρνείται δεν είναι ματεριαλιστής. Πρέπει, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε πως σε ορισμένες συνθήκες οι σχέσεις παραγωγής μπορούν, όπως ακριβώς η θεωρία ή το εποικοδόμημα, να παίζουν κι αυτές με τη σειρά τους αποφασιστικό και κύριο ρόλο. Όταν, χωρίς καμιά μεταβολή των σχέσεων παραγωγής, οι παραγωγικές δυνάμεις δεν μπορούν να αναπτυχθούν άλλο, τότε η μετατροπή των σχέσεων παραγωγής παίζει τον κύριο και αποφασιστικό ρόλο. Όταν, όπως λέει ο Λένιν, «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα», τότε ή δημιουργία και η διάδοση τής επαναστατικής θεωρίας, παίζουν τον κύριο και αποφασιστικό ρόλο. Όταν πρέπει να συντελεστεί ένα έργο (αδιάφορο ποιο) και λείπει ο προσανατολισμός, η μέθοδος, το σχέδιο ή οι καθορισμένες πολιτικές κατευθύνσεις, τότε η επεξεργασία τού προσανατολισμού, τού σχεδίου ή των πολιτικών κατευθύνσεων γίνεται απαραίτητη και αποφασιστική. Όταν το πολιτικό, πολιτιστικό κ.τ.λ. οικοδόμημα παρεμποδίζει την ανάπτυξη τής οικονομικής βάσης, τότε γίνονται απαραίτητες και αποφασιστικές οι πολιτικές και πολιτιστικές μεταβολές. Να αντιβαίνουν τάχα αυτές οι θέσεις προς τον ματεριαλισμό; Όχι, γιατί αναγνωρίζουμε πως στη γενική πορεία της ιστορικής εξέλιξης, το υλικό στοιχείο προσδιορίζει το νοητικό, και πως το κοινωνικό [και νοητικό] ον προσδιορίζει την κοινωνική συνείδηση, μα ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε και πρέπει να αναγνωρίζουμε, την αντεπενέργεια τού [νοητικού] στο υλικό, την αντεπενέργεια τής κοινωνικής συνείδησης στο κοινωνικό ον, την αντεπενέργεια τού υπεροικοδομήματος στην οικονομική βάση. Στο μεταξύ δεν έχουμε αντιρρήσεις για τον ματεριαλισμό, αλλά αντικρούοντας τον μηχανιστικό ματεριαλισμό, υπερασπίζουμε τον διαλεκτικό ματεριαλισμό.
Αν, στη μελέτη τού προβλήματος τού ειδικού χαρακτήρα των αντιφάσεων, αρνηθούμε να μελετήσουμε τα δυο αυτά ζητήματα — την κύρια αντίφαση και τις δευτερεύουσες αντιφάσεις σε μια δεδομένη διεργασία, και την κύρια και τη δευτερεύουσα άποψη τής αντίφασης — αν δηλαδή αρνηθούμε να μελετήσουμε τις διαφορές που υπάρχουν στις αντιφάσεις, τότε πέφτουμε στην αφαίρεση, είμαστε ανίκανοι να καταλάβουμε με συγκεκριμένο τρόπο τι συμβαίνει με τις αντιφάσεις, αλλά και ανίκανοι να βρούμε τη σωστή μέθοδο για να λύσουμε τις αντιφάσεις. Αυτές οι διαφορές που υπάρχουν στις αντιφάσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, εξηγούνται με την ανισότητα τής εξέλιξης των αντιφάσεων. Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να αναπτύσσεται με απόλυτα κανονικό τρόπο, και πρέπει να καταπολεμήσουμε τη θεωρία τής κανονικότητας ή τη θεωρία τής ισορροπίας. Και ακριβώς στην ανισότητα τής εξέλιξης των αντιφάσεων και στις μεταβολές όπου υπόκεινται η κύρια άποψη και η δευτερεύουσα άποψη τής αντίφασης στην εξελικτική διεργασία, εκεί ακριβώς εκδηλώνεται η δύναμη τού καινούργιου που έρχεται να αντικαταστήσει το παλιό. Η μελέτη των διαφόρων καταστάσεων ανισότητας στην εξέλιξη των αντιφάσεων, η μελέτη τής κύριας αντίφασης και των δευτερευουσών αντιφάσεων, τής κύριας άποψης και τής δευτερεύουσας άποψης τής αντίφασης, είναι μια από τις σημαντικές μεθόδους που επιτρέπουν σε ένα επαναστατικό Κόμμα να καθορίσει σωστά τη στρατηγική του και την πολιτική και στρατιωτική τακτική του, και πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συνεχούς προσοχής για όλους τούς κομμουνιστές.
5. Η ταυτότητα και η πάλη των αντιθέτων
Αφού διευκρινίσαμε το πρόβλημα τού καθολικού και ειδικού χαρακτήρα τής αντίφασης, πρέπει τώρα να περάσουμε στη μελέτη τής ταυτότητας και τής πάλης των αντιθέτων.
Η ταυτότητα, η ενότητα, η σύμπτωση, η αλληλοδιείσδυση, ο αμοιβαίος επηρεασμός, η αλληλεξάρτηση (ή ο αλληλοπροσδιορισμός), η αλληλουχία, η αλληλεπίδραση, είναι διάφοροι όροι για την ίδια έννοια που ανάγεται στις εξής δύο θέσεις:
1. Η καθεμιά από τις δύο απόψεις όλης τής αντίφασης στην εξελικτική διεργασία των φαινομένων, προϋποθέτει την ύπαρξη τής άλλης αντίθετης άποψης, ενώ και οι δυο τους συνυπάρχουν στην ενότητα.
2. Η κάθε μια από τις αντίθετες απόψεις, υπό ορισμένες συνθήκες, μετατρέπεται στο αντίθετό της.
Αυτό ονομάζεται ταυτότητα.
Ο Λένιν λέει:
«Διαλεκτική είναι η θεωρία που δείχνει πώς μπορούν τα αντίθετα να γίνουν, και συνήθως είναι (και πώς γίνονται) ταυτόσημα — υπό ποιες προϋποθέσεις είναι ταυτόσημα, μετατρεπόμενα το ένα στο άλλο — γιατί το ανθρώπινο πνεύμα δεν πρέπει να θεωρεί αυτά τα αντίθετα ως νεκρά και παγιωμένα, αλλά ως ζωντανά, προσδιοριζόμενα, κινητά, που μετατρέπονται το ένα στο άλλο».
Ποιο είναι το νόημα αυτών των λόγων τού Λένιν;
Τα αντίθετα, σε όλες τις διεργασίες, αποκλείουν το ένα το άλλο και αντιτίθενται πάντα το ένα στο άλλο. Και στις εξελικτικές διεργασίες όλων των φαινομένων τού κόσμου και τής ανθρώπινης σκέψης, υπάρχουν πολλές τέτοιου είδους αντιφατικές απόψεις· δεν υπάρχουν εξαιρέσεις., Σε μια απλή διεργασία, μόνο ένα ζεύγος αντιθέτων υπάρχει, ενώ στις πολύπλοκες διεργασίες, υπάρχουν περισσότερα. Αυτά τα ζεύγη των αντιθέτων, έρχονται, πάλι, σε αντίθεση μεταξύ τους. Έτσι είναι όλα τα φαινόμενα του αντικειμενικού κόσμου και τής ανθρώπινης σκέψης, και έτσι τίθενται σε κίνηση.
Απ’ αυτό συνάγεται πως οι αντιφατικές απόψεις δεν μπορούν να υπάρχουν μεμονωμένα, η μία χωρίς την άλλη. Αν λείψει η μια από τις δυο αντίθετες, αντιφατικές απόψεις, τότε εξαφανίζονται και οι προϋποθέσεις ζωής τής άλλης άποψης. Σκεφθείτε: μπορεί να ζήσει μεμονωμένο το ένα από [τα] δύο αντίθετα φαινόμενα, η μια από [τις] δύο αντίθετες έννοιες που γεννιούνται στη συνείδηση τού ανθρώπου; Όταν δεν υπάρχει ζωή, δεν υπάρχει και θάνατος· όπου δεν υπάρχει θάνατος, δεν υπάρχει και ζωή. Όταν δεν υπάρχει το υψηλό, δεν υπάρχει και το χαμηλό, και χωρίς χαμηλό δεν υπάρχει το υψηλό. Χωρίς δυστυχία δεν υπάρχει ευτυχία, και χωρίς ευτυχία δεν υπάρχει δυστυχία. Χωρίς το εύκολο δεν υπάρχει το δύσκολο και χωρίς το δύσκολο δεν υπάρχει το εύκολο. Όταν δεν υπάρχει γαιοκτήμονας δεν υπάρχει σέμπρος και χωρίς σέμπρο δεν υπάρχει γαιοκτήμονας. Χωρίς αστική τάξη δεν υπάρχει προλεταριάτο, και χωρίς προλεταριάτο δεν υπάρχει αστική τάξη. Χωρίς εθνικιστική ιμπεριαλιστική καταπίεση, δεν υπάρχουν αποικίες και ημιαποικιακές χώρες, και χωρίς αποικιακές και ημιαποικιακές χώρες, δεν υπάρχει εθνικιστική ιμπεριαλιστική καταπίεση. Το ίδιο συμβαίνει με όλα τα αντίθετα. Σε ορισμένες συνθήκες, απ’ τη μια μεριά αντιτίθενται, και από την άλλη συσχετίζονται και αλληλοεισδύονται, αλληλεπηρεάζονται και αλληλεξαρτώνται. Αυτό ονομάζεται ταυτότητα. Η μη ταυτότητα προσιδιάζει σε όλες τις αντιφατικές απόψεις, σε καθορισμένες συνθήκες, και γι’ αυτό τις ονομάζουμε αντίθετες, αλλά ταυτόχρονα, υπάρχει μια ταυτότητα μεταξύ τους και γι’ αυτό αλληλοσυνδέονται. Σ’ αυτό ακριβώς αναφέρονται τα λόγια τού Λένιν, πως η διαλεκτική μελετάει «πώς μπορούν τα αντίθετα να γίνουν και είναι συνήθως (και πώς γίνονται) ταυτόσημα…» Πώς μπορούν να είναι: Ακριβώς από το γεγονός πως η υπόστασή τους αλληλοπροσδιορίζεται. Αυτή είναι ή πρώτη σημασία τής έννοιας «ταυτότητα».
Μα είναι τάχα αρκετό να πούμε πώς η ύπαρξη των δύο απόψεων τής αντίφασης προσδιορίζεται αμοιβαία, πως υπάρχει μια ταυτότητα ανάμεσά τους και πως, γι’ αυτό τον λόγο, συνυπάρχουν μέσα στην ενότητα; Όχι, αυτό δεν αρκεί. Το ζήτημα δεν περιορίζεται στο γεγονός πως οι δυο απόψεις τής αντίφασης αλληλοπροσδιορίζονται: ένα ακόμα σημαντικότερο γεγονός είναι πως τα αντίθετα μεταβάλλονται το ένα στο άλλο. Αυτό σημαίνει πως η κάθε μια από τις δυο αντιφατικές απόψεις που είναι σύμφωνες σ’ ένα φαινόμενο, σε ορισμένες συνθήκες μετατρέπεται στο αντίθετό της και παίρνει τη θέση τής αντίθετης άποψης. Αυτό είναι το δεύτερο νόημα τής έννοιας «ταυτότητα των αντιθέτων».
Γιατί λοιπόν να υπάρχει ταυτότητα; Κοιτάξτε: με την επανάσταση, το προλεταριάτο γίνεται από κυριαρχούμενη τάξη, κυρίαρχη, και η αστική τάξη που κυριαρχούσε ώς τα τότε μετατρέπεται σε κυριαρχούμενη τάξη, και παίρνει τη θέση που κατείχε ο αντίποδάς της. Αυτό έχει συντελεστεί κιόλας στη Σοβιετική Ένωση, και θα γίνει σε ολόκληρο τον κόσμο. Τίθεται λοιπόν το ζήτημα: πώς θα μπορούσαν να προκληθούν τέτοιες αλλαγές, αν δεν υπάρχει ούτε σύνδεσμος, ούτε ταυτότητα ανάμεσα σ’ αυτά τα αντίθετα, σε ορισμένες συνθήκες;
Το Κουόμιντανγκ, που έπαιξε κάποιο θετικό ρόλο σε μια ορισμένη τάση τής σύγχρονης ιστορίας τής Κίνας, εξαιτίας τής ταξικής του φύσης και με τις υποσχέσεις τού ιμπεριαλισμού (κι αυτές συνθήκες είναι), πήρε από τα 1927 τον δρόμο τής αντεπανάστασης· αλλά όταν οι κινεζοϊαπωνικές αντιθέσεις έγιναν βαθύτερες και εφαρμόστηκε η πολιτική τού ενιαίου μετώπου από το κομμουνιστικό κόμμα (είναι κι αυτές συνθήκες), αναγκάστηκε να ταχθεί υπέρ τής αντίστασης στη Ιαπωνία, έτσι ανάμεσα στα αντίθετα που μετατρέπο[νται] το ένα το άλλο, υπάρχει μια καθορισμένη ταυτότητα.
Η πορεία τής αγροτικής επανάστασης που επιτελούμε συνίσταται και θα συνίσταται στο εξής: η τάξη των γαιοκτημόνων που κατέχει τη γη, μετατρέπεται σε μια τάξη ακτημόνων, και οι ακτήμονες χωρικοί [αποκτούν γη] και γίνονται μικροϊδιοκτήτες. Η παρουσία και η απουσία, η απόκτηση και η απώλεια, σε ορισμένες συνθήκες, αλληλοσυνδέονται και υπάρχει ταυτότητα μεταξύ τους. Στις συνθήκες τού σοσιαλισμού, η ατομική ιδιοκτησία των χωρικών θα μεταβληθεί κι αυτή με τη σειρά της σε κοινωνική ιδιοκτησία, στη σοσιαλιστική γεωργία· αυτό έχει συντελεστεί κιόλας στη Σοβιετική Ένωση και θα συντελεστεί και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ανάμεσα στην ιδιωτική ιδιοκτησία και στην κοινωνική ιδιοκτησία, υπάρχει μια γέφυρα που οδηγεί από τη μια στην άλλη· στη φιλοσοφία, αυτό ονομάζεται ταυτότητα, αμοιβαία μετατροπή, αλληλοδιείσδυση.
Όταν ενισχύουμε τη δικτατορία τού προλεταριάτου ή τη δικτατορία τού λαού, προπαρασκευάζουμε τις προϋποθέσεις που θα εξασφαλίσουν την κατάργηση αυτής τής δικτατορίας και τη μετάβαση σε μιαν ανώτερη βαθμίδα όπου θα εξαφανιστεί το κράτος ως κράτος. Όταν δημιουργούμε και αναπτύσσουμε το κομμουνιστικό κόμμα, προπαρασκευάζουμε τις προϋποθέσεις που θα εξασφαλίσουν την εξαφάνιση τού κομμουνιστικού κόμματος και όλων γενικά των πολιτικών κομμάτων. Όταν δημιουργούμε ένα επαναστατικό στρατό, προπαρασκευάζουμε τις προϋποθέσεις εκείνες που θα εξασφαλίσουν την παντοτινή κατάργηση τού πολέμου. Έχουμε εδώ ένα σωρό αντίθετα, που όμως προσδιορίζουν το ένα το άλλο.
Ξέρουμε πως ο πόλεμος και η ειρήνη είναι φαινόμενα που αλληλομεταβάλλονται. Τον πόλεμο τον αντικαθιστά η ειρήνη· π.χ. ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος μετατράπηκε σε μεταπολεμική ειρήνη. Σήμερα, σταμάτησε ο εμφύλιος πόλεμος στην Κίνα και η ειρήνη απλώθηκε σ’ όλη τη χώρα. Την ειρήνη την [αντικαθιστά] ο πόλεμος· στα 1927, π.χ., η συνεργασία τού Κουόμιντανγκ με το κομμουνιστικό κόμμα μετατράπηκε σε πόλεμο· είναι πιθανό πως η σημερινή ειρηνική κατάσταση στις διεθνείς σχέσεις θα μετατραπεί σ’ ένα καινούργιο παγκόσμιο πόλεμο. Γιατί γίνεται αυτό; Γίνεται, γιατί στην ταξική κοινωνία, ανάμεσα στα αντιφατικά φαινόμενα, όπως είναι ο πόλεμος και η ειρήνη, υπάρχει, σε ορισμένες συνθήκες, μια ταυτότητα.
Όλα τα αντίθετα αλληλοσχετίζονται, και όχι μονάχα συνυπάρχουν σε ένα όλον σε ορισμένες συνθήκες, αλλά σε άλλες ορισμένες συνθήκες αλληλομετατρέπονται — αυτή είναι η σημασία τής έννοιας «ταυτότητα των αντιθέτων» σε [όλη της τη σημασία]. Αυτό ακριβώς εννοεί και ο Λένιν όταν λέει:
« … Πώς μπορούν τα αντίθετα να είναι και είναι συνήθως (πώς γίνονται) ταυτόσημα, υπό ποιες προϋποθέσεις είναι ταυτόσημα, και μετατρέπουν το ένα το άλλο …
Γιατί «η ανθρώπινη νόηση δεν πρέπει να θεωρεί αυτά τα αντίθετα ως νεκρά, παγιωμένα, αλλά πρέπει να τα θεωρεί ως ζωντανά, προσδιοριζόμενα;»
Γιατί τα πράγματα και τα φαινόμενα που υπάρχουν αντικειμενικά είναι πραγματικά έτσι. Η ενότητα ή ταυτότητα των αντιφατικών απόψεων ενός φαινομένου που υπάρχει αντικειμενικά δεν είναι ποτέ νεκρή, απολιθωμένη, αλλά αντίθετα είναι ζωντανή, προσδιοριζόμενη, κινητή, πρόσκαιρη, σχετική. Όλα τα αντίθετα, σε καθορισμένες συνθήκες, αλληλομετατρέπονται, και η αντανάκλαση αυτής τής αντίληψης στην ανθρώπινη σκέψη αποτελεί τη μαρξιστική, ματεριαλιστική, διαλεκτική κοσμοθεωρία. Μόνο οι κυρίαρχες αντιδραστικές τάξεις που υπάρχουν σήμερα ή που υπήρξαν άλλοτε, και μαζί και η μεταφυσική που έχει τεθεί στην υπηρεσία τους, θεωρούσαν τα αντίθετα όχι σαν ζωντανά, προσδιοριζόμενα, κινητά και αλληλομετατρεπόμενα, αλλά σα νεκρά και απολιθωμένα· παντού προπαγανδίζουν αυτή τη λαθεμένη αντίληψη και φθείρουν τις λαϊκές μάζες για να παρατείνουν τη δική τους κυριαρχία. Το καθήκον των κομμουνιστών είναι να καταγγέλλουν τις ολέθριες ιδέες των αντιδραστικών και των μεταφυσικών, να προπαγανδίζουν τη σύμφυτη με τα πράγματα και τα φαινόμενα διαλεκτική, να συμβάλλουν στη μετατροπή ενός φαινομένου σ’ ένα άλλο, καινούργιο φαινόμενο, και τέλος να επιτύχουν τους αντικειμενικούς σκοπούς τής επανάστασης. Όταν λέμε πως, σε καθορισμένες συνθήκες, υπήρχε ενότητα των αντιθέτων, θεωρούμε πως αυτά τα αντίθετα είναι πραγματικά, συγκεκριμένα και πως η μεταμόρφωση τού ενός στο άλλο είναι όμοια πραγματική και συγκεκριμένη. Αν πάρουμε τις ποικίλες μεταμορφώσεις στους μύθους, όπως, π.χ., στο μύθο τής καταδίωξης τού ήλιου απ’ τον Κούα Φου, στο βιβλίο Σαν Χάι-Κινγκ, στο μύθο τής καταστροφής των εννιά ήλιων απ’ το τόξο τού ήρωα Γι, στο βιβλίοΧουαϊνάν Τσε, στο μύθο των 72 μεταμορφώσεων τού [Σουν] Ου-Κουνγκ, στο βιβλίο Σι Γου-Κι, και στο βιβλίο των μεταμορφώσεων των πνευμάτων και των αλεπούδων σε ανθρώπινα πλάσματα, στο βιβλίοΛιάο Τσάι Τσι Γι, κ.λπ., αυτές οι αμοιβαίες μεταμορφώσεις των αντιθέτων, σ’ αυτούς τους μύθους είναι αφελείς και παράξενες· είναι ο καρπός τής υποκειμενικής φαντασίας ανθρώπων εμπνευσμένων απ’ τις μεταμορφώσεις των αναρίθμητων και περίπλοκων αντιθέσεων που υπάρχουν στην πραγματικότητα· δεν πρόκειται καθόλου για πραγματικές μεταμορφώσεις που γεννήθηκαν από συγκεκριμένα αντίθετα.
«Κάθε απλοϊκή μυθολογία, υποβάλλει και διαμορφώνει τις δυνάμεις τής φύσης μέσ’ στη φαντασία και με τη φαντασία· και εξαφανίζεται κατά συνέπεια με την πραγματική εξουσίαση των φυσικών δυνάμεων». (Καρλ Μαρξ: Συμβολή στην κριτική τής πολιτικής οικονομίας)
Αν και τα αφηγήματα αυτά για τις αναρίθμητες μεταμορφώσεις που παρουσιάζονται σ’ αυτούς τους μύθους (και τους θρύλους) μπορεί να ευχαριστούν τους ανθρώπους, όσο δείχνουν τις δυνάμεις τής φύσης εξουσιασμένες από τον άνθρωπο, μ’ όλο που οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχουν «αιώνια γοητεία», οι μύθοι αυτοί ωστόσο δεν είχαν δημιουργηθεί με βάση [τις] προσδιοριζόμεν[ες] απ’ τις συγκεκριμένες αντιφάσεις καταστάσεις, γι’ αυτό δεν ήταν και η επιστημονική αντανάκλαση τής πραγματικότητας. Αυτό σημαίνει πως οι απόψεις που διαμορφώνουν τις αντιφάσεις στους μύθους ή στους θρύλους δεν έχουν πραγματική ενότητα· πρόκειται μονάχα για ενότητα φανταστική. Η ματεριαλιστική διαλεκτική, αντίθετα, αντανακλά επιστημονικά τις ενότητες μέσα στις πραγματικές μεταμορφώσεις.
Γιατί το αυγό μπορεί να μεταμορφωθεί σε νεοσσό και γιατί δεν μπορεί η πέτρα; Γιατί υπάρχει ταυτότητα ανάμεσα στον πόλεμο και στην ειρήνη κι όχι ανάμεσα στον πόλεμο και στην πέτρα; Γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να γεννήσει τίποτε άλλο εξόν από άνθρωπο; Ο λόγος στο προκείμενο είναι πως η ταυτότητα των αντιθέτων είναι δυνατή μόνο μέσα σε προσδιορισμένες, απαραίτητες συνθήκες. Δίχως αυτές τις προσδιορισμένες, τις απαραίτητες συνθήκες δεν μπορεί να υπάρχει καμιά ταυτότητα.
Γιατί η Φεβρουαριανή αστικοδημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία μεταβλήθηκε στην Οκτωβριανή σοσιαλιστική και προλεταριακή, ενώ η αστική γαλλική επανάσταση δεν έδωσε αμέσως μια σοσιαλιστική επανάσταση, και γιατί στα 1871 η παρισινή Κομμούνα τελικά ηττήθηκε; Γιατί η Μογγολία και η Κεντρική Ασία με το νομαδικό καθεστώς τους περνούν άμεσα στο σοσιαλισμό; Γιατί η κινεζική επανάσταση μπορεί να αποφύγει τον κεφαλαιοκρατικό δρόμο και να περάσει αμέσως στο σοσιαλισμό, δίχως ν’ ακολουθήσει τον παλιό ιστορικό δρόμο των χωρών τής Δύσης, δίχως να περάσει απ’ το στάδιο τής αστικής [δικτατορίας]; Αυτό εξηγείται μόνο απ’ τις συγκεκριμένες συνθήκες τής καθεμιάς απ’ τις εξεταζόμενες περιόδους. Αν στην εξελικτική διεργασία ενός φαινομένου, έχουν ωριμάσει κιόλας οι αναγκαίες καθορισμένες συνθήκες, τα καθορισμένα αντίθετα (δυο ή και περισσότερα) προσδιορίζονται αμοιβαία και αλληλομετατρέπονται το ένα στο άλλο. Αλλιώς όλα αυτά θα ήταν αδύνατα.
Έτσι παρουσιάζεται το πρόβλημα τής ταυτότητας. Τι είναι η πάλη; Τι σχέση υπάρχει ανάμεσα στην ταυτότητα και στην πάλη; Ο Λένιν λέει:
«Η ενότητα (η σύμπτωση, η ταυτότητα, το ισοδύναμο) των αντιθέτων είναι καθορισμένη, πρόσκαιρη, εφήμερη, σχετική. Η πάλη των αμοιβαία αποκλειομένων αντιθέτων είναι απόλυτη, όπως είναι και η εξέλιξη και η κίνηση».
Για ποιο πράγμα μιλάει εδώ ο Λένιν;
Επειδή όλες οι διεργασίες έχουν μια αρχή κι ένα τέλος, για τούτο μεταμορφώνονται στο αντίθετό τους. Η μονιμότητα όλων των διεργασιών είναι σχετική, ενώ η μεταβλητότητά τους, που εκφράζεται στη μεταμόρφωση μιας διεργασίας σε μια άλλη, είναι απόλυτη.
Δυο καταστάσεις προσιδιάζουν σε κάθε φαινόμενο στην κίνησή του — μια κατάσταση σχετικής ανάπαυσης και μια κατάσταση προφανούς μεταβολής. Οι δυο αυτές καταστάσεις προκαλούνται απ’ την αμοιβαία πάλη των δυο αντίθετων παραγόντων που περιέχονται στο ίδιο φαινόμενο. Όταν το φαινόμενο, στην κίνησή του, βρίσκεται στην πρώτη κατάσταση, υφίσταται μόνο ποσοτικές μεταβολές και όχι ποιοτικές, κι αυτό εκδηλώνεται με την φαινομενική ηρεμία. Αντίθετα όταν το φαινόμενο, στην κίνησή του, βρίσκεται στη δεύτερη κατάσταση, από το γεγονός πως στη διάρκεια τής παραμονής του στην πρώτη κατάσταση οι ποσοτικές μεταβολές έφτασαν κιόλας σ’ ένα κορυφαίο σημείο, παράγεται ένας διαμελισμός τής ενότητας, μια πο[ι]οτική μεταβολή, και αυτό εκδηλώνεται με προφανείς μεταβολές. Η ενότητα, η συνοχή, η ένωση, η αρμονία, η σταθερότητα, η ισορροπία, η στασιμότητα, η ηρεμία, η συνέχεια, η κανονικότητα, η συμπύκνωση, η έλξη, κ.λπ., που παρατηρούμε στην καθημερινή ζωή, είναι εκδηλώσεις των πραγμάτων που βρίσκονται στην κατάσταση των ποσοτικών μεταβολών, ενώ ο διαμελισμός τής ενότητας και η καταστροφή τής κατάστασης τής συνοχής, τής ένωσης, τής αρμονίας, τής σταθερότητας, τής συμπύκνωσης, τής έλξης και η μεταβολή τους στην αντίθετη κατάσταση, αντιπροσωπεύουν εκδηλώσεις πραγμάτων πού βρίσκονται στην κατάσταση των ποιοτικών μεταβολών, των μεταβολών που παράγονται στη διάρκεια τής μετάβασης απ’ τη μια διεργασία στην άλλη. Τα πράγματα, τα φαινόμενα, περνούν αναπόφευκτα απ’ την πρώτη στη δεύτερη κατάσταση, η πάλη των αντιθέτων υπάρχει άλλωστε στις δυο καταστάσεις, αλλά η επίλυση τής αντίφασης συντελείται στη διάρκεια τής δεύτερης κατάστασης. Να γιατί λέμε πως η ενότητα των αντιθέτων είναι καθορισμένη, πρόσκαιρη, σχετική, ενώ η πάλη των αντιθέτων που αποκλείονται αμοιβαία είναι απόλυτη.
Είπαμε παραπάνω ότι υπάρχει ταυτότητα ανάμεσα στα αντίθετα και γι’ αυτό το λόγο μπορούν να υπάρχουν σε μια ενότητα και να μεταμορφώνονται το ένα στο άλλο· όλα βρίσκονται μέσα στις συνθήκες, δηλαδή, μέσα σε καθορισμένες συνθήκες, μπορούν να φτάσουν στην ενότητα και ναμεταμορφωθούν το ένα στο άλλο· δίχως αυτές τις καθορισμένες συνθήκες, ο σχηματισμός των αντιθέσεων είναι αδύνατος, καθώς και η μεταμόρφωση τού ενός στο άλλο. Η ενότητα των αντιθέτων σχηματίζεται μόνο σε καθορισμένες συνθήκες και γι’ αυτό η ενότητα είναι καθορισμένη, σχετική. Ωστόσο, λέμε πως η πάλη των αντιθέτων κυριαρχεί σ’ όλην τη διαδικασία απ’ την αρχή ως το τέλος και οδηγεί στη μεταμόρφωση τής μιας διεργασίας στην άλλη· η πάλη των αντιθέτων υπάρχει παντού ανεξαίρετα και γι’ αυτό είναι απροσδιόριστη, απόλυτη.
Η ένωση τής καθορισμένης και σχετικής ενότητας με την απροσδιόριστη και απόλυτη πάλη σχηματίζει την αντιφατική κίνηση όλων των φαινομένων.
Συχνά εμείς οι Κινέζοι λέμε: «είναι αντίθετα, αλλά γεννούν το ένα το άλλο».Αυτό σημαίνει πως, ανάμεσα στα αντίθετα, υπάρχει μια ενότητα. Αυτά τα λόγια περικλείουν τη διαλεκτική και καταρρακώνουν τη μεταφυσική. «Είναι αντίθετα» σημαίνει πως τα αντίθετα αλληλοαποκλείονται ή αλληλομάχονται· «αλληλογενιούνται», σημαίνει πως σε καθορισμένες συνθήκες τα αντίθετα συνδέονται αμοιβαία και καταλήγουν στην ενότητα. Εξάλλου στο ίδιο το εσωτερικό τής ενότητας διεξάγεται μια μάχη και δίχως μάχη δεν υπάρχει ενότητα.
Στην ενότητα, υπάρχει η πάλη· στο ειδικό, το καθολικό και στο ιδιαίτερο, το γενικό· και για να επαναλάβουμε τα λόγια τού Λένιν: «… στο σχετικό υπάρχει το απόλυτο» (Β.Ι. Λένιν: Όπου και πιο πάνω, σελ. 328).
6. Η θέση τού ανταγωνισμού σε μια σειρά αντιφάσεων
Όταν εξετάζουμε τα προβλήματα τής πάλης των αντιθέτων, το ζήτημα είναι να μάθουμε τι είναι ο ανταγωνισμός. Σ’ αυτό το ερώτημα απαντούμε: ο ανταγωνισμός είναι μια απ’ τις μορφές τής πάλης των αντιθέτων κι όχι η καθολική τους μορφή.
Η ιστορία τής ανθρωπότητας γνωρίζει τον ανταγωνισμό των τάξεων, που αντιπροσωπεύει μια ειδική εκδήλωση τής πάλης των αντιθέτων. Αν μιλούμε για αντίθεση ανάμεσα στην τάξη των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευομένων, στη δουλοκτητική, τη φεουδαρχική και την κεφαλαιοκρατική κοινωνία, εννοούμε πως αυτές οι δυο ανταγωνιστικές, για μια μακρόχρονη περίοδο, τάξεις συνυπάρχουν στην ίδια κοινωνία. Παλεύουν αναμεταξύ τους, αλλά μονάχα όταν η εξέλιξη τής αντίφασης φτάνει σ’ ένα καθορισμένο στάδιο, τότε η πάλη παίρνει τη μορφή ενός ανοικτού ανταγωνισμού, που στην εξελικτική του διεργασία, μεταμορφώνεται σε επανάσταση. Με παρόμοιο τρόπο παράγεται, στην ταξική κοινωνία, η μεταμόρφωση τής ειρήνης σε πόλεμο.
Σε μια βόμβα, πριν απ’ την έκρηξη, τα αντίθετα, συνεπεία καθορισμένων συνθηκών συνυπάρχουν πρόσκαιρα μέσα στην ενότητα. Και μόνο με την εμφάνιση καινούργιων συνθηκών (πυροδότηση) παράγεται η έκρηξη. Ανάλογη κατάσταση συναντούμε σ’ όλα τα φαινόμενα τής φύσης, όπου, τελικά, η λύση μιας παλιάς αντίφασης και η γέννηση μιας καινούργιας παράγονται με μορφή μιας ανοιχτής σύγκρουσης. Η κατανόηση αυτής τής άποψης είναι σπουδαιότατη. Μας βοηθεί να καταλάβουμε πως, στηνταξική κοινωνία, οι επαναστάσεις και οι επαναστατικοί πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι και πως χωρίς αυτά δεν μπορεί να προκληθεί κανένα άλμα στην εξέλιξη τής κοινωνίας, ούτε ανατροπή τής κρατούσας αντιδραστικής τάξης, ώστε την εξουσία να την καταλάβει ο λαός. Οι κομμουνιστές πρέπει να καταγγείλουν τη ψευδολόγο προπαγάνδα των αντιδραστικών, που διαβεβαιώνουν πως η κοινωνική επανάσταση δεν είναι αναγκαία, είναι αδύνατη. Οι κομμουνιστές πρέπει να εμμένουν απαρασάλευτοι στην μαρξιστική-λενινιστική θεωρία για την κοινωνική επανάσταση, βοηθώντας τον λαό να κατανοήσει πως η κοινωνική επανάσταση δεν είναι μόνον απόλυτα αναγκαία αλλά και εξ ολοκλήρου δυνατή. Η ιστορία τής ανθρωπότητας και η νίκη που πραγματοποιήθηκε στη Σοβιετική Ένωση επιβεβαιώνουν αυτή την επιστημονική αντίληψη.
Ωστόσο πρέπει να μελετήσουμε συγκεκριμένα τις διάφορες εκδηλώσεις τής πάλης των αντιθέτων, προσέχοντας να μη συσχετίζουμε δίχως λόγο αυτή την αρχή, που αναφέραμε, μ’ όλα τα φαινόμενα. Οι αντιφάσεις και η πάλη είναι καθολικές, απόλυτες, αλλά οι μέθοδοι για την επίλυση των αντιφάσεων, δηλαδή οι μορφές τής πάλης, διαφέρουν ανάλογα με το διαφορετικό χαρακτήρα των αντιθέσεων. Ορισμένες αντιφάσεις έχουν τον χαρακτήρα ανοιχτού ανταγωνισμού, άλλες όχι. Ανάλογα με τη συγκεκριμένη εξέλιξη των φαινομένων, ορισμένες αντιφάσεις, πρωταρχικά μη ανταγωνιστικές, εξελίσσονται σε ανταγωνιστικές αντιφάσεις· αντίθετα ορισμένες αντιφάσεις πρωταρχικά ανταγωνιστικές, εξελίσσονται σε μη ανταγωνιστικές.
Μέσα στις συνθήκες τής ταξικής κοινωνίας, οι αντιφάσεις ανάμεσα στις ορθές και στις εσφαλμένες αντιλήψεις στις γραμμές τού κομμουνιστικού κόμματος, όπως αναφέραμε παραπάνω, είναι η αντανάκλαση, στο Κόμμα, των ταξικών αντιφάσεων τής κοινωνίας. Στην αρχική περίοδο ή σε ορισμένα ζητήματα, αυτές οι αντιφάσεις δεν εκδηλώνονται αμέσως ως ανταγωνιστικές. Ωστόσο με την ανάπτυξη τής πάλης των τάξεων, οι αντιφάσεις αυτές μπορούν να γίνουν ανταγωνιστικές. Η ιστορία τού κομμουνιστικού (μπολσεβικικού) κόμματος τής ΕΣΣΔ, μας έδειξε πως οι αντιφάσεις ανάμεσα στις ορθές αντιλήψεις τού Λένιν και τού Στάλιν, και τις εσφαλμένες απόψεις τού Τρότσκι, τού Μπουχάριν και των άλλων, δεν εκδηλώθηκαν ευθύς εξαρχής με ανταγωνιστική μορφή, αλλά, ύστερα, έγιναν ανταγωνιστικές. Παρόμοιες συνθήκες διαμορφώθηκαν και στο νέο κινεζικό κομμουνιστικό κόμμα. Οι αντιφάσεις ανάμεσα στις ορθές αντιλήψεις πολλών συντρόφων και στις εσφαλμένες αντιλήψεις τού Τσεν Του-Σιέου, τού Τσανγκ Κούο-Τάο, και άλλων, δεν εκδηλώθηκαν απ’ την αρχή με ανταγωνιστική μορφή, αλλά ύστερα όμως έγιναν ανταγωνιστικές. Σήμερα οι αντιφάσεις ανάμεσα στις ορθές και τις εσφαλμένες αντιλήψεις, μέσα στο Κόμμα, δεν πήρανε ανταγωνιστικές μορφές· κι αν οι σύντροφοι που έκαμαν λάθη ξέρουν να τα διορθώσουν, οι αντιφάσεις αυτές δεν θα γίνουν ανταγωνιστικές. Για τούτο το Κόμμα πρέπει, απ’ τη μια μεριά, να αναλάβει αυστηρή πάλη εναντίον αυτών των εσφαλμένων αντιλήψεων, αλλά, κι απ’ την άλλη μεριά, πρέπει να δίνει την πλήρη δυνατότητα στους συντρόφους που έκαμαν λάθη να τα αντιληφθούν. Σε παρόμοια κατάσταση η υπερβολικά αυστηρή πάλη εναντίον τους είναι ολοφάνερα απρόσφορη. Ωστόσο, αν αυτοί πού έκαναν λάθη επιμείνουν στα λάθη τους και τα επιδεινώσουν, οι αντιφάσεις αυτές μπορούν να γίνουν ανταγωνιστικές.
Οι οικονομικές αντιφάσεις ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο, που παρατηρούνται στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία (όπου ή πόλη, ελεγχόμενη από την αστική τάξη, ληστεύει αδυσώπητα την ύπαιθρο) και στις περιοχές πού εξουσιάζονται απ’ το Κουόμιντανγκ (όπου η πόλη, ελεγχόμενη από τον ξένο ιμπεριαλισμό και την κινεζική μεγαλοαστική μεταπρατική τάξη, απαλλοτριώνει άσπλαχνα την ύπαιθρο), είναι στο έπακρο ανταγωνιστικές. Αλλά στη χώρα τού σοσιαλισμού και στις επαναστατικές μας βάσεις, αυτές οι ανταγωνιστικές αντιφάσεις έγιναν μη ανταγωνιστικές, και στην κομμουνιστική κοινωνία θα εξαφανιστούν.
Ο Λένιν λέει:
«Ανταγωνισμός και αντίφαση δεν είναι καθόλου ένα και το αυτό πράγμα! Ο πρώτος θα εξαφανιστεί, η δεύτερη θα εξακολουθήσει και στον σοσιαλισμό».
Αυτό σημαίνει πως ο ανταγωνισμός είναι μόνο μία απ’ τις μορφές τής πάλης των αντιθέτων και όχι η καθολική της μορφή· για τούτο δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε χωρίς διάκριση, παντού, αυτόν τον όρο.
7. Συμπέρασμα
Μπορούμε τώρα να προβούμε σε μια γενίκευση: Ο νόμος τής σύμφυτης στα πράγματα και στα φαινόμενα αντίφασης, ή ακόμη τής ενότητας των αντιθέτων, είναι ο θεμελιώδης νόμος τής σκέψης. Αντιτίθεται άμεσα στην μεταφυσική κοσμοθεωρία. Η ανακάλυψή του απετέλεσε μεγάλη επανάσταση για την ιστορία τής γνώσης. Από την άποψη τού διαλεκτικού ματεριαλισμού, οι αντιφάσεις υπάρχουν σ’ όλες τις διεργασίες που εκτυλίσσονται στα αντικειμενικά φαινόμενα και στην υποκειμενική σκέψη, οι αντιφάσεις κυριαρχούν σ’ όλες τις διεργασίες, απ’ την αρχή ώς το τέλος — και σε τούτο θεμελιώνεται ο καθολικός και απόλυτος χαρακτήρας των αντιφάσεων. Τα αντιφατικά φαινόμενα και κάθε μια άποψη των αντιφάσεων έχουν τις ιδιομορφίες τους — και τούτο αποτελεί τον ειδικό και σχετικό χαρακτήρα των αντιφάσεων. Υπό καθορισμένες συνθήκες, η ταυτότητα είναι σύμφυτη με τα αντίθετα και αυτό επιτρέπει τη συνύπαρξη τους, σε μια ενότητα, καθώς και τη μεταμόρφωσή τους στο αντίθετο. Σ’ αυτό θεμελιώνεται επίσης ο ειδικός και σχετικός χαρακτήρας των αντιφάσεων. Ωστόσο η πάλη των αντιθέσεων είναι αδιάκοπη, εξακολουθεί και κατά τη διάρκεια τής μετατροπής τους τού ενός στο άλλο — και σ’ αυτό, πάλι, βρίσκεται ο καθολικός και απόλυτος χαρακτήρας των αντιφάσεων. Όταν μελετάμε τον ειδικό και τον σχετικό χαρακτήρα των αντιφάσεων, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη διαφορά ανάμεσα στη βασική αντίφαση και στις δευτερεύουσες αντιφάσεις, ανάμεσα στην πρωταρχική και στη δευτερεύουσα άποψη τής αντίφασης. Όταν μελετάμε τον καθολικό χαρακτήρα των αντιφάσεων και την πάλη των αντιθέτων,, δεν πρέπει να λησμονούμε τις διαφορές των πολλαπλών μορφών τής πάλης των αντιθέτων· αλλιώς οι πλάνες είναι αναπόφευκτες.
Αν μετά το πέρας τής μελέτης μας έχουμε σαφή ιδέα για τις θεμελιώδεις θέσεις που εκθέσαμε παραπάνω,θα κατορθώσουμε να συντρίψουμε τις δογματικές αντιλήψεις που συσκοτίζουν τις θεμελιώδεις αρχές τού μαρξισμού-λενινισμού και βλάπτουν την επαναστατική μας υπόθεση. Θα μπορέσουμε επίσης να βοηθήσουμε τους συντρόφους μας που έχουν πείρα, να συστηματοποιήσουν αυτή την πείρα, να την αναγάγουν στο επίπεδο μιας θεωρητικής αρχής και να αποφύγουν την επανάληψη των πλανών τού εμπειρισμού. Αυτό είναι το συνοπτικό συμπέρασμα που απορρέει από τη μελέτη μας για τον νόμο τής αντίφασης.
Η κριτική που υπέβαλαν κατά τα τελευταία, χρόνια οι σοβιετικοί φιλόσοφοι τον ιδεαλισμό τής σχολής τού Ντεμπόριν, προκάλεσε σε μας τεράστιο ενδιαφέρον. Ο ιδεαλισμός τού Ντεμπόριν εξάσκησε εξαιρετικά βλαβερή επίδραση σε ορισμένα μέλη τού κινεζικού κομμουνιστικού κόμματος και θα πρέπει να πούμε πως οι δογματικές αντιλήψεις στο κόμμα μας συνδέονται με τη μεθοδολογία αυτής τής σχολής. Για τούτο ο αντικειμενικός σκοπός στη μελέτη μας για την φιλοσοφία, στην παρούσα περίοδο, θα πρέπει να είναι η εκρίζωση αυτών των δογματικών αντιλήψεων.
1. Οι δυο κοσμοθεωρίες
Στην ιστορία τής ανθρώπινης γνώσης υπάρχουν, από αμνημόνευτα χρόνια, δυο θεωρίες για τους νόμους τής εξέλιξης τού κόσμου: μια μεταφυσική και η άλλη διαλεκτική. Κι αυτές αποτελούν δυο αντίθετες κοσμοθεωρίες. Ο Λένιν λέει:
«Οι δυο θεμελιώδεις θεωρίες (ή οι δυο δυνατές; ή οι δυο που διαπιστώθηκαν στην ιστορία;) τής εξέλιξης (τής ανάπτυξης) είναι η εξέλιξη ως μείωση ή αύξηση, ως επανάληψη, και η εξέλιξη ως ενότητα των αντιθέτων (διχασμός τού ενός σε αντίθετα αποκλειόμενα αμοιβαία και η αμοιβαία τους σχέση)».
Ο Λένιν μιλάει ορθά εδώ γι’ αυτές τις δυο διαφορετικές κοσμοθεωρίες.
Στην Κίνα, όπως και στην Ευρώπη, ο μεταφυσικός τρόπος τής σκέψης, για μια πολύ μακροχρόνια περίοδο, χαρακτήριζε την ιδεαλιστική κοσμοθεωρία που κυριάρχησε στο πνεύμα των ανθρώπων. Στην Ευρώπη ο ίδιος ο ματεριαλισμός, στην αρχική φάση τού καπιταλισμού, ήταν επίσης μεταφυσικός. Εξαιτίας τού γεγονότος πως μια ολόκληρη σειρά από ευρωπαϊκά κράτη μπήκαν στην περίοδο τής κοινωνικής και οικονομικής τους ανάπτυξης, στη φάση τού υψηλά εξελιγμένου καπιταλισμού, όπου οι παραγωγικές δυνάμεις, η πάλη των τάξεων και η επιστήμη έφτασαν σε ένα, δίχως προηγούμενο στην ιστορία, επίπεδο ανάπτυξης και όπου ακόμα το προλεταριάτο έγινε η μεγαλύτερη διαλεκτική κινητήρια δύναμη τής ιστορίας, γεννήθηκε η μαρξιστική, ματεριαλιστική διαλεκτική κοσμοθεωρία. Τότε μονάχα φανερώθηκε, στο στρατόπεδο τής αστικής τάξης, δίπλα στον έκδηλο, τον εντελώς ακάλυπτο αντιδραστικό ιδεαλισμό, μια αγοραία εξελικτική θεωρία που αντιτάχθηκε στη ματεριαλιστική διαλεκτική.
Η μεταφυσική, ή ο αγοραίος εξελικτισμός, θεωρεί όλα τα πράγματα στον κόσμο ως μεμονωμένα, σε κατάσταση ανάπαυσης (αδράνειας), τα θεωρεί μονόπλευρα. Όλα τα πράγματα, όλα τα φαινόμενα τού κόσμου, οι μορφές τους και οι κατηγορίες τους, θεωρούνται από τους θιασώτες αυτής τής κοσμοθεωρίας ως αιώνια απομονωμένα το ένα απ’ το άλλο, ως αιώνια αναλλοίωτα. Κι όταν ακόμα αναγνωρίζουν ότι γίνονται μεταβολές τις θεωρούν ως μια ποσοτική μείωση ή αύξηση, ως μια μηχανική μετατόπιση. Εξάλλου, οι αιτίες για μια παρόμοια αύξηση ή μείωση, για μια παρόμοια μετατόπιση, δεν βρίσκονται μέσα στα ίδια τα πράγματα ή τα φαινόμενα, αλλά βρίσκονται έξω απ’ αυτά. Δηλαδή οφείλονται στην επενέργεια εξωτερικών δυνάμεων. Οι μεταφυσικοί πιστεύουν πως τα διάφορα πράγματα, τα διάφορα φαινόμενα στον κόσμο, καθώς και οι ειδικός τους χαρακτήρας, παραμένουν αναλλοίωτα από τότε που πρωτοϋπήρξαν και πως οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις τους είναι μονάχα ποσοτικές αυξήσεις ή μειώσεις τους. Οι μεταφυσικοί πιστεύουν πως ένα πράγμα μπορεί ν’ αναπαράγεται απεριόριστα, αλλά δεν μπορεί να μεταβληθεί σε κάτι άλλο, σε κάτι διαφορετικό. Σύμφωνα με τη γνώμη των μεταφυσικών, η κεφαλαιοκρατική εκμετάλλευση, ο κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός, η ατομικιστική ψυχολογία τής κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, όλα αυτά μπορούμε να τα συναντήσουμε στην παλιά δουλοκτητική κοινωνία και μάλιστα και στην πρωτόγονη κοινωνία, και θα υπάρχουν αιώνια, αναλλοίωτα. Όταν μιλούν για τις αιτίες τής εξέλιξης τής κοινωνίας, οι μεταφυσικοί τις εξηγούν με προϋποθέσεις που βρίσκονται έξω απ’ την κοινωνία: με το γεωγραφικό περιβάλλον, το κλίμα, κ.λ.π. Δηλαδή καθαρά και απλά προσπαθούν να βρουν τις αιτίες τής εξέλιξης έξω από τα ίδια τα πράγματα και τα φαινόμενα και αρνούνται τη θέση τής ματεριαλιστικής διαλεκτικής, σύμφωνα με την οποία η εξέλιξη προκαλείται από τις εσώτερες αντιφάσεις που προσιδιάζουν στα ίδια τα πράγματα και τα φαινόμενα· γι’ αυτό και δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν την ποιοτική ποικιλία των πραγμάτων και των φαινομένων και τη μεταμόρφωση τής μιας ποιότητας σε μια άλλη. Αυτή η μορφή τής σκέψης, στην Ευρώπη, βρήκε την έκφρασή της, στον 17ο και 18ο αιώνα, στον μηχανιστικό ματεριαλισμό, και στο τέλος τού 19ου αιώνα και στις αρχές τού 20ου στον αγοραίο εξελικτισμό. Στην Κίνα, εξάλλου, ο μεταφυσικός τρόπος τής σκέψης που εκφραζόταν με τα λόγια: «ο ουρανός είναι αναλλοίωτος, αναλλοίωτο είναι το Ταό», ήταν ο τρόπος τής σκέψης που υπερασπίστηκε για μακρότατο χρονικό διάστημα η κυρίαρχη τάξη των φεουδαρχών, η τάξη που ήταν σάπια ως το μεδούλι. Όσο για τον μηχανιστικό ματεριαλισμό και τον αγοραίο εξελικτισμό, που η εισαγωγή τους έγινε από την Ευρώπη τον τελευταίο αιώνα, ήταν οι απόψεις που υπεράσπισε η αστική τάξη.
Αντίθετα προς τη μεταφυσική κοσμοθεωρία η ματεριαλιστικο-διαλεκτική κοσμοθεωρία απαιτεί, στη μελέτη τής εξέλιξης των πραγμάτων και των φαινομένων, να προβαίνουμε ξεκινώντας από το εσώτερο περιεχόμενό τους, από το δεσμό που ενώνει το πράγμα που μελετούμε με τα άλλα, δηλαδή να θεωρούμε την εξέλιξη των πραγμάτων και των φαινομένων, ως έκφραση τής χαρακτηριστικής, εσώτερης και αναγκαίας κίνησής τους, γιατί κάθε πράγμα (κάθε φαινόμενο), μέσα στην ίδια την κίνησή του, συνδέεται και δρα σε αλληλοσυσχέτιση με τα άλλα πράγματα και τα άλλα φαινόμενα που το περιβάλλουν. Η θεμελιώδης αιτία τής εξέλιξης των πραγμάτων δεν βρίσκεται έξω απ’ αυτά, αλλά αντίθετα μέσα στα ίδια τα πράγματα· βρίσκεται στην αντιφατική φύση που είναι εσωτερικά σύμφυτη με τα ίδια τα πράγματα. Οι αντιφάσεις βρίσκονται μέσα στα ίδια τα πράγματα και τα φαινόμενα, είναι σύμφυτες μ’ αυτά. Κι απ’ αυτές ακριβώς γεννιέται η κίνηση και η εξέλιξη των πραγμάτων. Οι αντιφάσεις, εσωτερικά σύμφυτες με τα πράγματα και τα φαινόμενα, είναι η θεμελιώδης αιτία τής εξέλιξής τους, ενώ οι αμοιβαίοι τους δεσμοί, οι αλληλεπιδράσεις ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, αποτελούν μόνον δευτερογενείς αιτίες. Έτσι λοιπόν η ματεριαλιστική διαλεκτική κατέρριψε αποφασιστικά τη μεταφυσική θεωρία για την εξωτερική προς τα πράγματα και τα φαινόμενα αιτία, την εξωτερική παρόρμηση, που την υποστήριζαν οι θιασώτες τού μηχανιστικού υλισμού και τού αγοραίου εξελικτισμού. Είναι εντελώς σαφές ότι οι καθαρά εξωτερικές αιτίες μόνο τη μηχανιστική κίνηση των πραγμάτων μπορούν να προκαλέσουν, δηλαδή τις τροποποιήσεις τού όγκου και τής ποσότητάς τους, και ποτέ δεν μπορούμε να εξηγήσουμε μ’ αυτές ούτε το γιατί είναι σύμφυτες με τα πράγματα και τα φαινόμενα άπειρες και ποικίλες ποιοτικές ιδιότητες, ούτε και την μετάβαση από την μια ποιότητα στην άλλη. Αλλά, στην πραγματικότητα, και αυτή ακόμα η μηχανιστική κίνηση, που προκαλείται από μια εξωτερική παρόρμηση, πραγματοποιείται μόνο χάρη στις εσώτερες αντιφάσεις των ίδιων των πραγμάτων. Απ’ αυτές ακριβώς τις εσώτερες αντιφάσεις προκαλείται, ουσιαστικά, στον φυτικό και στο ζωικό κόσμο και η απλή ανάπτυξή τους και η ποσοτική εξέλιξή τους. Ακριβώς πάλι κατά τον ίδιο τρόπο και η ανάπτυξη τής κοινωνίας προσδιορίζεται, ουσιαστικά, από εσωτερικές και όχι εξωτερικές αιτίες.
Πολλά κράτη που βρίσκονται σχεδόν υπό ταυτόσημες γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες διαφέρουν βαθύτατα αναφορικά με το επίπεδο τής εξέλιξής τους και προοδεύουν με εντελώς άνισο τρόπο. Συμβαίνει τέλος σ’ ένα και το αυτό κράτος που δεν γνώρισε καμιά γεωγραφική και κλιματολογική μεταβολή, να οργανωθούν τεράστιες κοινωνικές ανατροπές. Η ιμπεριαλιστική Ρωσία έγινε σοσιαλιστική Σοβιετική Ένωση και η φεουδαρχική Ιαπωνία, με την κλειστή της οικονομία έγινε η ιμπεριαλιστική Ιαπωνία, μ’ όλο που η γεωγραφία και το κλίμα αυτών των χωρών δεν μεταβλήθηκε καθόλου. Στην Κίνα, όπου επί πολύ καιρό κυριάρχησε η φεουδαρχία, συντελέστηκαν τεράστιες μεταβολές στη διάρκεια τής τελευταίας εκατονταετίας και τώρα συντελούνται μεταβολές που κατευθύνονται προς τη δημιουργία μιας καινούργιας Κίνας, ελεύθερης και απηλλαγμένης απ’ τον φεουδαλικό ζυγό· στο μεταξύ ούτε το κλίμα ούτε η γεωγραφία τής Κίνας μεταβλήθηκαν. Είναι αλήθεια πως και η γεωγραφία και το κλίμα τού γήινου πλανήτη μας, καθώς και των διάφορων τμημάτων του, θα υποστούν μεταβολές, αλλά αναφορικά μετις μεταβολές που υφίσταται η κοινωνία, αυτές είναι απόλυτα ασήμαντες· ενώ για τις πρώτες η χρονική ενότητα που κατά τη διάρκειά της μπορούν να επισυμβούν αισθητές αλλαγές, είναι η δεκάδα και η εκατοντάδα των χιλιετηρίδων, για τις δεύτερες μπορεί να είναι η χιλιετηρίδα, ο αιώνας, η δεκαετία κι ακόμα μερικά χρόνια ή και μόνο μερικοί μήνες (στην περίοδο τής επανάστασης). Από την άποψη τής ματεριαλιστικής διαλεκτικής, οι μεταβολές στη φύση προσδιορίζονται, ουσιαστικά, από την εξέλιξη των εσώτερων αντιφάσεών της και εκείνες που επισυμβαίνουν στην κοινωνία οφείλονται, ουσιαστικά, στην ανάπτυξη των αντιφάσεων στο εσωτερικό τής ίδιας τής κοινωνίας, δηλαδή των αντιφάσεων που υπάρχουν ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής, ανάμεσα στις τάξεις, ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο.
Η ματεριαλιστική διαλεκτική αποκλείει τις εξωτερικές αιτίες; Όχι, η ματεριαλιστική διαλεκτική θεωρεί πως οι εξωτερικές αιτίες αποτελούν την προϋπόθεση των μεταβολών, οι εσωτερικές αιτίες — τη βάση τους. Το αυγό που δέχτηκε μια ορισμένη ποσότητα θερμότητας μεταμορφώνεται σε νεοσσό, αλλά η θερμότητα δεν μπορεί να μεταμορφώσει την πέτρα σε νεοσσό, γιατί οι βάσεις τους είναι διαφορετικές. Οι διάφοροι λαοί επενεργούν σταθερά ο ένας πάνω στον άλλο. Στην εποχή τής κεφαλαιοκρατίας, ιδιαίτερα στην εποχή τού ιμπεριαλισμού και των προλεταριακών επαναστάσεων, η αλληλεπίδραση στον πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό τομέα και η αμοιβαία ασκούμενη επενέργεια ανάμεσα στα διάφορα κράτη είναι τεράστια. Η σοσιαλιστική Οκτωβριανή επανάσταση εγκαινίασε μια καινούργια εποχή όχι μονάχα για την ιστορία τής Ρωσίας, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο. Επηρέασε τις εσωτερικές αλλαγές που δημιουργήθηκαν σε διάφορες χώρες, και, κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά με ιδιαίτερη ένταση, τις εσωτερικές μεταβολές που συντελέστηκαν στην Κίνα. Ωστόσο αυτές οι αλλαγές στις διάφορες χώρες, καθώς και στην Κίνα, συντελέστηκαν με την παρέμβαση εσώτερων νόμων σχετικών μ’ αυτές τις χώρες και με την Κίνα. Κατά τη διάρκεια μιας μάχης, όπου υπάρχουν δυο αντίπαλοι στρατοί, η νίκη και η ήττα προσδιορίζονται από εσωτερικές αιτίες. Η νίκη είναι το αποτέλεσμα τής ισχύος ενός στρατού, ή τής ορθότητας τής διοίκησής τους· η ήττα προσδιορίζεται από την αδυναμία ενός στρατού ή από τα λάθη που διαπράχτηκαν από τη διοίκησή του· οι εξωτερικές αιτίες επενεργούν με την παρέμβαση των εσωτερικών αιτιών. Στα 1927 η μεγαλοαστική τάξη τής Κίνας νίκησε το προλεταριάτο. Η νίκη αυτή κατορθώθηκε να πραγματοποιηθεί εξαιτίας τού οπορτουνισμού που κυριαρχούσε στις γραμμές τού ίδιου τού κινεζικού προλεταριάτου (στις γραμμές τού κομμουνιστικού κόμματος τής Κίνας). Όταν απαλλαχτήκαμε από τον οπορτουνισμό ξανάρχισε η άνοδος τής κινεζικής επανάστασης· πιο ύστερα η κινεζική επανάσταση υπέφερε και πάλι σοβαρά από τα πλήγματα τού εχθρού: αυτή τη φορά εξαιτίας των τυχοδιωκτικών τάσεων που εκδηλώθηκαν στους κόλπους τού κόμματός μας. Κι όταν απαλλαχτήκαμε κι απ’ τον τυχοδιωκτισμό, η υπόθεσή μας ξαναγνώρισε την άνοδο. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι πως, για να οδηγήσει την επανάσταση στη νίκη, το κόμμα μας πρέπει να στηρίζεται στην ορθότητα τής πολιτικής του γραμμής και στην στερεότητα τής οργάνωσής του.
Η διαλεκτική κοσμοθεωρία γεννήθηκε στην Κίνα και στην Ευρώπη, από την αρχαιότητα. Εντούτοις η διαλεκτική των αρχαίων παρουσιαζόταν μ’ ένα αυθόρμητο και πρωτόγονο χαρακτήρα· εξαιτίας των κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών εκείνων των χρόνων, δεν μπορούσε ακόμα να πάρει την τελειωμένη μορφή της. Για τούτο και δεν μπορούσε να εξηγήσει τον κόσμο απ’ όλες του τις πλευρές και κατά συνέπεια, αντικαταστάθηκε από τη μεταφυσική. Ο διάσημος Γερμανός φιλόσοφος Έγελος, που έζησε στο τέλος τού 18ου και στις αρχές τού 19ου αιώνα, συνέβαλε αποφασιστικά στη διαλεκτική, παρ’ όλα αυτά όμως η διαλεκτική του ήταν ιδεαλιστική. Μονάχα όταν οι μεγάλοι [πρωτ]αγωνιστές τού προλεταριακού κινήματος, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, γενίκευσαν τα θετικά αποτελέσματα, που είχε πετύχει η ανθρωπότητα στην εξελικτική πορεία τής γνώσης και, ιδιαίτερα, όταν [αφομοίωσαν] με κριτικό τρόπο τα έλλογα στοιχεία τής διαλεκτικής τού Εγέλου και δημιούργησαν τη μεγάλη θεωρία τού διαλεκτικού ματεριαλισμού, [έγινε] μια τεράστια επανάσταση στην ιστορία τής ανθρώπινης γνώσης. Πιο ύστερα τη μεγάλη αυτή θεωρία την ανάπτυξαν οι Λένιν και Στάλιν. Από τη στιγμή που εισχώρησε στην Κίνα η θεωρία αυτή, προκάλεσε άμεσα σημαντικότατες μεταβολές στα πνεύματα.
Η διαλεκτική κοσμοθεωρία μάς μαθαίνει, προπαντός, να μελετούμε και να αναλύουμε με ακρίβεια την κίνηση των αντιφάσεων στους κόλπους των διάφορων πραγμάτων και φαινομένων και, με βάση αυτή την ανάλυση, να καθορίζουμε κατάλληλες μεθόδους για την επίλυση αυτών των αντιφάσεων. Για τούτο η πλήρης κατανόηση τού νόμου τής σύμφυτης με τα πράγματα αντίφασης έχει για μας τεράστια σημασία.
2. Η καθολικότητας τής αντίφασης
Για να γίνει ευχερέστερη η έκθεσή μου, θα σταθώ πρώτα- πρώτα στο ζήτημα τής καθολικότητας τής αντίφασης και ύστερα στον ειδικό της χαρακτήρα. Είναι γεγονός ότι ύστερα από την ανακάλυψη τής ματεριαλιστικής διαλεκτικής κοσμοθεωρίας από τους μεγάλους ιδρυτές τού μαρξισμού, Μαρξ και Ένγκελς, και τους συνεχιστές τού έργου τους, Λένιν και Στάλιν, η ματεριαλιστική διαλεκτική εφαρμόστηκε με την μεγαλύτερη επιτυχία σε πολυάριθμους τομείς ερευνών, σχετικών με την ιστορία τής ανθρωπότητας και των φυσικών επιστημών, καθώς και σε πολλούς τομείς σχετικούς με τη μεταμόρφωση τής κοινωνίας και τής φύσης (π.χ. στην Ε.Σ.Σ.Δ.). Η καθολικότητα τής αντίφασης αναγνωρίζεται ήδη ευρύτατα και γι’ αυτό δεν θα χρειαστεί να μακρηγορήσουμε γι’ αυτό το ζήτημα· σχετικά με τον ειδικό χαρακτήρα τής αντίφασης, πολλοί σύντροφοι, ιδιαίτερα οι δογματικοί, δεν το έχουν διασαφηνίσει καθαρά το θέμα αυτό. Δεν κατανοούν πως στις αντιφάσεις το καθολικό ενυπάρχει στο ειδικό. Ούτε ακόμα κατανοούν όλην την τεράστια σημασία που έχει, για την καθοδήγηση τής επαναστατικής πράξης μας, η μελέτη κάθε ειδικού στοιχείου που υπάρχει στις αντιφάσεις, και τού σύμφυτου που υπάρχει στα συγκεκριμένα πράγματα και φαινόμενα τής εποχής μας. Για τούτο και το πρόβλημα τού ειδικού μέσα στις αντιφάσεις απαιτεί σοβαρή μελέτη· γι’ αυτό και πρέπει ν’ αφιερώσουμε επαρκή χώρο στην εξέτασή του. Για τούτο ακριβώς όταν θα μελετήσουμε τον νόμο τής σύμφυτης με τα πράγματα και τα φαινόμενα αντίφασης, θ’ αρχίσουμε μελετώντας το πρόβλημα τού καθολικού χαρακτήρα τής αντίφασης, ύστερα θ’ αναλύσουμε, πιο ιδιαίτερα, το πρόβλημα τού ειδικού χαρακτήρα στην αντίφαση, και τέλος θα ξαναγυρίσουμε στο πρόβλημα τής καθολικότητας.
Το πρόβλημα τού καθολικού ή απόλυτου χαρακτήρα τής αντίφασης έχει δυο όψεις. Πρώτα-πρώτα οι αντιφάσεις υπάρχουν μέσα στις διεργασίες τής εξέλιξης όλων των πραγμάτων και φαινομένων· κατά δεύτερο λόγο, στις διεργασίες τής εξέλιξης κάθε πράγματος, κάθε φαινομένου, η κίνηση των αντιφάσεων υπάρχει απ’ την αρχή ώς το τέλος.
Ο Ένγκελς λέει: «η ίδια η κίνηση είναι μια αντίφαση».
Ο ορισμός τού Λένιν για τον νόμο τής ενότητας και τής πάλης των αντιθέτων λέει πως είναι: «.… η αναγνώριση (η ανακάλυψη) των αντιτιθεμένων τάσεων, των αμοιβαία αποκλειόμενων, των αντιφατικών, που υπάρχουν σ’ όλα τα φαινόμενα και τις διεργασίες τής φύσης (και σ ’ αυτά περιλαμβάνονται το πνεύμα και η κοινωνία)».
Οι θέσεις αυτές είναι ορθές; Ναι, είναι. Η αλληλεξάρτηση και η πάλη των αντιθέτων που είναι σύμφυτα σε κάθε πράγμα, προσδιορίζουν τη ζωή όλων των πραγμάτων και όλων των φαινομένων, εμψυχώνουν την εξέλιξη όλων των πραγμάτων και όλων των φαινομένων. Δεν υπάρχει πράγμα που να μην περικλείνει αντιφάσεις. Δίχως αντιφάσεις δεν θα είχαμε εξέλιξη τού σύμπαντος.
Η αντίφαση είναι η βάση των απλών μορφών τής κίνησης (π.χ. τής μηχανικής κίνησης), και πολύ περισσότερο των περίπλοκων μορφών τής κίνησης.
Ο Ένγκελς διετύπωσε με τον ακόλουθο τρόπο την καθολικότητα τής αντίφασης:
«Αν η απλή μηχανική μεταβολή τού τόπου περικλείνει κιόλας μέσα της μια αντίφαση, ακόμα περισσότερο την περικλείνουν οι ανώτερες μορφές τής κίνησης τής ύλης και εντελώς ιδιαίτερα η οργανική ζωή και η εξέλιξή της … Η ζωή είναι κατά συνέπεια μια αντίφαση που, παρούσα στα πράγματα και στις ίδιες τις διεργασίες, τίθεται και επιλύεται αδιάκοπα. Και μόλις καταπαύσει η αντίφαση, όμοια παύει και η ζωή και επέρχεται ο θάνατος. Το ίδιο είδαμε πως στην περιοχή τής σκέψης, επίσης, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τις αντιφάσεις και πως, π.χ., η αντίφαση ανάμεσα στην ανθρώπινη γνωσιολογική ικανότητα, την εσωτερικά άπειρη, και στην πραγματική της ύπαρξη στους ανθρώπους, που όλοι τους είναι εξωτερικά περιορισμένοι και που η γνώση τους είναι περιορισμένη, επιλύεται μέσα στη σειρά των γενεών, σειρά, που, για μας, πρακτικά δεν έχει τέλος, — τουλάχιστο μέσα στην ατελεύτητη πρόοδο … ένα από τα βασικά θεμέλια των ανώτερων μαθηματικών … είναι η αντίφαση … αλλά και τα στοιχειώδη μαθηματικά βρίθουν κιόλας από αντιφάσεις».
Και ο Λένιν κατά τον ίδιο τρόπο εξήγησε την καθολικότητα τής αντίφασης:
Στα μαθηματικά: το + και το – . Διαφορικός και ολοκληρωτικός λογισμός.
Στη μηχανική: δράση και αντίδραση.
Στη φυσική: θετικός και αρνητικός ηλεκτρισμός.
Στη χημεία: ένωση των ατόμων σε μόρια και αφεταιροίωση των μορίων σε άτομα.
Στην επιστήμη τής κοινωνίας: πάλη των τάξεων.
Στον πόλεμο η επίθεση και η άμυνα, η προέλαση και η υποχώρηση, η νίκη και η ήττα, είναι φαινόμενα αμοιβαία αντιφατικά. Η μια όψη δεν μπορεί να υπάρξει δίχως την άλλη. Η πάλη και ο αμοιβαίος σύνδεσμος αυτών των όψεων συγκροτούν την ολική ενότητα τού πολέμου, προωθούν την ανάπτυξη τού πολέμου και επηρεάζουν την έκβασή του.
Κάθε διάσταση στις ανθρώπινες ιδέες πρέπει να την θεωρούμε ως αντανάκλαση των αντικειμενικών αντιφάσεων. Οι αντικειμενικές αντιφάσεις, αντανακλώμενες στην υποκειμενική σκέψη, σχηματίζουν την αντιφατική κίνηση των ιδεών, κεντρίζουν την εξέλιξη τής ανθρώπινης σκέψης, επιλύνουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρώπινη σκέψη.
Η αντίθεση και η πάλη ανάμεσα στις διάφορες αντιλήψεις γεννιούνται διαρκώς στους κόλπους τού Κόμματος και τούτο είναι η αντανάκλαση, μέσα στο Κόμμα, των ταξικών αντιθέσεων που υπάρχουν στην κοινωνία και των αντιθέσεων ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο. Αν, μέσα στο Κόμμα δεν υπήρχε η αντίθεση και η πάλη των γνωμών, κι αν μέσα σ’ αυτή την πάλη δεν ξεπερνιούνταν οι αντιθέσεις, η ζωή τού Κόμματος θα σταματούσε.
Καθορίσαμε λοιπόν έτσι πως παντού, σε κάθε διεργασία, υπάρχουν αντιφάσεις, τόσο στις απλές μορφές τής κίνησης, όσο και στις περίπλοκες, τόσο στον αντικειμενικό κόσμο, όσο και στη συνείδηση τού ανθρώπου. Η αντίφαση υπάρχει ωστόσο στο στοιχειώδες στάδιο κάθε διεργασίας; Η εξελικτική διεργασία για κάθε πράγμα, για κάθε φαινόμενο, είναι αντιφατική απ’ την αρχή ώς το τέλος;
Καθώς προκύπτει απ’ την ανάγνωση των άρθρων όπου οι σοβιετικοί φιλόσοφοι κριτικάρουν τη σχολή τού Ντεμπόριν, η σχολή αυτή θεωρεί πως η αντίφαση δεν αναφαίνεται στην αρχή τής διεργασίας, αλλά σε ορισμένα στάδια τής εξέλιξής της. Συμπεραίνεται λοιπόν πως ώς τη στιγμή αυτή η εξέλιξη τής διεργασίας παράγεται υπό την επίδραση εξωτερικών αιτιών και όχι εσωτερικών. Ο Ντεμπόριν έτσι διολισθαίνει στη μεταφυσική θεωρία τής εξωτερικής παρόρμησης, στη μηχανοκρατία. Θεωρώντας απ’ αυτή την άποψη τα συγκεκριμένα προβλήματα, οι οπαδοί τού Ντεμπόριν κατέληγαν στο συμπέρασμα πως, στις σοβιετικές συνθήκες, ανάμεσα στους κουλάκους και στις μάζες των αγροτών, δεν υπάρχει καμιά αντίθεση, αλλά μόνο διαφορές, κι έτσι συμφωνούσαν τέλεια με την άποψη τού Μπουχάριν. Μελετώντας τη Γαλλική Επανάσταση έκριναν πως πριν απ’ την επανάσταση, στους κόλπους τής τρίτης τάξης, που την συγκροτούσαν εργάτες, χωρικοί και η αστική τάξη, δεν υπήρχαν όμοια αντιθέσεις, αλλά μόνο διαφορές. Αλλά αυτή η αντίληψη τής σχολής τού Ντεμπόριν είναι αντιμαρξιστική. Οι οπαδοί τού Ντεμπόριν δεν αντιλαμβάνονται πως, σε κάθε διαφορά, υπάρχει ήδη βασικά μια αντίθεση, και η διαφορά είναι αντίθεση. Από τη στιγμή που πρωτοεμφανίζεται η αστική τάξη και το προλεταριάτο, γεννιέται η αντίθεση ανάμεσα στην Εργασία και στο Κεφάλαιο· αλλά αυτή η αντίθεση δεν είχε ακόμα επιδεινωθεί. Ανάμεσα στους εργάτες και τους αγρότες, ακόμα και υπό τις κοινωνικές συνθήκες τής Σοβιετικής Ένωσης, υπάρχει μια διαφορά. Η διαφορά αυτή είναι μια αντίθεση που όμως δεν μπορεί να επιδεινωθεί και να μετατραπεί σε αντιγνωμία, δεν μπορεί να πάρει τη μορφή ταξικής πάλης, κι αυτό δεν έχει την ίδια σημασία με την αντίθεση ανάμεσα στην Εργασία και στο Κεφάλαιο. Οι εργάτες και οι αγρότες, κατά τη διάρκεια τής ανοικοδόμησης τού σοσιαλισμού, σύναψαν μια στέρεη συμμαχία και η προκείμενη αντίθεση, στη διεργασία τής εξέλιξης, που προχωρεί απ’ το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό, επιλύεται προοδευτικά. Στο σημείο αυτό μπορούμε να μιλήσουμε για διαφορές στο χαρακτήρα των αντιφάσεων και όχι για την παρουσία ή την απουσία αντιφάσεων. Η αντίφαση είναι καθολική, απόλυτη· υπάρχει σ’ όλες τις διεργασίες τής εξέλιξης των πραγμάτων και των φαινομένων, και εισχωρεί σ’ όλες τις διεργασίες, απ’ την αρχή ως το τέλος.
Τι σημαίνει η εμφάνιση μιας καινούργιας διεργασίας; Αυτό σημαίνει ότι η παλιά ενότητα και τα αντίθετα στοιχεία που την συνιστούσαν παραχώρησαν τη θέση τους σε μια καινούργια ενότητα, και [ότι] στα καινούργια αντίθετα στοιχεία της γεννιέται μια καινούργια διεργασία που αντικατάστησε την παλιά. Η παλιά διεργασία τελειώνει, η καινούργια γεννιέται. Η καινούργια διεργασία, που περικλείνει καινούργιες αντιφάσεις, αρχίζει την ιστορία τής ανάπτυξης των ειδικών [της] αντιφάσεων.
Ο Λένιν υπογραμμίζει πως ο Μαρξ, στο Κεφάλαιο, μας έδωσε [μια] υποδειγματική ανάλυση [τής] κίνησης των αντιφάσεων που δεσπόζουν σ’ όλη τη διεργασία τής ανάπτυξης ενός πράγματος, ενός φαινομένου απ’ την αρχή ώς το τέλος. Και αυτή είναι η μέθοδος που θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όταν μελετούμε τη διεργασία τής ανάπτυξης κάθε πράγματος και κάθε φαινομένου. Κι ο ίδιος ο Λένιν μεταχειρίστηκε ορθά αυτή τη μέθοδο που κυριαρχεί σ ’ όλα τα έργα του:
«Ο Μαρξ, στο Κεφάλαιο, ανάλυσε, στην αρχή, την απλούστερη, τη συνηθέστερη, τη θεμελιωδέστερη, την απτότερη, την πιο κοινότοπη σχέση, εκείνην που τη συναντούμε δισεκατομμύρια φορές, τής αστικής (εμποροκρατικής) κοινωνίας: την ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Η ανάλυση ανακαλύπτει σ’ αυτό το στοιχειωδέστερο φαινόμενο (σ’ αυτό το «κύτταρο» τής αστικής κοινωνίας) όλες τις αντιφάσεις [ή, αντίστοιχα,] το έμβρυο όλων των αντιφάσεων τής σύγχρονης κοινωνίας. Η μεταγενέστερη έκθεση μάς δείχνει την εξέλιξη (και την ανάπτυξη και την κίνηση) αυτών των αντιφάσεων κι αυτής τής κοινωνίας, στο Σ (το άθροισμα) των μερών της, απ ’ την αρχή ώς το τέλος».
Ύστερα απ’ αυτό ο Λένιν αναφέρει: «Τέτοια πρέπει να είναι γενικά η μέθοδος με την οποία θα εκθέτουμε (ή, αντίστοιχα, με την οποία θα μελετούμε) τη διαλεκτική».
Οι Κινέζοι κομμουνιστές πρέπει να αφομοιώσουν αυτή τη μέθοδο· έτσι μονάχα θα μπορούν να αναλύσουν ορθά την ιστορία και την παρούσα κατάσταση τής κινεζικής επανάστασης και να καθορίσουν τις προοπτικές της.
3. Ο ειδικός χαρακτήρα τής αντίφασης
Όπως το είπαμε κιόλας προηγούμενα ο καθολικός και απόλυτος χαρακτήρας τής αντίφασης συνίσταται στο γεγονός πως οι αντιφάσεις εκδηλώνονται στη διεργασία τής εξέλιξης όλων των πραγμάτων, όλων των φαινομένων και δεσπόζουν σ’ όλη τη διεργασία τής εξέλιξης κάθε πράγματος, κάθε φαινομένου απ’ την αρχή ώς το τέλος.
Θα σταθούμε τώρα σε ό,τι το ειδικό και το σχετικό υπάρχει στις αντιφάσεις.
Το ζήτημα αυτό πρέπει να το εξετάσουμε από πολλές απόψεις.
Κατά πρώτο λόγο οι αντιφάσεις όλων των διαφορετικών μορφών τής κίνησης τής ύλης παίρνουν όλες έναν ειδικό χαρακτήρα. Ο άνθρωπος γνωρίζει την ύλη, γνωρίζοντας τις μορφές τής κίνησης τής ύλης, μια που είναι δεδομένο, πως στον κόσμο, υπάρχει μόνο η εν κινήσει ύλη, και η κίνηση τής ύλης έχει πάντα καθορισμένη μορφή. Όταν ασχολούμεθα με κάθε μεμονωμένη μορφή κίνηση, πρέπει να εξετάσουμε τι το κοινό έχει με τις άλλες μορφές κίνησης. Αλλά το σπουδαιότερο — και αυτό αποτελεί τη βασική [προϋπόθεση] για τη γνώση των πραγμάτων — είναι να έχουμε υπ’ όψη μας τι προσιδιάζει ως ειδικό στην καθεμιά απ’ τις μορφές τής κίνησης, δηλαδή τι την διαφοροποιεί [ποιοτικά] από τις [άλλες] μορφές κίνησης. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να διαχωρίσουμε το ένα πράγμα από τ’ άλλο. Κάθε μορφή κίνησης περικλείει καθ’ εαυτή τις χαρακτηριστικές της ειδικές αντιφάσεις που αποτελούν την ειδική ουσία τού πράγματος, η οποία το διαφοροποιεί από τα άλλα. Σε τούτο έγκειται και η εσώτερη αιτία και η βάση τής απειροστής ποικιλίας των πραγμάτων και των φαινομένων που υπάρχουν στον κόσμο. Στη φύση υπάρχει πληθώρα από μορφές τής κίνησης: η μηχανική κίνηση, ο ήχος, το φως, η θερμότητα, ο ηλεκτρισμός, η αποσύνθεση, ο συνδυασμός, κ.λπ. Όλες αυτές οι μορφές τής κίνησης τής ύλης αλληλοεξαρτιούνται, αλλά αναφορικά με την ουσία τους διαχωρίζονται μεταξύ τους. Η ειδική ουσία κάθε μορφής τής κίνησης τής ύλης προσδιορίζεται από τις σύμφωνές της ειδικές αντιφάσεις. Και η κατάσταση αυτή δεν υπάρχει μόνο στη φύση· υπάρχει σε όμοιο βαθμό και στα κοινωνικά και στα ιδεολογικά φαινόμενα. Κάθε κοινωνική μορφή, κάθε μορφή τής συνείδησης, περικλείνει τις χαρακτηριστικές ειδικές της αντιφάσεις και κατέχει την χαρακτηριστική ειδική ουσία της.
Ο καθορισμός των διαφόρων επιστημονικών τομέων βασίζεται ακριβώς στις ειδικές αντιφάσεις τις περιεχόμενες στα διάφορα αντικείμενα που υποβάλλονται στην επιστημονική μελέτη. Γι’ αυτό η μελέτη των καθορισμένων αντιφάσεων, των σύμφυτων μόνο με μια προσδιορισμένη σφαίρα φαινομένων, αποτελεί το αντικείμενο τής άλφα ή τής βήτα επιστήμης. Π.χ. το συν και το πλην στα μαθηματικά, η δράση και αντίδραση στη μηχανική, ο αρνητικός και ο θετικός ηλεκτρισμός στη φυσική, η ένωση των ατόμων σε μόρια και η αφεταιροίωση των μορίων σε άτομα στη χημεία, οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής, οι τάξεις και η πάλη των τάξεων στις κοινωνικές επιστήμες, η επίθεση και η άμυνα στη στρατιωτική επιστήμη, ο ιδεαλισμός και ο υλισμός, η μεταφυσική και η διαλεκτική στη φιλοσοφία, κ.λπ., όλα αυτά αποτελούν αντικείμενα μελέτης των διαφόρων επιστημών εξ αιτίας ακριβώς τής ύπαρξης των ειδικών αντιφάσεων και τής ειδικής ουσίας. Είναι φανερό πως επειδή δεν γνωρίζουμε τι το καθολικό υπάρχει στις αντιφάσεις, μάς είναι αδύνατο να ανακαλύψουμε τις γενικές αιτίες και τις γενικές βάσεις τής κίνησης, τής ανάπτυξης των πραγμάτων και των φαινομένων. Ωστόσο, αν δεν μελετήσουμε ό,τι ειδικό υπάρχει στις αντιφάσεις, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε αυτή την ειδική ουσία τής κίνησης, τής ανάπτυξης των πραγμάτων και των φαινομένων, δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τα πράγματα και τα φαινόμενα και να καθορίσουμε τους τομείς τής επιστημονικής έρευνας.
Αν εξετάσουμε την προοδευτική πορεία τής κίνησης τής ανθρώπινης γνώσης, βλέπουμε πως επεκτείνεται βαθμιαία από τη γνώση τού ατομικού και τού ειδικού στη γνώση τού γενικού. Οι άνθρωποι αρχίζουν πάντα να γνωρίζουν στην αρχή την ειδική ουσία των πολυάριθμων διαφορετικών γεγονότων· μονάχα ύστερα, αφού γνωρίσουμε αυτή την ειδική ουσία, και καθοδηγούμενοι απ’ αυτή την κοινή γνώση, μελετώντας σε συνέχεια τα διάφορα συγκεκριμένα πράγματα, που δε μελετήθηκαν ακόμα, ή μελετήθηκαν ανεπαρκώς, και κρίνοντας την ειδική τους ουσία, μπορούμε να συμπληρώσουμε, να εμπλουτίσουμε και να αναπτύξουμε τη γνώση αυτής τής κοινής ουσίας, προσέχοντας να μη την κάνουμε κάτι το αποστεωμένο, το νεκρό. Και αυτοί είναι οι δυο σταθμοί τής διεργασίας τής γνώσης· ο πρώτος από το ειδικό στο γενικό και ο δεύτερος από το γενικό στο ειδικό. Η ανάπτυξη τής ανθρώπινης γνώσης αντιπροσωπεύει πάντα μια σπειροειδή κίνηση, κάθε κύκλος ανυψώνει τη γνώση σ’ έναν υπέρτερο βαθμό, την εμβαθύνει σταθερά (αν τηρούμε αυστηρά την επιστημονική μέθοδο). Η πλάνη των δογματικών μας σ’ αυτό το ζήτημα είναι διπλή: απ’ τη μια μεριά, δεν καταλαβαίνουν πως μόνο αφού μελετήσουμε ό,τι ειδικό υπάρχει στην αντίφαση και γνωρίσουμε την ειδική σημασία των κατ’ ιδίαν πραγμάτων, μπορούμε ν’ αποκτήσουμε την πλήρη γνώση τής καθολικότητας τής αντίφασης και τής κοινής ουσίας των πραγμάτων· κι απ’ την άλλη μεριά, δεν κατανοούν πως αφού γνωρίσουμε την κοινή ουσία των πραγμάτων πρέπει να συνεχίσουμε τη μελέτη των συγκεκριμένων πραγμάτων που μελετήθηκαν ανεπαρκώς ή που παρουσιάζονται για πρώτη φορά.
Οι δογματικοί μας είναι νωθροί που αποφεύγουν κάθε λεπτολόγο μελέτη των συγκεκριμένων πραγμάτων, θεωρούν τις γενικές αλήθειες σαν κάτι το ουρανόμεμπτο, κάτι το απρόσιτο, τις μεταβάλλουν σε καθαρά αφηρημένους τύπους, αρνιούνται απόλυτα και ανατρέπουν την ομαλή τάξη που ακολουθούν οι άνθρωποι για να φτάσουν στη γνώση τής αλήθειας. Ακόμα δεν κατανοούν τον αμοιβαίο δεσμό που ενώνει τους δυο σταθμούς τής γνώσης: τη μετάβαση από το ειδικό στο γενικό και από το γενικό στο ειδικό. Και δεν κατανοούν απόλυτα τη μαρξιστική θεωρία τής γνώσης.
Θα πρέπει όμως να μελετήσουμε όχι μονάχα τις ειδικές αντιφάσεις τού καθενός από τα μεγάλα συστήματα των μορφών τής κίνησης τής ύλης και την από τις αντιφάσεις προσδιοριζόμενη ουσία, αλλά επίσης και τις ειδικές αντιφάσεις τής καθεμιάς απ’ αυτές τις μορφές τής κίνησης τής ύλης στον κάθε σταθμό τού μακρινού δρόμου που ακολουθεί η ανάπτυξη αυτών των μορφών και την ουσία καθεμιάς απ’ αυτές τις μορφές. Όλες οι μορφές τής κίνησης σε καθεμιά απ’ τις διεργασίες τής πραγματικής και όχι τής φανταστικής ανάπτυξης, ποιοτικά είναι διάφορες, για τούτο, στη μελέτη μας ταιριάζει να προσέξουμε ιδιαίτερα αυτό και, ακόμα, να αρχίσουμε απ’ αυτό.
Οι ποιοτικά διαφορετικές αντιφάσεις μόνον με διαφορετικές μεθόδους μπορούν να επιλυθούν. Έτσι, π. χ., η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη επιλύεται με τη μέθοδο τής σοσιαλιστικής επανάστασης. Η αντίθεση ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και στο φεουδαρχικό καθεστώς επιλύεται με τη μέθοδο τής δημοκρατικής επανάστασης. Η αντίθεση ανάμεσα στις αποικίες και στον ιμπεριαλισμό επιλύεται με τη μέθοδο τού εθνικού επαναστατικού πολέμου. Η αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη και στην αγροτιά, στη σοσιαλιστική κοινωνία, επιλύεται με τη μέθοδο τής κολλεκτιβοποίησης και τής μηχανοποίησης τής γεωργίας. Οι αντιθέσεις στους κόλπους τού κομμουνιστικού κόμματος επιλύονται με τη μέθοδο τής κριτικής και τής αυτοκριτικής. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στην κοινωνία και στη φύση επιλύονται με τη μέθοδο τής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η διεργασία τροποποιείται, η παλιά διεργασία και οι παλιές αντιφάσεις εκκαθαρίζονται, μια καινούργια διεργασία και καινούργιες αντιφάσεις δημιουργούνται· κατά συνέπεια οι μέθοδοι πού μεταχειριζόμαστε για την επίλυση αυτών των αντιφάσεων τροποποιούνται όμοια κι αυτές. Οι αντιφάσεις πού επιλύθηκαν απ’ τη Φεβρουαριανή και την Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία, καθώς και οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν σ’ αυτές τις δυο επαναστάσεις, ήταν ριζικά διαφορετικές. Η επίλυση των διαφορετικών αντιφάσεων με διαφορετικές μεθόδους αποτελεί μια αρχή που πρέπει να την τηρούν αυστηρά οι μαρξιστές-λενινιστές. Οι δογματικοί, αντίθετα, δεν τηρούν αυτή την αρχή, δεν κατανοούν τις διαφορές των συνθηκών όπου εκτυλίσσονται οι διάφορες επαναστάσεις· δεν κατανοούν, κατά συνέπεια, πως οι διάφορες αντιφάσεις πρέπει να επιλύονται με διαφορετικές μεθόδους· εφαρμόζουν παντού το ίδιο στερεότυπο σχήμα, και το θεωρούν αναλλοίωτο· αλλά αυτό μόνο στην αποτυχία μπορεί να οδηγήσει την επανάσταση ή να υπονομεύσει μια υπόθεση που ώς τα τώρα βάδιζε ορθά.
Για ν’ ανακαλύψουμε, στο σύνολό τους και στον αμοιβαίο τους δεσμό, τα ειδικά γνωρίσματα των αντιφάσεων μέσα στη διεργασία τής ανάπτυξης ενός οποιουδήποτε φαινομένου, δηλαδή για ν’ ανακαλύψουμε την ουσία τής διεργασίας τής ανάπτυξης τού φαινομένου, πρέπει να ανακαλύψουμε τα ειδικά γνωρίσματα όλων των απόψεων των αντιφάσεων που περιέχονται σ’ αυτή τη διεργασία, διαφορετικά δε θα μπορέσουμε ν’ ανακαλύψουμε την ουσία τής διεργασίας· αυτό σημαίνει πως στην ερευνητική εργασία μας αυτό πρέπει να το παρακολουθούμε με τεταμένη προσοχή.
Στην εξελικτική διεργασία κάθε σημαντικού φαινομένου, υπάρχει πάντοτε μια σειρά από αντιφάσεις. Π.χ. στη διεργασία τής αστικοδημοκρατικής επανάστασης στην Κίνα υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στις καταπιεζόμενες τάξεις τής κινεζικής κοινωνίας και στον ιμπεριαλισμό· μια αντίφαση ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και στο φεουδαρχικό καθεστώς, μια αντίφαση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, μια αντίφαση ανάμεσα στην αγροτιά και την μικροαστική τάξη των πόλεων, απ’ τη μια μεριά, και στην αστική τάξη, απ’ την άλλη· αντιφάσεις ανάμεσα στις διάφορες κρατούσες αντιδραστικές κλίκες, κ.λπ. [Η] κατάσταση στο σημείο αυτό είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Όχι μονάχα οι διάφορες αντιφάσεις παίρνουν τον ιδιαίτερο ειδικό χαρακτήρα τους και δεν μπορούν να τοποθετηθούν στο ίδιο επίπεδο, αλλά το κυριότερο οι δυο όψεις καθεμιάς απ’ αυτές τις αντιφάσεις έχουν, με τη σειρά τους, τις χαρακτηριστικές ιδιομορφίες τους, και για τούτο δεν μπορούμε να τις αντικρίσουμε με τον ίδιο τρόπο. Εμείς οι Κινέζοι κομμουνιστές πρέπει να κατανοήσουμε τον ειδικό χαρακτήρα των αντιφάσεων όχι μόνο στο σύνολό τους, δηλαδή στον αμοιβαίο σύνδεσμό τους, αλλά πρέπει όμοια να μελετήσουμε όλες τις ιδιαίτερες απόψεις των αντιφάσεων, γιατί έτσι μονάχα μπορούμε να κατανοήσουμε το σύνολό τους. Κατανόηση όλων των απόψεων μιας αντίφασης σημαίνει κατανόηση τής ιδιαίτερης κατάστασης που καταλαμβάνει καθεμιά απ’ αυτές τις απόψεις· σημαίνει πως κατανοούμε υπό ποιες συγκεκριμένες μορφές προσδιορίζονται ή αντιτίθενται αμοιβαία, ποιες είναι οι συγκεκριμένες μέθοδοι τής πάλης που χρησιμοποιούνται απ’ την καθεμιά απ’ τις απόψεις αυτές στον αμοιβαίο τους σύνδεσμο ή την αντίθεσή τους, καθώς και μετά τη ρήξη τού αμοιβαίου τους συνδέσμου. Η μελέτη αυτών των ζητημάτων είναι εξαιρετικά σοβαρή. Κι αυτό ακριβώς είχε υπ’ όψη του ο Λένιν όταν έλεγε πως η καθ’ εαυτή βάση τού μαρξισμού, η ζωντανή του ψυχή, είναι η συγκεκριμένη ανάλυση μιας συγκεκριμένης κατάστασης. Οι δογματικοί μας όμως παραβαίνουν τις υποδείξεις τού Λένιν, δεν κάνουν ποτέ τον κόπο ν’ αναλύσουν οτιδήποτε με συγκεκριμένο τρόπο. Τα άρθρα τους και οι λόγοι τους αναμασούν με κενολόγο και άχρωμο τρόπο τα στερεότυπα σχήματα και δημιουργούν μέσα στο Κόμμα μας ένα απόλυτα ολέθριο τύπο δουλειάς.
Οποιοδήποτε ζήτημα κι αν μελετάμε, ο υποκειμενισμός, η μονόπλευρη, η επιπόλαιη εξέταση είναι απαράδεκτες. Ο υποκειμενισμός είναι η αδυναμία να αντικρίσουμε ένα ζήτημα αντικειμενικά, δηλαδή ματεριαλιστικά, όπως ανάφερα κιόλας στο κεφάλαιο για την πράξη. Η μονόπλευρη εξέταση εκφράζεται με την ανικανότητα να αντικρίζουμε τα ζητήματα απ’ όλες τους τις όψεις και σημαίνει πως κατανοούμε ένα από τα αντιθετικά του στοιχεία· αυτό συμβαίνει, π.χ., όταν κατανοούμε μονάχα την Κίνα και όχι την Ιαπωνία, μονάχα το κομμουνιστικό κόμμα και όχι το Κουόμιντανγκ, μονάχα το προλεταριάτο, κι όχι την αστική τάξη, μονάχα την αγροτιά κι όχι τους γαιοκτήμονες· όταν βλέπουμε καθαρά τις ευνοϊκές καταστάσεις και όχι τις δύσκολες, όταν κατανοούμε το παρελθόν και όχι το μέλλον, τη λεπτομέρεια και όχι το σύνολο, τον κατήφορο και όχι τον ανήφορο, την επαναστατική δουλειά στην παρανομία και όχι τη νόμιμη επαναστατική δουλειά κ.λπ. — με λίγα λόγια, όταν δεν κατανοούμε τις ιδιομορφίες των διαφόρων απόψεων των αντιφάσεων. Αυτό γίνεται αν αντικρίζουμε τα ζητήματα με μονόπλευρο τρόπο, όταν βλέπουμε το μέρος δίχως να βλέπουμε το όλον, όταν βλέπουμε το δέντρο δίχως να βλέπουμε το δάσος.Όταν ενεργούμε μ’ αυτό τον τρόπο, μάς είναι αδύνατο να βρούμε τη μέθοδο που θα μας κάμει ικανούς να επιλύσουμε τις αντιφάσεις, αδυνατούμε να εκπληρώσουμε τα καθήκοντα που μας επιβάλλει η επανάσταση, είναι αδύνατο να αναπτύξουμε ορθά την πάλη των γνωμών μέσα στο Κόμμα. Ο Σουν Τσε18εξηγώντας τα προβλήματα τού πολέμου είπε: «Γνώρισε τον αντίπαλό σου και γνώρισε και τον εαυτό σου και θα ’σαι ανίκητος». Μιλούσε έτσι και για τα δυο αντίμαχα μέρη. Ο Ουέι Τέινγκ, που ζούσε στην εποχή τής δυναστείας Τσανγκ, έλεγε: «άκουσε τον καθένα: θα μάθεις την αλήθεια· πίστεψε σ’ έναν — θα μείνεις στην άγνοια»· κι αυτός όμοια κατανοούσε πόσο καταστρεπτική είναι η μονόπλευρη εξέταση των προβλημάτων. Ωστόσο οι σύντροφοί μας αντικρίζουν συχνά τα προβλήματα με μονομερή τρόπο και για τούτο συχνά διαπράττουν ανοησίες. Ο Σουνγκ Κιάνγκ, ο ήρωας τού μυθιστορήματος Τσουϊχουτσουάν, επιτέθηκε τρεις φορές εναντίον τού Τσουκιατσουάνγκ, αλλά μη γνωρίζοντας την κατάσταση κι επειδή εφάρμοζε λαθεμένη μέθοδο δράσης, ηττήθηκε δυο φορές. Όταν όμως τροποποίησε τη μέθοδο τής δράσης του κι αφού έμαθε την κατάσταση, είδε καθαρά το σύστημα των λαβυρίνθων,σύντριψε τη συμμαχία ανάμεσα στους πληθυσμούς τού Λικιατσουάνγκ, Χουκιατσουάνγκ και Τσουκιατσουάνγκ, έστησε καρτέρι στο στρατόπεδο τού εχθρού και μεταχειρίστηκε μέθοδο ανάλογη με τον Δούρειο Ίππο, στην Τροία, για τον οποίο μιλάει μια ξένη μυθολογία· κι έτσι η τρίτη του επίθεση πέτυχε. Το μυθιστόρημα Τσουϊχουτσουάνπεριέχει μια ολόκληρη σειρά από παραδείγματα εφαρμοσμένης ματεριαλιστικής διαλεκτικής, που το καλύτερό τους είναι η τριπλή επίθεση κατά τού Τσουκιατσουάνγκ. Ο Λένιν λέει:
«Για να γνωρίσουμε πραγματικά ένα αντικείμενο, πρέπει να ερευνήσουμε, να μελετήσουμε όλες τις απόψεις, όλες τις σχέσεις και όλες τις «αλληλεπιδράσεις». Αυτό δεν θα το κατορθώσουμε ποτέ εντελώς, αλλά η ανάγκη να εξετάζουμε τα προβλήματα απ’ όλες τις απόψεις τους θα μας προφυλάξει από τις πλάνες και την αρτηριοσκλήρωση».
Αυτά τα λόγια πρέπει να τα θυμόμαστε.
Εξετάζουμε ένα πρόβλημα επιπόλαια όταν δεν λαμβάνουμε υπόψη μας τις ιδιομορφίες τής αντίφασης στο σύνολό της, ούτε τις ιδιομορφίες των διαφόρων απόψεών της· όταν αρνιόμαστε την ανάγκη να διεισδύσουμε βαθιά στην ουσία τού πράγματος και να μελετήσουμε καταλεπτώς τις ιδιομορφίες τής αντίφασης· όταν περιοριζόμαστε να κοιτάζουμε από μακριά, να ορίζουμε εντελώς κατά προσέγγιση τα γενικά χαρακτηριστικά τής αντίφασης προσπαθώντας αμέσως να την επιλύσουμε (απαντώντας σταερωτήματα, επιλύοντας τις διαφορές, ρυθμίζοντας τις τρέχουσες υποθέσεις, κατευθύνοντας τις στρατιωτικές επιχειρήσεις).Ενεργώντας κατά παρόμοιο τρόπο είναι επόμενο να έχουμε λυπηρές συνέπειες.
Η αιτία για την οποία οι σύντροφοί μας που κυριαρχούνται απ’ τον δογματισμό και τον εμπειρισμό διαπράττουν λάθη, είναι γιατί αντικρίζουν τα πράγματα με υποκειμενικό και επιπόλαιο τρόπο. Αντικρίζοντας τα πράγματα με μονομερή και επιπόλαιο τρόπο, μαρτυρούμε τον υποκειμενισμό μας. Εφόσον τα πράγματα υπάρχουν αντικειμενικά, σημαίνει πως, στην πραγματικότητα, είναι αλληλένδετα και διαθέτουν εσώτερους νόμους· και αντί αυτό να το σκεφτόμαστε κατά τρόπο ορθό, θεωρούμε τα φαινόμενα μονόπλευρα ή επιπόλαια, και όπου αγνοούμε τις αμοιβαίες τους αλληλεξαρτήσεις και τους εσώτερους νόμους τους, σημαίνει πως εξουσιαζόμαστε απ’ τον υποκειμενισμό.
Οφείλουμε να μελετούμε όχι μονάχα τις ιδιομορφίες τής κίνησης των αντιφάσεων στη γενική διεργασία τής ανάπτυξης των φαινομένων, αλλά και στην αμοιβαία τους αλληλεξάρτηση και έχοντας πάντα υπόψη τις προϋποθέσεις για την κάθε τους άποψη· κάθε στάδιο αυτής τής εξελικτικής διεργασίας έχει τις δικές του ιδιομορφίες που δεν μπορούμε να τις παραβλέψουμε.
Η θεμελιώδης αντίφαση στην εξελικτική διεργασία ενός φαινομένου και η ουσία τής διεργασίας που προσδιορίζει αυτή η θεμελιώδης αντίφαση δεν εξαφανίζονται πριν από την τελείωση τής διεργασίας· ωστόσο, συχνά αλλάζει η κατάσταση στις διάφορες φάσεις τής μακράς εξελικτικής διεργασίας ενός φαινομένου. Αυτό γίνεται, γιατί, μ’ όλο που δεν αλλάζουν ούτε ο χαρακτήρας τής βασικής αντίφασης στην εξωτερική διεργασία τού φαινομένου, ούτε η ουσία αυτής τής διεργασίας, ωστόσο η θεμελιώδης αντίφαση στις διάφορες φάσεις τής μακράς εξελικτικής διεργασίας αποκτά ολοένα οξύτερες μορφές. Άλλωστε, σ’ όλη τη σειρά των αντιφάσεων, είτε σημαντικές είναι αυτές, είτε ασήμαντες, που προσδιορίζονται από τη θεμελιώδη αντίφαση ή που βρίσκονται υπό την επιρροή της, άλλες γίνονται οξύτερες, άλλες λύονται ή αμβλύνονται προσωρινά ή εν μέρει, και [υπάρχουν] άλλες, τέλος, πού μόλις γεννιούνται. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο υπάρχουν διάφορες φάσεις στην διεργασία. Όποιοι δεν προσέχουν τις φάσεις τής εξελικτικής διεργασίας τού φαινομένου, είναι ανίκανοι να λύσουν όπως πρέπει τις σύμφυτες αντιφάσεις αυτού τού τού φαινομένου.
Όταν, π χ., ο καπιταλισμός τής εποχής τού ελεύθερου ανταγωνισμού έγινε ιμπεριαλισμός, δεν υπέστη, καμιά μεταβολή ούτε η φύση των δύο ανταγωνιζομένων τάξεων — τού προλεταριάτου και τής αστικής τάξης — ούτε και η καπιταλιστική υφή τής εν λόγω κοινωνίας. Ωστόσο, οι αντιθέσεις των δύο αυτών τάξεων έγιναν οξύτερες, αναφάνηκαν αντιθέσεις ανάμεσα στο μονοπωλιακό και στο μη μονοπωλιακό κεφάλαιο, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις μητροπόλεις και στις αποικίες οξύνθηκαν, και τέλος οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο ιδιαίτερα οι αντιθέσεις ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες, δηλαδή οι αντιθέσεις που προκάλεσε η άνιση ανάπτυξη αυτών των χωρών. Έτσι εμφανίστηκε μια ιδιαίτερη φάση τού καπιταλισμού — το στάδιο τού ιμπεριαλισμού. Ο λενινισμός έγινε ο μαρξισμός τής εποχής τού ιμπεριαλισμού και τήςπρολεταριακής επανάστασης, ακριβώς γιατί ο Λένιν και ο Στάλιν έδωσαν τη σωστή ερμηνεία αυτών των αντιφάσεων και επεξεργάστηκαν τη σωστή θεωρία και τη σωστή τακτική τής προλεταριακής επανάστασης, που ήταν προορισμένη να τις λύσει.
Αν πάρουμε την πορεία τής αστικοδημοκρατικής επανάστασης τής Κίνας, που άρχισε με την επανάστασητού 1911, βρίσκουμε επίσης μερικές ειδικές φάσεις. Ιδιαίτερα η περίοδος όπου επικεφαλής τής επανάστασης βρισκόταν η αστική τάξη και εκείνη όπου επικεφαλής βρισκόταν το προλεταριάτο, εκπροσωπούν δυο εντελώς διαφορετικές φάσεις. Η ηγεσία που άσκησε το προλεταριάτο άλλαξε ριζικά την όψη τής επανάστασης, κατάληξε σε μια ανασυγκρότηση των ταξικών δυνάμεων, στην πλατιά εξέλιξη τής αγροτικής επανάστασης, έδωσε συνεπώς χαρακτήρα στην επανάσταση που ’χε προσανατολιστεί εναντίον τού ιμπεριαλισμού, κατόρθωσε να μετατρέψει τη δημοκρατική επανάσταση σε σοσιαλιστική επανάσταση, κ.τ.λ. Όλα αυτά θα ήταν απραγματοποίητα την εποχή που η ηγεσία τής επανάστασης ανήκε στην αστική τάξη. Μ’ όλο που ο χαρακτήρας τής κύριας αντίφασης ολόκληρης τής διεργασίας, δηλαδή ο χαρακτήρας αυτής τής διεργασίας ως αντιφεουδαλικής και αντιιμπεριαλιστικής δημοκρατικής επανάστασης (ενώ η άλλη άποψη τής αντίφασης ήταν ο ημιαποικιακός και ημιφεουδαλικός χαρακτήρας τής χώρας), δεν είχε υποστεί καμιά απολύτως μεταβολή, ωστόσο είδαμε να δημιουργούνται σ’ όλη αυτή την περίοδο σημαντικά γεγονότα, όπως ήταν: η ήττα τής επανάστασης τού 1911, η εγκαθίδρυση τής εξουσίας των μιλιταριστών τού Πεϊγιάνγκ, η δημιουργία τού πρώτου ενιαίου εθνικού μετώπου και η επανάσταση τού 1924-1927, η ρήξη τού ενιαίου μετώπου και το πέρασμα τής αστικής τάξης στο στρατόπεδο τής αντεπανάστασης, οι εσωτερικοί πόλεμοι ανάμεσα στους καινούργιους μιλιταριστές, ο αγροτικός επαναστατικός πόλεμος, η δημιουργία τού δεύτερου ενιαίου εθνικού μετώπου και ο πόλεμος εναντίον των Ιαπώνων εισβολέων. Με άλλα λόγια, μέσα σε είκοσι χρόνια και κάτι, περάσαμε πολλές φάσεις τής εξέλιξης που τις χαρακτηρίζει το γεγονός πως ορισμένες αντιφάσεις έγιναν οξύτερες (π.χ, ο αγροτικός επαναστατικός πόλεμος και η εισβολή τής Ιαπωνίας στις τέσσερις επαρχίες τής βορειοανατολικής Κίνας), ενώ άλλες λύθηκαν προσωρινά και εν μέρει (όπως π.χ. η εξουδετέρωση των μιλιταριστών τού Πεϊγιάνγκ, η επίταξη των κτημάτων των γαιοκτημόνων που κάναμε) και τέλος αναφάνηκαν άλλες (όπως ο αγώνας μεταξύ των νέων μιλιταριστών, η ανάκτηση των επιταγμένων κτημάτων από τους γαιοκτήμονες όταν χάσαμε τις επαναστατικές βάσεις τής νότιας Κίνας), κ.τ.λ.
Όταν μελετούμε τον ειδικό χαρακτήρα των αντιφάσεων στις διάφορες φάσες τής εξελικτικής πορείας ενός φαινομένου, δεν πρέπει μόνο να τις εξετάζουμε στο σύνολό τους και στην αμοιβαία τους αλληλουχία, μα πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε έχοντας υπόψη μας την καθεμιά άποψη των αντιφάσεων σε κάθε φάση τήςεξέλιξης.
Ας πάρουμε, π.χ., το Κουόμιντανγκ και το κομμουνιστικό κόμμα: όσο καιρό το Κουόμιντανγκ (η μια άποψη) πραγματοποιούσε, στην περίοδο τού πρώτου ενιαίου μετώπου τις «τρεις βασικές πολιτικές θέσεις» τού Σουν Γιατ-Σεν (συμμαχία με τη Ρωσία, συμμαχία με το κομμουνιστικό κόμμα και υποστήριξη στους εργάτες και στους αγρότες), έμεινε επαναστατικό, δυνατό, και εκπροσώπησε τη συμμαχία των διαφόρων τάξεων στη δημοκρατική επανάσταση. Ύστερα όμως από το 1927, το Κουόμιντανγκ έγινε εντελώς το αντίθετο, έγινε δηλαδή ένα αντιδραστικό μπλοκ των γαιοκτημόνων και τής μεγαλοαστικής τάξης. Ύστερα από τα γεγονότα τού Σιαν, το Δεκέμβριο τού 1936, σημειώθηκε μια στροφή στο Κουόμιντανγκ για να θέσει τέρμα στον εμφύλιο πόλεμο και να κλείσει συμμαχία με το κομμουνιστικό κόμμα για τον κοινό αγώνα εναντίον τού ιαπωνικού ιμπεριαλισμού. Αυτά ήταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού Κουόμιντανγκ στις τρεις φάσεις. Βέβαια, την εμφάνιση τους την προκάλεσαν ένα σωρό παράγοντες. Όσον αφορά το κινεζικό κομμουνιστικό κόμμα (άλλη άποψη), στην περίοδο τού πρώτου ενιαίου μετώπου ήταν ακόμα στα σπάργανα, και μ’ όλο που κατεύθυνε νικηφόρα την επανάσταση τού 1924-1927, ωστόσο έδειξε έλλειψη ωριμότητας στην κατανόηση τού χαρακτήρα, των καθηκόντων και των μεθόδων τής επανάστασης. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο τσεντου-σιεουισμός που εμφανίστηκε στην τελευταία περίοδο αυτής τής επανάστασης, είχε τη δυνατότητα να παίξει τον ρόλο του και οδήγησε την επανάστασηστην ήττα. Ύστερα από το 1927, το κομμουνιστικό κόμμα διεύθυνε ηρωικά τον αγροτικό επαναστατικό πόλεμο, δημιούργησε επαναστατικό στρατό και επαναστατικές βάσεις, αλλά διέπραξε τυχοδιωκτικά σφάλματα που προκάλεσαν πολύ σοβαρά κτυπήματα και στο στρατό και στις βάσεις. Μετά από το 1935, το κομμουνιστικό κόμμα ξεπέρασε αυτά τα σφάλματα και ξαναδιεύθυνε το ενιαίο αντιιαπωνικό μέτωπο· σήμερα ο μεγάλος αγώνας του βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη. Στην τωρινή φάση, το κομμουνιστικό κόμμα είναι ένα κόμμα πού γνώρισε τις δοκιμασίες δυο επαναστάσεων και που έχει πια πλούσια πείρα. Αυτά είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού κινεζικού κομμουνιστικού κόμματος στις τρεις αυτές φάσεις. Την εμφάνιση αυτών των ιδιομορφιών την προκάλεσαν επίσης ένα σωρό παράγοντες. Αν δεν μελετήσουμε αυτές τις ιδιομορφίες, είναι αδύνατο να καταλάβουμε τις ιδιομορφίες των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα στο Κουόμιντανγκ και στο κομμουνιστικό κόμμα, στις διάφορες φάσεις τής εξέλιξής τους: τις φάσεις τής δημιουργίας ενός ενιαίου μετώπου, τής ρήξης αυτού τού μετώπου και τής αναδημιουργίας τού ενιαίου μετώπου.
Μα για να μελετήσουμε όλες τις ιδιομορφίες των δύο κομμάτων είναι ακόμα πιο απαραίτητο να μελετήσουμε την ταξική βάση των δύο κομμάτων και τις αντιθέσεις που παρουσιάστηκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους, ανάμεσα στο καθένα από αυτά τα κόμματα, και στις άλλες απόψεις. Π.χ.: Στους κόλπους τού Κουόμιντανγκ, στην πρώτη περίοδο τής συμμαχίας με το κομμουνιστικό κόμμα, υπάρχει από μια πλευρά η αντίθεση με τους ξένους ιμπεριαλιστές και γι’ αυτό αντιτασσόταν στον ιμπεριαλισμό, και από την άλλη η αντίθεση με τις λαϊκές μάζες στο εσωτερικό τής χώρας· με τα λόγια, έδινε ένα σωρό θαυμάσιες υποσχέσεις στους εργαζόμενους, μα στην πραγματικότητα τους έδινε πολύ λίγα ή κυριολεκτικά τίποτε. Στον πόλεμο που έκανε εναντίον των κομμουνιστών, αγωνίστηκε συμμαχώντας με τον ιμπεριαλισμό και τη φεουδαρχία εναντίον των λαϊκών μαζών, κατάργησε με μια μολυβιά όλα τα δικαιώματα που είχαν κατακτήσει οι λαϊκές μάζες στη διάρκεια τής επανάστασης, κι έτσι έκανε οξύτερη την αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτό και τις λαϊκές μάζες. Σήμερα, στην περίοδο τού αγώνα εναντίον των Ιαπώνων εισβολέων, εξαιτίας τής ύπαρξης αντιθέσεων ανάμεσα στο Κουόμιντανγκ και στους Ιάπωνες εισβολείς, το Κουόμιντανγκ ενδιαφέρεται από τη μια να συμμαχήσει με το κομμουνιστικό κόμμα, ενώ απ’ την άλλη δεν μειώνει καθόλου τον αγώνα του και τις πιέσεις του εναντίον τού κομμουνιστικού κόμματος και τού κινεζικού λαού. Το κομμουνιστικό κόμμα βρίσκεται πάντα στο πλευρό των λαϊκών μαζών, για τον αγώνα τους εναντίον τού ιμπεριαλισμού και τής φεουδαρχίας. Ωστόσο, στη σημερινή περίοδο τού αγώνα εναντίον των Ιαπώνων εισβολέων, δεδομένου ότι το Κουόμιντανγκ τάχθηκε υπέρ τής αντίστασης στους εισβολείς, το κομμουνιστικό κόμμα άρχισε να εφαρμόζει πολιτική μετριοπάθειας στο Κουόμιντανγκ και στις φεουδαρχικές δυνάμεις τής χώρας. Εξαιτίας όλων αυτών των συνθηκών, πότε σφραγίζεται μια συμμαχία ανάμεσα στα δυο αυτά κόμματα, και πότε ξαναρχίζει η μάχη. Άλλωστε, και στις περιόδους τής συμμαχίας, δημιουργούνται περιπλοκές στην κατάσταση, δεδομένου πως ταυτόχρονα υπάρχουν και η συμμαχία και η πάλη. Αν δεν μελετήσουμε τις ιδιομορφίες αυτών των αντίθετων απόψεων, δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε, όχι μόνο τις αμοιβαίες σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στο καθένα απ’ τα κόμματα και στις άλλες απόψεις, αλλά ούτε και τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα ίδια αυτά τα δυο κόμματα.
Έτσι, όταν μελετούμε τις ιδιομορφίες οποιωνδήποτε αντιφάσεων: τις αντιφάσεις στις διάφορες μορφές κίνησης τής ύλης, τις αντιφάσεις στις μορφές κίνησης στη διάρκεια των διαφόρων εξελικτικών διεργασιών, τις διάφορες απόψεις των αντιφάσεων στη μια ή στην άλλη διεργασία τής εξέλιξης, τις αντιφάσεις στις εξελικτικές διεργασίες στα διάφορα στάδια αυτών των διεργασιών, και επίσης, τις διάφορες απόψεις των αντιφάσεων στα διάφορα στάδια τής εξέλιξης — η μελέτη όλων αυτών των ιδιομορφιών των αντιφάσεων δεν επιτρέπει να παρασυρόμαστε σε υποκειμενικές αξιολογήσεις· εδώ, είναι απαραίτητη μια συγκεκριμένη ανάλυση. Χωρίς συγκεκριμένη ανάλυση, είναι αδύνατο να γνωρίσουμε οποιαδήποτε ιδιομορφία των αντιφάσεων. Πρέπει να θυμούμαστε πάντα τα λόγια τού Λένιν: συγκεκριμένη ανάλυση μας συγκεκριμένης κατάστασης.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν πρώτοι που μας έδωσαν θαυμάσια παραδείγματα γι’ αυτό το είδος τής συγκεκριμένης ανάλυσης.
Όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς εφαρμόσανε [στη μελέτη τής πορείας τής ιστορίας τής κοινωνίας] τον νόμο τής σύμφυτης αντίφασης που υπάρχει στα πράγματα και τα φαινόμενα, [ανακάλυψαν] την αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις, την αντίφαση ανάμεσα στην τάξη των εκμεταλλευτών και στην τάξη των εκμεταλλευομένων, όπως και την αυτοφυή αντίφαση ανάμεσα στην οικονομική βάση και στο πολιτικό, ιδεολογικό, κ.λπ. εποικοδόμημα· και είδαν πως αυτές οι αντιφάσεις στις διάφορες ταξικές κοινωνίες, υποκινούν αναπόφευκτα κοινωνικές επαναστάσεις με διαφορετικό χαρακτήρα.
Όταν ο Μαρξ εφάρμοσε αυτό τον νόμο στη μελέτη τής οικονομικής συγκρότησης τής κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, είδε πως θεμελιώδης αντίφαση αυτής τής κοινωνίας είναι η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα τής παραγωγής και στην ατομική μορφή τής [ιδιοκτησίας]. Αυτή η αντίφαση εκδηλώνεται με την αντίθεση ανάμεσα στον οργανωμένο χαρακτήρα τής παραγωγής στις μεμονωμένες επιχειρήσεις και στον ανοργάνωτο χαρακτήρα τής παραγωγής στο σύνολο τής σημερινής κοινωνίας. Και στις ταξικές σχέσεις, αυτή η αντίφαση εκδηλώνεται στην αντίθεση ανάμεσα στην καπιταλιστική και στην προλεταριακή τάξη.
Με την τεράστια ποικιλία των πραγμάτων και των φαινομένων και με τον απεριόριστο χαρακτήρα τής εξέλιξης, κάτι που σε μια ορισμένη περίπτωση είναι ιδιαίτερο, μπορεί, σε μια άλλη περίπτωση, να γίνει καθολικό. Η σύμφυτη με το καπιταλιστικό σύστημα αντίφαση, ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα τής παραγωγής και στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, υπάρχει γενικά σε όλες τις χώρες όπου υπάρχει και αναπτύσσεται ο καπιταλισμός. Για τον καπιταλισμό, αυτή η αντίθεση αποκτά καθολικό χαρακτήρα. Ωστόσο, αυτή η αντίφαση που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό εκπροσωπεί ένα φαινόμενο που είναι σύμφυτο σε ένα καθορισμένο ιστορικό στάδιο τής εξέλιξης τής ταξικής, γενικά, κοινωνίας, και, από την άποψη τής αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής στην ταξική, γενικά, κοινωνία, αυτή η αντίφαση προσιδιάζει ειδικά σ’ αυτ[ό]ν. Ωστόσο, αφού ανακάλυψε τον ειδικό χαρακτήρα όλων των αντιφάσεων τής κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, ο Μαρξ, ξεκινώντας απ’ αυτό, ανακάλυψε με ακόμα βαθύτερο, πιο ολοκληρωμένο και πιο πλήρη τρόπο, τον καθολικό χαρακτήρα τής αντίφασης που υπάρχει ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις στην ταξική, γενικά, κοινωνία.
Από το ίδιο το γεγονός πως το ιδιαίτερο είναι συνδεδεμένο με το καθολικό και πως σε κάθε φαινόμενο είναι εσωτερικά σύμφυτο όχι μονάχα το ιδιαίτερο που υπάρχει στην αντίφαση, αλλά και το καθολικό, [προκύπτει ότι] υπάρχει το καθολικό στο ιδιαίτερο. Όταν λοιπόν μελετούμε ένα καθορισμένο φαινόμενο, πρέπει να ανακαλύπτουμε αυτές τις δυο απόψεις και και την αμοιβαία σχέση μεταξύ τους, να ανακαλύπτουμε την αμοιβαία σχέση τού εν λόγω φαινομένου με τα πολυάριθμα άλλα εξωτερικά του φαινόμενα. Ο Στάλιν, στο περίφημο έργο του Οι αρχές τού λενινισμού, ενώ παρουσιάζει τις ιστορικές ρίζες τού λενινισμού, αναλύει ταυτόχρονα τη διεθνή κατάσταση όπου γεννήθηκε ο λενινισμός, αναλύει τις αντιφάσεις τού καπιταλισμού, που φθάσανε στο ζενίθ τους με τον ιμπεριαλισμό· δείχνει πως αυτές οι αντιφάσεις [οδήγησαν] στο να γίνει η προλεταριακή επανάσταση ζήτημα τής άμεσης πράξης και να δημιουργηθούν οι ευνοϊκές συνθήκες για μια άμεση επίθεση εναντίον τής κεφαλαιοκρατίας. Ακόμα, αναλύει τους λόγους που η Ρωσία έγινε το λίκνο τού λενινισμού, το γιατί η τσαρική Ρωσία έγινε το κρίσιμο σημείο όλων των αντιφάσεων τού ιμπεριαλισμού και γιατί μπόρεσε ακριβώς το ρωσικό προλεταριάτο να γίνει η προφυλακή τού διεθνούς επαναστατικού προλεταριάτου.
Έτσι, αφού ανέλυσε ό,τι το γενικό υπάρχει στις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τον ιμπεριαλισμό, ο Στάλιν απόδειξε πως ο λενινισμός είναι ο μαρξισμός τής εποχής τού ιμπεριαλισμού και τής προλεταριακής επανάστασης· αφού ανάλυσε ό,τι το ειδικό υπάρχει στις γενικές αντιφάσεις, ό,τι το χαρακτηριστικό υπάρχει στον ιμπεριαλισμό τής τσαρικής Ρωσίας, εξηγεί γιατί έγινε ακριβώς η Ρωσία η πατρίδα τής θεωρίας και τής πράξης τής προλεταριακής επανάστασης, και [πως] αυτό το ειδικό περιείχε άλλωστε ό,τι το γενικό υπήρχε στις εν λόγω αντιφάσεις. Αυτή η ανάλυση τού Στάλιν αποτελεί για μας πρότυπο για γνώση τού γενικού και τού ειδικού στις αντιφάσεις, και των αμοιβαίων σχέσεών τους.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, μα επίσης και ο Λένιν και ο Στάλιν, ασχολούμενοι με τη χρήση τής διαλεκτικής στη μελέτη των αντικειμενικών φαινομένων, πάντοτε έδειξαν πως ήταν απαράδεκτη κάθε υποκειμενική αυθαιρεσία, και πάντα τόνιζαν πως έπρεπε ξεκινώντας από τις συγκεκριμένες συνθήκες που είναι σύμφυτες με την κίνηση τής αντικειμενικής πραγματικότητας, να αναγνωρίσουμε τις συγκεκριμένες αντιφάσεις αυτών των φαινομένων, να μελετήσουμε τη συγκεκριμένη κατάσταση των απόψεων [κάθε] αντίφασης και τη συγκεκριμένη αμοιβαία σχέση των αντιθέτων. Οι δογματικοί μας σημειώνουν τη μια αποτυχία πάνω στην άλλη, ακριβώς γιατί δεν ακολουθούν αυτή τη διαδικασία. Πρέπει να πάρουμε μάθημα από τη χρεωκοπία των δογματι[κ]ών και να γίνουμε κύριοι τής επιστημονικής μεθόδου, γιατί δεν υπάρχουν άλλες μέθοδοι έρευνας.
Η σχέση ανάμεσα στον καθολικό και στον ειδικό χαρακτήρα τής αντίφασης είναι η σχέση ανάμεσα στο γενικό και στο ιδιαίτερο. Το γενικό έγκειται στην ύπαρξη αντιφάσεων σε όλες τις διεργασίες, στο γεγονός πως οι αντιφάσεις εισχωρούν σε όλες τις διεργασίες, από την αρχή ως το τέλος: αντιφατική είναι και η κίνηση και το πράγμα, και η διεργασία, και η σκέψη. Όταν αρνιόμαστε την αντίφαση στα πράγματα και στα φαινόμενα, είναι σα να αρνιόμαστε τα πάντα. Αυτός είναι καθολικός νόμος που ισχύει για όλους ανεξαιρέτως τους χρόνους και τους χώρους. Γι’ αυτό η αντίφαση είναι γενική και απόλυτη. Ωστόσο, αυτό το γενικό υπάρχει δια τού ιδιαιτέρου και χωρίς ιδιαίτερο δεν μπορεί να υπάρχει γενικό. Πώς μπορεί να υπάρξει γενικό όταν αποκλείσουμε κάθε τι το ιδιαίτερο; Το ιδιαίτερο δημιουργείται από το γεγονός πως κάθε αντίφαση έχει τον δικό της ειδικό χαρακτήρα. Κάθε τι το ιδιαίτερο είναι προσδιορισμένο, προσωρινό και κατά συνέπεια σχετικό.
4. Η κύρια αντίφαση και η κύρια άποψη τής αντίφασης
Στο ζήτημα τού ειδικού χαρακτήρα των αντιφάσεων, υπάρχουν ακόμα δύο στοιχεία πού πρέπει να μελετήσουμε ιδιαιτέρως: η κύρια αντίφαση και η κύρια άποψη τής αντίφασης.
Σε κάθε πολύπλοκη εξελικτική πορεία των φαινομένων, υπάρχει μια ολόκληρη σειρά από αντιφάσεις που ανάμεσά τους υπάρχει πάντα μια που είναι η κύρια αντίφαση· η ύπαρξη και η εξέλιξή της προσδιορίζουν την ύπαρξη και την εξέλιξη των άλλων [τις οποίες] επηρεάζ[ει].
Στην καπιταλιστική κοινωνία, π.χ., οι δυο αντιτιθέμενες δυνάμεις, το προλεταριάτο και η αστική τάξη, αποτελούν την κύρια αντίφαση. Οι άλλες αντιφάσεις, όπως, π.χ., η αντίθεση ανάμεσα σ’ εκείνο που απομένει από τη φεουδαλική τάξη και στην αστική τάξη, η αντίθεση ανάμεσα στους αγρότες μικροϊδιοκτήτες και στην αστική τάξη, [η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και στους αγρότες μικροϊδιοκτήτες], η αντίθεση ανάμεσα στη μη μονοπωλιακή και στη μονοπωλιακή αστική τάξη, η αντίθεση ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και στον φασισμό, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις κεφαλαιοκρατικές χώρες, οι αντιθέσεις ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και στις αποικίες, και οι άλλες αντιφάσεις: όλα αυτά καθορίζονται από την κύρια αντίφαση και βρίσκονται υπό την επίδρασή της.
Στις ημιαποικιακές χώρες, όπως είναι, παραδείγματος χάρη η Κίνα, οι σχέσεις ανάμεσα στην κύρια αντίφαση και στις δευτερεύουσες αντιφάσεις δημιουργούν πολύπλοκη εικόνα.
Στην περίπτωση όπου οι ιμπεριαλιστές κήρυχναν τον πόλεμο σε μια χώρα, οι διάφορες τάξεις αυτής τής χώρας, εκτός από μια μικρή κλίκα των εθνοπροδοτών, μπορούν να ενωθούν προσωρινά για να διεξαγάγουν τον πόλεμο εναντίον τού ιμπεριαλισμού. Σ’ αυτή την περίπτωση, η αντίθεση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και στην εν λόγω χώρα γίνεται η κύρια αντίθεση, και όλες οι αντιθέσεις των διαφόρων τάξεων στο εσωτερικό τής χώρας (και μαζί η η κύρια αντίθεση ανάμεσα στο φεουδαλικό καθεστώς και στις λαϊκές μάζες) υποχωρούν προσωρινά σε δευτερώτερο επίπεδο και έχουν μόνο δευτερεύουσα θέση. Αυτή η κατάσταση χαρακτήρισε τον πόλεμο τού όπιου στα 1840 στην Κίνα, τον κινεζοϊαπωνικό πόλεμο τού 1894, τον πόλεμο των Μπό[ξ]ερ[ς] στα 1900 και χαρακτηρίζει επίσης και τον σημερινό κινεζοϊαπωνικό πόλεμο.
Ωστόσο, σε άλλη κατάσταση, οι αντιφάσεις μετατοπίζονται. Όταν ο ιμπεριαλισμός δεν καταφεύγει στην ένοπλη καταπίεση, αλλά χρησιμοποιεί πιο μετριοπαθείς μορφές καταπίεσης, την πίεση δηλαδή στον πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό και άλλους τομείς, τότε η κυρίαρχη τάξη τής ημιαποικιακής χώρας μπορεί να συνθηκολογήσει με τον ιμπεριαλισμό· έτσι δημιουργείται μεταξύ τους μια συμμαχία που έχει για σκοπό της την κοινή καταπίεση των λαϊκών μαζών. Σ’ αυτή την περίπτωση οι λαϊκές μάζες καταφεύγουν συχνά στον εμφύλιο πόλεμο σα μορφή πάλης εναντίον τού συνασπισμού των ιμπεριαλιστών και τής φεουδαλικής τάξης. Όσο για τον ιμπεριαλισμό, αυτός, χωρίς να καταφεύγει σε άμεση δράση, χρησιμοποιεί συχνά πλάγια μέσα για να βοηθήσει τις αντιδραστικές δυνάμεις τής ημιαποικιακής χώρας να καταπιέσουν τον λαό. Σ’ αυτή την περίπτωση, οι εσωτερικές αντιθέσεις αποκτούν ιδιαίτερη οξύτητα. Αυτή η κατάσταση χαρακτήρισε τον επαναστατικό πόλεμο τού 1911, τον επαναστατικό πόλεμο τού 1924-1927 και τον δεκαετή αγροτοεπαναστατικό πόλεμο που συνεχίστηκε στην Κίνα ύστερα από τα 1927. Ανάλογη κατάσταση παρατηρούμε στους εσωτερικούς πολέμους ανάμεσα στις διάφορες ηγετικές αντιδραστικές κλίκες των ημιαποικιακών χωρών, όπως π.χ. στους πολέμους μεταξύ των μιλιταριστών τής Κίνας.
Όταν σε μια χώρα ο επαναστατικός πόλεμος αποκτά τέτοια δύναμη που αρχίζει να απειλεί την ίδια την ύπαρξη τού ιμπεριαλισμού και τους πράκτορές του, τότε η εσωτερική αντίδραση, ο ιμπεριαλισμός, για να διατηρήσει την κυριαρχία του, καταφεύγει και σε άλλα μέσα εκτός από εκείνα που αναφέραμε προηγούμενα: ή σπέρνει τη διχόνοια στο επαναστατικό στρατόπεδο ή προκαλεί άμεσα την επέμβαση των ξένων ένοπλων δυνάμεων για να βοηθήσουν την εσωτερική αντίδραση. Σ’ αυτή την περίπτωση, ανάμεσα στον ξένο ιμπεριαλισμό και την εσωτερική αντίδραση αυτής τής χώρας, που συνασπίζονται με απόλυτα κατάφωρο τρόπο στον ένα πόλο, και στις λαϊκές μάζες, που συνασπίζονται στον άλλο, εμφανίζεται η κύρια αντίφαση που προσδιορίζει την εξέλιξη ή επηρεάζει την εξέλιξη των άλλων αντιθέσεων. Παράδειγμα μιας τέτοιας ένοπλης επέμβασης είναι η βοήθεια των ξένων κεφαλαιοκρατικών χωρών στους αντιδραστικούς τής Ρωσίας, ύστερα από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Και παράδειγμα διχασμού τού επαναστατικού μετώπου είναι η προδοσία τού Τσιάνγκ Κάι-Σεκ στα 1927.
Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει καμιά απολύτως αμφιβολία πως σε κάθε μια από τις διάφορες εξελικτικές φάσεις τής πορείας, υπάρχει μόνο μία κύρια αντίφαση πού παίζει πρωτεύοντα ρόλο.
Έτσι, αν υπάρχουν πολλές αντιφάσεις σε κάθε διεργασία, ωστόσο υπάρχει πάντα μία πού είναι η κύρια αντίφαση και που παίζει βασικό, αποφασιστικό ρόλο, ενώ οι άλλες κατέχουν δευτερεύουσα υποδεέστερη θέση. Κατά συνέπεια, όταν μελετούμε μια διεργασία, αν είναι πολύπλοκη διεργασία που περιέχει περισσότερες από δύο αντιφάσεις, πρέπει να προσπαθούμε να βρίσκουμε την κύρια αντίφαση. Και αφού την προσδιορίσουμε, είναι εύκολο να λύσουμε όλα τα προβλήματα. Αυτή είναι η μέθοδος που μας υπόδειξε ο Μαρξ μελετώντας τον καπιταλισμό. [Πρόκειται για] την ίδια μέθοδο που μας υποδείχνουν και ο Λένιν και ο Στάλιν στη μελέτη τους για τον ιμπεριαλισμό και τη γενική κρίση τής κεφαλαιοκρατίας, στη μελέτη τους για την οικονομία τής Σοβιετικής Ένωσης. Χιλιάδες και χιλιάδες σοφοί και πρακτικοί δεν [την] καταλαβαίνουν, με αποτέλεσμα να περιπλανιούνται κυριολεκτικά στα σκοτάδια, να μη βρίσκουν τον κύριο κρίκο κι έτσι να μη μπορούν να βρουν [κάποιο τρόπο] για να λύσουν τις αντιφάσεις.
Είπαμε παραπάνω πως δεν πρέπει να μελετάμε με τον ίδιο τρόπο όλες τις αντιφάσεις που υπάρχουν σε μια διεργασία, πως είναι ανάγκη να διακρίνουμε σ’ αυτές την κύρια αντίφαση από τις δευτερεύουσες αντιφάσεις και αφού γίνει αυτό, το ουσιώδες είναι να σταθούμε στην κύρια αντίφαση. Μα μπορούμε τάχα να μελετούμε με τον ίδιο τρόπο και τις δυο απόψεις των διαφόρων αντιφάσεων, είτε πρόκειται για την κύρια αντίφαση είτε για τις δευτερεύουσες αντιφάσεις; Όχι, ούτε αυτό μπορούμε να κάνουμε. Οι απόψεις οποιασδήποτε αντίφασης εξελίσσονται με άνισο τρόπο. Πολλές φορές φαίνεται σα να υπάρχει κάποια ισορροπία μεταξύ τους, μα αυτή είναι προσωρινή και σχετική κατάσταση· η βασική κατάσταση είναι η άνιση εξέλιξη. Από τις δυο απόψεις τής αντίφασης, η μια είναι αναπόφευκτα η κύρια, ενώ η άλλη είναι η δευτερεύουσα. Η κύρια είναι εκείνη που παίζει τον βασικό ρόλο στην αντίφαση. Ο χαρακτήρας των πραγμάτων και των φαινομένων προσδιορίζεται κατά βάθος από την κύρια άποψη τής αντίφασης που κατέχει την κύρια θέση.
Αλλά αυτή η θέση των απόψεων τής αντίφασης δεν είναι αναλλοίωτη — αφού η κύρια και η δευτερεύουσα άποψη μετατρέπονται η μια στην άλλη, και ανάλογα μεταβάλλεται και ο χαρακτήρας των φαινομένων. Αν σε μια δεδομένη διεργασία ή σ’ ένα ορισμένο στάδιο τής εξέλιξης τής αντίφασης, η κύρια άποψή της είναι Α και η δευτερεύουσα άποψή της Β, σε ένα άλλο στάδιο τής εξέλιξης ή σε μια άλλη εξελικτική διεργασία, η σχετική θέση των απόψεων αλλάζει· αλλάζει ανάλογα με τον βαθμό τής αλλαγής στη σχέση των δυνάμεων ανάμεσα στις δυο απόψεις τής αντίφασης που αντιπαλαίουν στην εξελικτική διεργασία τού φαινομένου.
Λέμε συχνά πως «το καινούργιο αντικαθιστά το παλιό». Η αντικατάσταση τού παλιού με το καινούργιο είναι γενικός και απαράγραπτος νόμος τού σύμπαντος. Η μετατροπή ενός φαινομένου σε ένα άλλο με ένα πήδημα που δημιουργείται υπό ποικίλες μορφές, ανάλογα με το χαρακτήρα τού καθ’ αυτού φαινομένου και με τις συνθήκες όπου βρίσκεται, είναι η διεργασία τής αντικατάστασης τού παλιού με το καινούργιο. Σε κάθε φαινόμενο υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στο καινούργιο και στο παλιό που γεννάει μια σειρά από διαμάχες με ελικοειδή πορεία. Στο τέλος αυτής τής διαμάχης βλέπουμε το καινούργιο να μεγαλώνει και να ανυψώνεται στον ηγετικό ρόλο· αντίθετα, το παλιό φθείρεται και χάνεται· και μόλις υπερνικήσει το καινούργιο το παλιό, το παλιό φαινόμενο με την ποιότητα του μετατρέπεται σε ένα καινούργιο φαινόμενο με δική του ποιότητα. Απ’ αυτό προκύπτει πως η ποιότητα των πραγμάτων και των φαινομένων προσδιορίζεται βασικά από την κύρια άποψη τής αντίφασης που κατέχει κυρίαρχη θέση. Όταν τροποποιείται η κύρια άποψη τής αντίφασης, που κατέχει βασική θέση, τότε η ποιότητα τού φαινομένου υφίσταται αντίστοιχη τροποποίηση.
Η κεφαλαιοκρατία που στην παλιά φεουδαλική κοινωνία κατείχε υποτελή θέση, γίνεται η κυρίαρχη δύναμη στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία, και ο χαρακτήρας τής κοινωνίας υφίσταται αντίστοιχη μετατροπή: από φεουδαλικός, γίνεται κεφαλαιοκρατικός. Όσο για τη φεουδαρχία, από κυρίαρχη δύναμη που ήταν στο παρελθόν, στην καινούργια κεφαλαιοκρατική κοινωνία γίνεται υποτελής δύναμη και φθίνει βαθμιαία. Αυτό συνέβη, π.χ., στην Αγγλία και στη Γαλλία. Με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η αστική τάξη, από καινούργια και προοδευτική τάξη, γίνεται παλιά τάξη, παίζει αντιδραστικό ρόλο, και τελικά ανατρέπεται από το προλεταριάτο, και γίνεται απαλλοτριωμένη και έκπτωτη τάξη. Και αυτή η τάξη θα χαθεί με τον καιρό. Το προλεταριάτο, που αριθμητικά ξεπερνάει πολύ την αστική τάξη, που αναπτύχθηκε ταυτόχρονα μ’ αυτήν, μα που βρίσκεται υπό την επίδρασή της, αποτελεί μια καινούργια δύναμη, που στην αρχική περίοδο είχε θέση εξάρτησης αναφορικά με την αστική τάξη· μεγαλώνει βαθμιαία, ενισχύεται, και μετατρέπεται σε ανεξάρτητη τάξη που παίζει ηγετικό ρόλο στην ιστορία, σε τάξη που τελικά φθάνει στην εξουσία και γίνεται κυρίαρχη. Απ’ αυτό το γεγονός μεταβάλλεται ο χαρακτήρας τής κοινωνίας — από παλιά κεφαλαιοκρατική κοινωνία, γίνεται μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία. Αυτός είναι ο δρόμος που διέτρεξε η Σοβιετική Ένωση και που θα τον ακολουθήσουν αναπόφευκτα και όλες οι άλλες χώρες.
Όσο για την Κίνα, ο ιμπεριαλισμός κατέχει την προέχουσα θέση στην αντιφατική πορεία τής μετατροπής της σε ημιαποικιακή χώρα. Ο ιμπεριαλισμός καταπιέζει τον κινεζικό λαό, και από ανεξάρτητη χώρα, η Κίνα έγινε ημιαποικιακή χώρα. Μα αναπόφευκτα η κατάσταση θα αλλάξει: μέσα στις συνθήκες τής πάλης, οι δυνάμεις που μεγάλωσαν από τα σπλάχνα τού κινεζικού λαού, με την ηγεσία τού προλεταριάτου, θα μεταβάλουν αναπόφευκτα την ημιαποικιακή Κίνα σε ανεξάρτητο κράτος, και ο ιμπεριαλισμός θα ανατραπεί. Η παλιά Κίνα θα γίνει αναπόφευκτα η νέα Κίνα.
Η μετατροπή τής παλιάς Κίνας σε νέα Κίνα περιλαμβάνει επίσης μια μετατροπή τής κατάστασης των παλιών, φεουδαλικών δυνάμεων, και των νέων, των λαϊκών δυνάμεων. Η παλιά φεουδαλική τάξη των γαιοκτημόνων θα ανατραπεί, και από κυρίαρχη τάξη θα γίνει κυριαρχούμενη και θα χαθεί σιγά-σιγά. Όσο για τον λαό, με την ηγεσία τού προλεταριάτου, από κυριαρχούμενος θα γίνει κυρίαρχος λαός. Έτσι, θα μεταβληθεί ο χαρακτήρας τής κινεζικής κοινωνίας, δηλαδή η ημιαποικιακή και ημιφεουδαλική παλιά κοινωνία, θα γίνει μια καινούργια, δημοκρατική κοινωνία.
Τέτοιου είδους μεταβολές είχαν γίνει και στο παρελθόν. Η δυναστεία των Μαντζού, πού κυριάρχησε στην Κίνα επί τριακόσια σχεδόν χρόνια, ανατράπηκε με την επανάσταση τού 1911, και το επαναστατικό «Τουνγκμίνγκ-χουέι» που είχε ως αρχηγό τον Σουν Γιατ-Σεν είχε φθάσει στο σημείο να κερδίσει τη νίκη. Στον επαναστατικό πόλεμο τού 1924 – 1927, οι ενιαίες επαναστατικές δυνάμεις τού Κουόμιντανγκ και τού κομμουνιστικού κόμματος στα νότια τής Κίνας, από αδύνατες έγιναν ισχυρές, κέρδισαν τη νίκη στην εκστρατεία τού Βορρά και οι φοβεροί άλλοτε μιλιταριστές τού Πεϊγιάνγκ ανατράπηκαν. Στα 1927, οι λαϊκές δυνάμεις, [υπό] την ηγεσία τού κομμουνιστικού κόμματος, μειώθηκαν απότομα κάτω από τα πλήγματα τής αντίδρασης τού Κουόμιντανγκ, μα αφού εκκαθάρισαν τις γραμμές τους από τον οπορτουνισμό, ξαναπήραν σιγά-σιγά σημασία και δύναμη.Στα εδάφη των επαναστατικών βάσεων όπου ηγείτο το κομμουνιστικό κόμμα, οι δουλοπάροικοι αγρότες έγιναν οι κύριοι, και οι γαιοκτήμονες έπαθαντο αντίθετο. Έτσι γίνεται συνεχώς στον κόσμο, η αντικατάσταση τού παλιού με το καινούργιο, η εξαφάνιση τού παλιού και η εμφάνιση τού καινούργιου, ο θάνατος τού παλιού και η γέννηση τού καινούργιου ή η φθορά τού παλιού και η ανάπτυξη τού καινούργιου.
Στον επαναστατικό αγώνα, συμβαίνει οι δυσχέρειες να είναι περισσότερες από τις ευνοϊκές συνθήκες· σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι δυσχέρειες αποτελούν την κύρια άποψη και οι ευνοϊκές συνθήκες την δευτερεύουσα άποψη. Ωστόσο, οι επαναστάτες με τις προσπάθειές τους κατορθώνουν να υπερνικήσουν σιγά-σιγά τις δυσκολίες, να δημιουργήσουν καινούργιες, ευνοϊκές καταστάσεις και η δυσμενής κατάσταση παραχωρεί τη θέση της στην ευνοϊκή. Αυτό συνέβη ύστερα από την ήττα τής κινεζικής επανάστασης στα 1927, όπως και στον κόκκινο στρατό την εποχή τής Μακράς Πορείας. Και σήμερα, στον σινοϊαπωνικό πόλεμο, η Κίνα βρίσκεται πάλι σε δύσκολη κατάσταση, μα μπορούμε να την αλλάξουμε, να επιτύχουμε μια ριζική μεταβολή τής κατάστασης ανάμεσα στην Κίνα και στην Ιαπωνία. [Αντιστρόφως], η ευνοϊκή κατάσταση μπορεί να γίνει δυσμενής αν διαπράξουν σφάλματα οι επαναστάτες. Η νίκη πού κερδίσαμε στην επανάσταση τού 1924-1927 έγινε ήττα. Στα 1934, οι επαναστατικές βάσεις που δημιουργήθηκαν σε μια ολόκληρη σειρά επαρχιών τής μεσημβρινής Κίνας, χάθηκαν εντελώς ύστερα από το 1927.
Το ίδιο συμβαίνει και αναφορικά με την αντίφαση στην κίνηση από την άγνοια στη γνώση, στο θέμα τής αφομοίωσης των επιστημών. Από την αρχή κιόλας, όταν μόλις αρχίζουμε να μελετούμε τον μαρξισμό, υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στην άγνοιά μας ή στην περιορισμένη γνώση μας τού μαρξισμού, και στη γνώση τού μαρξισμού. Ωστόσο, αν τον μελετήσουμε με ζέση, μπορούμε στο τέλος να μεταβάλουμε αυτή την άγνοια σε γνώση; τις ασήμαντες γνώσεις σε βαθιές γνώσεις και την τυφλή εφαρμογή τού μαρξισμού σε εφαρμογή συνειδητή και τέλεια.
Πολλοί θεωρούν πως υπάρχουν αντιφάσεις όπου δεν ισχύει [...] αυτή η θέση: όταν παραδείγματος χάρη, στην αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής, την κύρια άποψη την αποτελούν οι παραγωγικές δυνάμεις, στην αντίφαση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, την κύρια άποψη την αποτελεί η πράξη· στην αντίφαση ανάμεσα στην οικονομική βάση και στο εποικοδόμημα, την κύρια άποψη την εκπροσωπεί η οικονομική βάση, και η αμοιβαία, ας πούμε, θέση των απόψεων δεν υφίσταται καμιά μεταβολή· αλλά αυτή είναι αντίληψη χαρακτηριστική τού μηχανιστικού ματεριαλισμού, και όχι τού διαλεκτικού ματεριαλισμού. Εννοείται πως οι παραγωγικές δυνάμεις, η πράξη και η οικονομική βάση, παίζουν γενικά, τον κύριο και αποφασιστικό ρόλο, και όποιος το αρνείται δεν είναι ματεριαλιστής. Πρέπει, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε πως σε ορισμένες συνθήκες οι σχέσεις παραγωγής μπορούν, όπως ακριβώς η θεωρία ή το εποικοδόμημα, να παίζουν κι αυτές με τη σειρά τους αποφασιστικό και κύριο ρόλο. Όταν, χωρίς καμιά μεταβολή των σχέσεων παραγωγής, οι παραγωγικές δυνάμεις δεν μπορούν να αναπτυχθούν άλλο, τότε η μετατροπή των σχέσεων παραγωγής παίζει τον κύριο και αποφασιστικό ρόλο. Όταν, όπως λέει ο Λένιν, «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα», τότε ή δημιουργία και η διάδοση τής επαναστατικής θεωρίας, παίζουν τον κύριο και αποφασιστικό ρόλο. Όταν πρέπει να συντελεστεί ένα έργο (αδιάφορο ποιο) και λείπει ο προσανατολισμός, η μέθοδος, το σχέδιο ή οι καθορισμένες πολιτικές κατευθύνσεις, τότε η επεξεργασία τού προσανατολισμού, τού σχεδίου ή των πολιτικών κατευθύνσεων γίνεται απαραίτητη και αποφασιστική. Όταν το πολιτικό, πολιτιστικό κ.τ.λ. οικοδόμημα παρεμποδίζει την ανάπτυξη τής οικονομικής βάσης, τότε γίνονται απαραίτητες και αποφασιστικές οι πολιτικές και πολιτιστικές μεταβολές. Να αντιβαίνουν τάχα αυτές οι θέσεις προς τον ματεριαλισμό; Όχι, γιατί αναγνωρίζουμε πως στη γενική πορεία της ιστορικής εξέλιξης, το υλικό στοιχείο προσδιορίζει το νοητικό, και πως το κοινωνικό [και νοητικό] ον προσδιορίζει την κοινωνική συνείδηση, μα ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε και πρέπει να αναγνωρίζουμε, την αντεπενέργεια τού [νοητικού] στο υλικό, την αντεπενέργεια τής κοινωνικής συνείδησης στο κοινωνικό ον, την αντεπενέργεια τού υπεροικοδομήματος στην οικονομική βάση. Στο μεταξύ δεν έχουμε αντιρρήσεις για τον ματεριαλισμό, αλλά αντικρούοντας τον μηχανιστικό ματεριαλισμό, υπερασπίζουμε τον διαλεκτικό ματεριαλισμό.
Αν, στη μελέτη τού προβλήματος τού ειδικού χαρακτήρα των αντιφάσεων, αρνηθούμε να μελετήσουμε τα δυο αυτά ζητήματα — την κύρια αντίφαση και τις δευτερεύουσες αντιφάσεις σε μια δεδομένη διεργασία, και την κύρια και τη δευτερεύουσα άποψη τής αντίφασης — αν δηλαδή αρνηθούμε να μελετήσουμε τις διαφορές που υπάρχουν στις αντιφάσεις, τότε πέφτουμε στην αφαίρεση, είμαστε ανίκανοι να καταλάβουμε με συγκεκριμένο τρόπο τι συμβαίνει με τις αντιφάσεις, αλλά και ανίκανοι να βρούμε τη σωστή μέθοδο για να λύσουμε τις αντιφάσεις. Αυτές οι διαφορές που υπάρχουν στις αντιφάσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, εξηγούνται με την ανισότητα τής εξέλιξης των αντιφάσεων. Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να αναπτύσσεται με απόλυτα κανονικό τρόπο, και πρέπει να καταπολεμήσουμε τη θεωρία τής κανονικότητας ή τη θεωρία τής ισορροπίας. Και ακριβώς στην ανισότητα τής εξέλιξης των αντιφάσεων και στις μεταβολές όπου υπόκεινται η κύρια άποψη και η δευτερεύουσα άποψη τής αντίφασης στην εξελικτική διεργασία, εκεί ακριβώς εκδηλώνεται η δύναμη τού καινούργιου που έρχεται να αντικαταστήσει το παλιό. Η μελέτη των διαφόρων καταστάσεων ανισότητας στην εξέλιξη των αντιφάσεων, η μελέτη τής κύριας αντίφασης και των δευτερευουσών αντιφάσεων, τής κύριας άποψης και τής δευτερεύουσας άποψης τής αντίφασης, είναι μια από τις σημαντικές μεθόδους που επιτρέπουν σε ένα επαναστατικό Κόμμα να καθορίσει σωστά τη στρατηγική του και την πολιτική και στρατιωτική τακτική του, και πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συνεχούς προσοχής για όλους τούς κομμουνιστές.
5. Η ταυτότητα και η πάλη των αντιθέτων
Αφού διευκρινίσαμε το πρόβλημα τού καθολικού και ειδικού χαρακτήρα τής αντίφασης, πρέπει τώρα να περάσουμε στη μελέτη τής ταυτότητας και τής πάλης των αντιθέτων.
Η ταυτότητα, η ενότητα, η σύμπτωση, η αλληλοδιείσδυση, ο αμοιβαίος επηρεασμός, η αλληλεξάρτηση (ή ο αλληλοπροσδιορισμός), η αλληλουχία, η αλληλεπίδραση, είναι διάφοροι όροι για την ίδια έννοια που ανάγεται στις εξής δύο θέσεις:
1. Η καθεμιά από τις δύο απόψεις όλης τής αντίφασης στην εξελικτική διεργασία των φαινομένων, προϋποθέτει την ύπαρξη τής άλλης αντίθετης άποψης, ενώ και οι δυο τους συνυπάρχουν στην ενότητα.
2. Η κάθε μια από τις αντίθετες απόψεις, υπό ορισμένες συνθήκες, μετατρέπεται στο αντίθετό της.
Αυτό ονομάζεται ταυτότητα.
Ο Λένιν λέει:
«Διαλεκτική είναι η θεωρία που δείχνει πώς μπορούν τα αντίθετα να γίνουν, και συνήθως είναι (και πώς γίνονται) ταυτόσημα — υπό ποιες προϋποθέσεις είναι ταυτόσημα, μετατρεπόμενα το ένα στο άλλο — γιατί το ανθρώπινο πνεύμα δεν πρέπει να θεωρεί αυτά τα αντίθετα ως νεκρά και παγιωμένα, αλλά ως ζωντανά, προσδιοριζόμενα, κινητά, που μετατρέπονται το ένα στο άλλο».
Ποιο είναι το νόημα αυτών των λόγων τού Λένιν;
Τα αντίθετα, σε όλες τις διεργασίες, αποκλείουν το ένα το άλλο και αντιτίθενται πάντα το ένα στο άλλο. Και στις εξελικτικές διεργασίες όλων των φαινομένων τού κόσμου και τής ανθρώπινης σκέψης, υπάρχουν πολλές τέτοιου είδους αντιφατικές απόψεις· δεν υπάρχουν εξαιρέσεις., Σε μια απλή διεργασία, μόνο ένα ζεύγος αντιθέτων υπάρχει, ενώ στις πολύπλοκες διεργασίες, υπάρχουν περισσότερα. Αυτά τα ζεύγη των αντιθέτων, έρχονται, πάλι, σε αντίθεση μεταξύ τους. Έτσι είναι όλα τα φαινόμενα του αντικειμενικού κόσμου και τής ανθρώπινης σκέψης, και έτσι τίθενται σε κίνηση.
Απ’ αυτό συνάγεται πως οι αντιφατικές απόψεις δεν μπορούν να υπάρχουν μεμονωμένα, η μία χωρίς την άλλη. Αν λείψει η μια από τις δυο αντίθετες, αντιφατικές απόψεις, τότε εξαφανίζονται και οι προϋποθέσεις ζωής τής άλλης άποψης. Σκεφθείτε: μπορεί να ζήσει μεμονωμένο το ένα από [τα] δύο αντίθετα φαινόμενα, η μια από [τις] δύο αντίθετες έννοιες που γεννιούνται στη συνείδηση τού ανθρώπου; Όταν δεν υπάρχει ζωή, δεν υπάρχει και θάνατος· όπου δεν υπάρχει θάνατος, δεν υπάρχει και ζωή. Όταν δεν υπάρχει το υψηλό, δεν υπάρχει και το χαμηλό, και χωρίς χαμηλό δεν υπάρχει το υψηλό. Χωρίς δυστυχία δεν υπάρχει ευτυχία, και χωρίς ευτυχία δεν υπάρχει δυστυχία. Χωρίς το εύκολο δεν υπάρχει το δύσκολο και χωρίς το δύσκολο δεν υπάρχει το εύκολο. Όταν δεν υπάρχει γαιοκτήμονας δεν υπάρχει σέμπρος και χωρίς σέμπρο δεν υπάρχει γαιοκτήμονας. Χωρίς αστική τάξη δεν υπάρχει προλεταριάτο, και χωρίς προλεταριάτο δεν υπάρχει αστική τάξη. Χωρίς εθνικιστική ιμπεριαλιστική καταπίεση, δεν υπάρχουν αποικίες και ημιαποικιακές χώρες, και χωρίς αποικιακές και ημιαποικιακές χώρες, δεν υπάρχει εθνικιστική ιμπεριαλιστική καταπίεση. Το ίδιο συμβαίνει με όλα τα αντίθετα. Σε ορισμένες συνθήκες, απ’ τη μια μεριά αντιτίθενται, και από την άλλη συσχετίζονται και αλληλοεισδύονται, αλληλεπηρεάζονται και αλληλεξαρτώνται. Αυτό ονομάζεται ταυτότητα. Η μη ταυτότητα προσιδιάζει σε όλες τις αντιφατικές απόψεις, σε καθορισμένες συνθήκες, και γι’ αυτό τις ονομάζουμε αντίθετες, αλλά ταυτόχρονα, υπάρχει μια ταυτότητα μεταξύ τους και γι’ αυτό αλληλοσυνδέονται. Σ’ αυτό ακριβώς αναφέρονται τα λόγια τού Λένιν, πως η διαλεκτική μελετάει «πώς μπορούν τα αντίθετα να γίνουν και είναι συνήθως (και πώς γίνονται) ταυτόσημα…» Πώς μπορούν να είναι: Ακριβώς από το γεγονός πως η υπόστασή τους αλληλοπροσδιορίζεται. Αυτή είναι ή πρώτη σημασία τής έννοιας «ταυτότητα».
Μα είναι τάχα αρκετό να πούμε πώς η ύπαρξη των δύο απόψεων τής αντίφασης προσδιορίζεται αμοιβαία, πως υπάρχει μια ταυτότητα ανάμεσά τους και πως, γι’ αυτό τον λόγο, συνυπάρχουν μέσα στην ενότητα; Όχι, αυτό δεν αρκεί. Το ζήτημα δεν περιορίζεται στο γεγονός πως οι δυο απόψεις τής αντίφασης αλληλοπροσδιορίζονται: ένα ακόμα σημαντικότερο γεγονός είναι πως τα αντίθετα μεταβάλλονται το ένα στο άλλο. Αυτό σημαίνει πως η κάθε μια από τις δυο αντιφατικές απόψεις που είναι σύμφωνες σ’ ένα φαινόμενο, σε ορισμένες συνθήκες μετατρέπεται στο αντίθετό της και παίρνει τη θέση τής αντίθετης άποψης. Αυτό είναι το δεύτερο νόημα τής έννοιας «ταυτότητα των αντιθέτων».
Γιατί λοιπόν να υπάρχει ταυτότητα; Κοιτάξτε: με την επανάσταση, το προλεταριάτο γίνεται από κυριαρχούμενη τάξη, κυρίαρχη, και η αστική τάξη που κυριαρχούσε ώς τα τότε μετατρέπεται σε κυριαρχούμενη τάξη, και παίρνει τη θέση που κατείχε ο αντίποδάς της. Αυτό έχει συντελεστεί κιόλας στη Σοβιετική Ένωση, και θα γίνει σε ολόκληρο τον κόσμο. Τίθεται λοιπόν το ζήτημα: πώς θα μπορούσαν να προκληθούν τέτοιες αλλαγές, αν δεν υπάρχει ούτε σύνδεσμος, ούτε ταυτότητα ανάμεσα σ’ αυτά τα αντίθετα, σε ορισμένες συνθήκες;
Το Κουόμιντανγκ, που έπαιξε κάποιο θετικό ρόλο σε μια ορισμένη τάση τής σύγχρονης ιστορίας τής Κίνας, εξαιτίας τής ταξικής του φύσης και με τις υποσχέσεις τού ιμπεριαλισμού (κι αυτές συνθήκες είναι), πήρε από τα 1927 τον δρόμο τής αντεπανάστασης· αλλά όταν οι κινεζοϊαπωνικές αντιθέσεις έγιναν βαθύτερες και εφαρμόστηκε η πολιτική τού ενιαίου μετώπου από το κομμουνιστικό κόμμα (είναι κι αυτές συνθήκες), αναγκάστηκε να ταχθεί υπέρ τής αντίστασης στη Ιαπωνία, έτσι ανάμεσα στα αντίθετα που μετατρέπο[νται] το ένα το άλλο, υπάρχει μια καθορισμένη ταυτότητα.
Η πορεία τής αγροτικής επανάστασης που επιτελούμε συνίσταται και θα συνίσταται στο εξής: η τάξη των γαιοκτημόνων που κατέχει τη γη, μετατρέπεται σε μια τάξη ακτημόνων, και οι ακτήμονες χωρικοί [αποκτούν γη] και γίνονται μικροϊδιοκτήτες. Η παρουσία και η απουσία, η απόκτηση και η απώλεια, σε ορισμένες συνθήκες, αλληλοσυνδέονται και υπάρχει ταυτότητα μεταξύ τους. Στις συνθήκες τού σοσιαλισμού, η ατομική ιδιοκτησία των χωρικών θα μεταβληθεί κι αυτή με τη σειρά της σε κοινωνική ιδιοκτησία, στη σοσιαλιστική γεωργία· αυτό έχει συντελεστεί κιόλας στη Σοβιετική Ένωση και θα συντελεστεί και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ανάμεσα στην ιδιωτική ιδιοκτησία και στην κοινωνική ιδιοκτησία, υπάρχει μια γέφυρα που οδηγεί από τη μια στην άλλη· στη φιλοσοφία, αυτό ονομάζεται ταυτότητα, αμοιβαία μετατροπή, αλληλοδιείσδυση.
Όταν ενισχύουμε τη δικτατορία τού προλεταριάτου ή τη δικτατορία τού λαού, προπαρασκευάζουμε τις προϋποθέσεις που θα εξασφαλίσουν την κατάργηση αυτής τής δικτατορίας και τη μετάβαση σε μιαν ανώτερη βαθμίδα όπου θα εξαφανιστεί το κράτος ως κράτος. Όταν δημιουργούμε και αναπτύσσουμε το κομμουνιστικό κόμμα, προπαρασκευάζουμε τις προϋποθέσεις που θα εξασφαλίσουν την εξαφάνιση τού κομμουνιστικού κόμματος και όλων γενικά των πολιτικών κομμάτων. Όταν δημιουργούμε ένα επαναστατικό στρατό, προπαρασκευάζουμε τις προϋποθέσεις εκείνες που θα εξασφαλίσουν την παντοτινή κατάργηση τού πολέμου. Έχουμε εδώ ένα σωρό αντίθετα, που όμως προσδιορίζουν το ένα το άλλο.
Ξέρουμε πως ο πόλεμος και η ειρήνη είναι φαινόμενα που αλληλομεταβάλλονται. Τον πόλεμο τον αντικαθιστά η ειρήνη· π.χ. ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος μετατράπηκε σε μεταπολεμική ειρήνη. Σήμερα, σταμάτησε ο εμφύλιος πόλεμος στην Κίνα και η ειρήνη απλώθηκε σ’ όλη τη χώρα. Την ειρήνη την [αντικαθιστά] ο πόλεμος· στα 1927, π.χ., η συνεργασία τού Κουόμιντανγκ με το κομμουνιστικό κόμμα μετατράπηκε σε πόλεμο· είναι πιθανό πως η σημερινή ειρηνική κατάσταση στις διεθνείς σχέσεις θα μετατραπεί σ’ ένα καινούργιο παγκόσμιο πόλεμο. Γιατί γίνεται αυτό; Γίνεται, γιατί στην ταξική κοινωνία, ανάμεσα στα αντιφατικά φαινόμενα, όπως είναι ο πόλεμος και η ειρήνη, υπάρχει, σε ορισμένες συνθήκες, μια ταυτότητα.
Όλα τα αντίθετα αλληλοσχετίζονται, και όχι μονάχα συνυπάρχουν σε ένα όλον σε ορισμένες συνθήκες, αλλά σε άλλες ορισμένες συνθήκες αλληλομετατρέπονται — αυτή είναι η σημασία τής έννοιας «ταυτότητα των αντιθέτων» σε [όλη της τη σημασία]. Αυτό ακριβώς εννοεί και ο Λένιν όταν λέει:
« … Πώς μπορούν τα αντίθετα να είναι και είναι συνήθως (πώς γίνονται) ταυτόσημα, υπό ποιες προϋποθέσεις είναι ταυτόσημα, και μετατρέπουν το ένα το άλλο …
Γιατί «η ανθρώπινη νόηση δεν πρέπει να θεωρεί αυτά τα αντίθετα ως νεκρά, παγιωμένα, αλλά πρέπει να τα θεωρεί ως ζωντανά, προσδιοριζόμενα;»
Γιατί τα πράγματα και τα φαινόμενα που υπάρχουν αντικειμενικά είναι πραγματικά έτσι. Η ενότητα ή ταυτότητα των αντιφατικών απόψεων ενός φαινομένου που υπάρχει αντικειμενικά δεν είναι ποτέ νεκρή, απολιθωμένη, αλλά αντίθετα είναι ζωντανή, προσδιοριζόμενη, κινητή, πρόσκαιρη, σχετική. Όλα τα αντίθετα, σε καθορισμένες συνθήκες, αλληλομετατρέπονται, και η αντανάκλαση αυτής τής αντίληψης στην ανθρώπινη σκέψη αποτελεί τη μαρξιστική, ματεριαλιστική, διαλεκτική κοσμοθεωρία. Μόνο οι κυρίαρχες αντιδραστικές τάξεις που υπάρχουν σήμερα ή που υπήρξαν άλλοτε, και μαζί και η μεταφυσική που έχει τεθεί στην υπηρεσία τους, θεωρούσαν τα αντίθετα όχι σαν ζωντανά, προσδιοριζόμενα, κινητά και αλληλομετατρεπόμενα, αλλά σα νεκρά και απολιθωμένα· παντού προπαγανδίζουν αυτή τη λαθεμένη αντίληψη και φθείρουν τις λαϊκές μάζες για να παρατείνουν τη δική τους κυριαρχία. Το καθήκον των κομμουνιστών είναι να καταγγέλλουν τις ολέθριες ιδέες των αντιδραστικών και των μεταφυσικών, να προπαγανδίζουν τη σύμφυτη με τα πράγματα και τα φαινόμενα διαλεκτική, να συμβάλλουν στη μετατροπή ενός φαινομένου σ’ ένα άλλο, καινούργιο φαινόμενο, και τέλος να επιτύχουν τους αντικειμενικούς σκοπούς τής επανάστασης. Όταν λέμε πως, σε καθορισμένες συνθήκες, υπήρχε ενότητα των αντιθέτων, θεωρούμε πως αυτά τα αντίθετα είναι πραγματικά, συγκεκριμένα και πως η μεταμόρφωση τού ενός στο άλλο είναι όμοια πραγματική και συγκεκριμένη. Αν πάρουμε τις ποικίλες μεταμορφώσεις στους μύθους, όπως, π.χ., στο μύθο τής καταδίωξης τού ήλιου απ’ τον Κούα Φου, στο βιβλίο Σαν Χάι-Κινγκ, στο μύθο τής καταστροφής των εννιά ήλιων απ’ το τόξο τού ήρωα Γι, στο βιβλίοΧουαϊνάν Τσε, στο μύθο των 72 μεταμορφώσεων τού [Σουν] Ου-Κουνγκ, στο βιβλίο Σι Γου-Κι, και στο βιβλίο των μεταμορφώσεων των πνευμάτων και των αλεπούδων σε ανθρώπινα πλάσματα, στο βιβλίοΛιάο Τσάι Τσι Γι, κ.λπ., αυτές οι αμοιβαίες μεταμορφώσεις των αντιθέτων, σ’ αυτούς τους μύθους είναι αφελείς και παράξενες· είναι ο καρπός τής υποκειμενικής φαντασίας ανθρώπων εμπνευσμένων απ’ τις μεταμορφώσεις των αναρίθμητων και περίπλοκων αντιθέσεων που υπάρχουν στην πραγματικότητα· δεν πρόκειται καθόλου για πραγματικές μεταμορφώσεις που γεννήθηκαν από συγκεκριμένα αντίθετα.
«Κάθε απλοϊκή μυθολογία, υποβάλλει και διαμορφώνει τις δυνάμεις τής φύσης μέσ’ στη φαντασία και με τη φαντασία· και εξαφανίζεται κατά συνέπεια με την πραγματική εξουσίαση των φυσικών δυνάμεων». (Καρλ Μαρξ: Συμβολή στην κριτική τής πολιτικής οικονομίας)
Αν και τα αφηγήματα αυτά για τις αναρίθμητες μεταμορφώσεις που παρουσιάζονται σ’ αυτούς τους μύθους (και τους θρύλους) μπορεί να ευχαριστούν τους ανθρώπους, όσο δείχνουν τις δυνάμεις τής φύσης εξουσιασμένες από τον άνθρωπο, μ’ όλο που οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχουν «αιώνια γοητεία», οι μύθοι αυτοί ωστόσο δεν είχαν δημιουργηθεί με βάση [τις] προσδιοριζόμεν[ες] απ’ τις συγκεκριμένες αντιφάσεις καταστάσεις, γι’ αυτό δεν ήταν και η επιστημονική αντανάκλαση τής πραγματικότητας. Αυτό σημαίνει πως οι απόψεις που διαμορφώνουν τις αντιφάσεις στους μύθους ή στους θρύλους δεν έχουν πραγματική ενότητα· πρόκειται μονάχα για ενότητα φανταστική. Η ματεριαλιστική διαλεκτική, αντίθετα, αντανακλά επιστημονικά τις ενότητες μέσα στις πραγματικές μεταμορφώσεις.
Γιατί το αυγό μπορεί να μεταμορφωθεί σε νεοσσό και γιατί δεν μπορεί η πέτρα; Γιατί υπάρχει ταυτότητα ανάμεσα στον πόλεμο και στην ειρήνη κι όχι ανάμεσα στον πόλεμο και στην πέτρα; Γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να γεννήσει τίποτε άλλο εξόν από άνθρωπο; Ο λόγος στο προκείμενο είναι πως η ταυτότητα των αντιθέτων είναι δυνατή μόνο μέσα σε προσδιορισμένες, απαραίτητες συνθήκες. Δίχως αυτές τις προσδιορισμένες, τις απαραίτητες συνθήκες δεν μπορεί να υπάρχει καμιά ταυτότητα.
Γιατί η Φεβρουαριανή αστικοδημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία μεταβλήθηκε στην Οκτωβριανή σοσιαλιστική και προλεταριακή, ενώ η αστική γαλλική επανάσταση δεν έδωσε αμέσως μια σοσιαλιστική επανάσταση, και γιατί στα 1871 η παρισινή Κομμούνα τελικά ηττήθηκε; Γιατί η Μογγολία και η Κεντρική Ασία με το νομαδικό καθεστώς τους περνούν άμεσα στο σοσιαλισμό; Γιατί η κινεζική επανάσταση μπορεί να αποφύγει τον κεφαλαιοκρατικό δρόμο και να περάσει αμέσως στο σοσιαλισμό, δίχως ν’ ακολουθήσει τον παλιό ιστορικό δρόμο των χωρών τής Δύσης, δίχως να περάσει απ’ το στάδιο τής αστικής [δικτατορίας]; Αυτό εξηγείται μόνο απ’ τις συγκεκριμένες συνθήκες τής καθεμιάς απ’ τις εξεταζόμενες περιόδους. Αν στην εξελικτική διεργασία ενός φαινομένου, έχουν ωριμάσει κιόλας οι αναγκαίες καθορισμένες συνθήκες, τα καθορισμένα αντίθετα (δυο ή και περισσότερα) προσδιορίζονται αμοιβαία και αλληλομετατρέπονται το ένα στο άλλο. Αλλιώς όλα αυτά θα ήταν αδύνατα.
Έτσι παρουσιάζεται το πρόβλημα τής ταυτότητας. Τι είναι η πάλη; Τι σχέση υπάρχει ανάμεσα στην ταυτότητα και στην πάλη; Ο Λένιν λέει:
«Η ενότητα (η σύμπτωση, η ταυτότητα, το ισοδύναμο) των αντιθέτων είναι καθορισμένη, πρόσκαιρη, εφήμερη, σχετική. Η πάλη των αμοιβαία αποκλειομένων αντιθέτων είναι απόλυτη, όπως είναι και η εξέλιξη και η κίνηση».
Για ποιο πράγμα μιλάει εδώ ο Λένιν;
Επειδή όλες οι διεργασίες έχουν μια αρχή κι ένα τέλος, για τούτο μεταμορφώνονται στο αντίθετό τους. Η μονιμότητα όλων των διεργασιών είναι σχετική, ενώ η μεταβλητότητά τους, που εκφράζεται στη μεταμόρφωση μιας διεργασίας σε μια άλλη, είναι απόλυτη.
Δυο καταστάσεις προσιδιάζουν σε κάθε φαινόμενο στην κίνησή του — μια κατάσταση σχετικής ανάπαυσης και μια κατάσταση προφανούς μεταβολής. Οι δυο αυτές καταστάσεις προκαλούνται απ’ την αμοιβαία πάλη των δυο αντίθετων παραγόντων που περιέχονται στο ίδιο φαινόμενο. Όταν το φαινόμενο, στην κίνησή του, βρίσκεται στην πρώτη κατάσταση, υφίσταται μόνο ποσοτικές μεταβολές και όχι ποιοτικές, κι αυτό εκδηλώνεται με την φαινομενική ηρεμία. Αντίθετα όταν το φαινόμενο, στην κίνησή του, βρίσκεται στη δεύτερη κατάσταση, από το γεγονός πως στη διάρκεια τής παραμονής του στην πρώτη κατάσταση οι ποσοτικές μεταβολές έφτασαν κιόλας σ’ ένα κορυφαίο σημείο, παράγεται ένας διαμελισμός τής ενότητας, μια πο[ι]οτική μεταβολή, και αυτό εκδηλώνεται με προφανείς μεταβολές. Η ενότητα, η συνοχή, η ένωση, η αρμονία, η σταθερότητα, η ισορροπία, η στασιμότητα, η ηρεμία, η συνέχεια, η κανονικότητα, η συμπύκνωση, η έλξη, κ.λπ., που παρατηρούμε στην καθημερινή ζωή, είναι εκδηλώσεις των πραγμάτων που βρίσκονται στην κατάσταση των ποσοτικών μεταβολών, ενώ ο διαμελισμός τής ενότητας και η καταστροφή τής κατάστασης τής συνοχής, τής ένωσης, τής αρμονίας, τής σταθερότητας, τής συμπύκνωσης, τής έλξης και η μεταβολή τους στην αντίθετη κατάσταση, αντιπροσωπεύουν εκδηλώσεις πραγμάτων πού βρίσκονται στην κατάσταση των ποιοτικών μεταβολών, των μεταβολών που παράγονται στη διάρκεια τής μετάβασης απ’ τη μια διεργασία στην άλλη. Τα πράγματα, τα φαινόμενα, περνούν αναπόφευκτα απ’ την πρώτη στη δεύτερη κατάσταση, η πάλη των αντιθέτων υπάρχει άλλωστε στις δυο καταστάσεις, αλλά η επίλυση τής αντίφασης συντελείται στη διάρκεια τής δεύτερης κατάστασης. Να γιατί λέμε πως η ενότητα των αντιθέτων είναι καθορισμένη, πρόσκαιρη, σχετική, ενώ η πάλη των αντιθέτων που αποκλείονται αμοιβαία είναι απόλυτη.
Είπαμε παραπάνω ότι υπάρχει ταυτότητα ανάμεσα στα αντίθετα και γι’ αυτό το λόγο μπορούν να υπάρχουν σε μια ενότητα και να μεταμορφώνονται το ένα στο άλλο· όλα βρίσκονται μέσα στις συνθήκες, δηλαδή, μέσα σε καθορισμένες συνθήκες, μπορούν να φτάσουν στην ενότητα και ναμεταμορφωθούν το ένα στο άλλο· δίχως αυτές τις καθορισμένες συνθήκες, ο σχηματισμός των αντιθέσεων είναι αδύνατος, καθώς και η μεταμόρφωση τού ενός στο άλλο. Η ενότητα των αντιθέτων σχηματίζεται μόνο σε καθορισμένες συνθήκες και γι’ αυτό η ενότητα είναι καθορισμένη, σχετική. Ωστόσο, λέμε πως η πάλη των αντιθέτων κυριαρχεί σ’ όλην τη διαδικασία απ’ την αρχή ως το τέλος και οδηγεί στη μεταμόρφωση τής μιας διεργασίας στην άλλη· η πάλη των αντιθέτων υπάρχει παντού ανεξαίρετα και γι’ αυτό είναι απροσδιόριστη, απόλυτη.
Η ένωση τής καθορισμένης και σχετικής ενότητας με την απροσδιόριστη και απόλυτη πάλη σχηματίζει την αντιφατική κίνηση όλων των φαινομένων.
Συχνά εμείς οι Κινέζοι λέμε: «είναι αντίθετα, αλλά γεννούν το ένα το άλλο».Αυτό σημαίνει πως, ανάμεσα στα αντίθετα, υπάρχει μια ενότητα. Αυτά τα λόγια περικλείουν τη διαλεκτική και καταρρακώνουν τη μεταφυσική. «Είναι αντίθετα» σημαίνει πως τα αντίθετα αλληλοαποκλείονται ή αλληλομάχονται· «αλληλογενιούνται», σημαίνει πως σε καθορισμένες συνθήκες τα αντίθετα συνδέονται αμοιβαία και καταλήγουν στην ενότητα. Εξάλλου στο ίδιο το εσωτερικό τής ενότητας διεξάγεται μια μάχη και δίχως μάχη δεν υπάρχει ενότητα.
Στην ενότητα, υπάρχει η πάλη· στο ειδικό, το καθολικό και στο ιδιαίτερο, το γενικό· και για να επαναλάβουμε τα λόγια τού Λένιν: «… στο σχετικό υπάρχει το απόλυτο» (Β.Ι. Λένιν: Όπου και πιο πάνω, σελ. 328).
6. Η θέση τού ανταγωνισμού σε μια σειρά αντιφάσεων
Όταν εξετάζουμε τα προβλήματα τής πάλης των αντιθέτων, το ζήτημα είναι να μάθουμε τι είναι ο ανταγωνισμός. Σ’ αυτό το ερώτημα απαντούμε: ο ανταγωνισμός είναι μια απ’ τις μορφές τής πάλης των αντιθέτων κι όχι η καθολική τους μορφή.
Η ιστορία τής ανθρωπότητας γνωρίζει τον ανταγωνισμό των τάξεων, που αντιπροσωπεύει μια ειδική εκδήλωση τής πάλης των αντιθέτων. Αν μιλούμε για αντίθεση ανάμεσα στην τάξη των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευομένων, στη δουλοκτητική, τη φεουδαρχική και την κεφαλαιοκρατική κοινωνία, εννοούμε πως αυτές οι δυο ανταγωνιστικές, για μια μακρόχρονη περίοδο, τάξεις συνυπάρχουν στην ίδια κοινωνία. Παλεύουν αναμεταξύ τους, αλλά μονάχα όταν η εξέλιξη τής αντίφασης φτάνει σ’ ένα καθορισμένο στάδιο, τότε η πάλη παίρνει τη μορφή ενός ανοικτού ανταγωνισμού, που στην εξελικτική του διεργασία, μεταμορφώνεται σε επανάσταση. Με παρόμοιο τρόπο παράγεται, στην ταξική κοινωνία, η μεταμόρφωση τής ειρήνης σε πόλεμο.
Σε μια βόμβα, πριν απ’ την έκρηξη, τα αντίθετα, συνεπεία καθορισμένων συνθηκών συνυπάρχουν πρόσκαιρα μέσα στην ενότητα. Και μόνο με την εμφάνιση καινούργιων συνθηκών (πυροδότηση) παράγεται η έκρηξη. Ανάλογη κατάσταση συναντούμε σ’ όλα τα φαινόμενα τής φύσης, όπου, τελικά, η λύση μιας παλιάς αντίφασης και η γέννηση μιας καινούργιας παράγονται με μορφή μιας ανοιχτής σύγκρουσης. Η κατανόηση αυτής τής άποψης είναι σπουδαιότατη. Μας βοηθεί να καταλάβουμε πως, στηνταξική κοινωνία, οι επαναστάσεις και οι επαναστατικοί πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι και πως χωρίς αυτά δεν μπορεί να προκληθεί κανένα άλμα στην εξέλιξη τής κοινωνίας, ούτε ανατροπή τής κρατούσας αντιδραστικής τάξης, ώστε την εξουσία να την καταλάβει ο λαός. Οι κομμουνιστές πρέπει να καταγγείλουν τη ψευδολόγο προπαγάνδα των αντιδραστικών, που διαβεβαιώνουν πως η κοινωνική επανάσταση δεν είναι αναγκαία, είναι αδύνατη. Οι κομμουνιστές πρέπει να εμμένουν απαρασάλευτοι στην μαρξιστική-λενινιστική θεωρία για την κοινωνική επανάσταση, βοηθώντας τον λαό να κατανοήσει πως η κοινωνική επανάσταση δεν είναι μόνον απόλυτα αναγκαία αλλά και εξ ολοκλήρου δυνατή. Η ιστορία τής ανθρωπότητας και η νίκη που πραγματοποιήθηκε στη Σοβιετική Ένωση επιβεβαιώνουν αυτή την επιστημονική αντίληψη.
Ωστόσο πρέπει να μελετήσουμε συγκεκριμένα τις διάφορες εκδηλώσεις τής πάλης των αντιθέτων, προσέχοντας να μη συσχετίζουμε δίχως λόγο αυτή την αρχή, που αναφέραμε, μ’ όλα τα φαινόμενα. Οι αντιφάσεις και η πάλη είναι καθολικές, απόλυτες, αλλά οι μέθοδοι για την επίλυση των αντιφάσεων, δηλαδή οι μορφές τής πάλης, διαφέρουν ανάλογα με το διαφορετικό χαρακτήρα των αντιθέσεων. Ορισμένες αντιφάσεις έχουν τον χαρακτήρα ανοιχτού ανταγωνισμού, άλλες όχι. Ανάλογα με τη συγκεκριμένη εξέλιξη των φαινομένων, ορισμένες αντιφάσεις, πρωταρχικά μη ανταγωνιστικές, εξελίσσονται σε ανταγωνιστικές αντιφάσεις· αντίθετα ορισμένες αντιφάσεις πρωταρχικά ανταγωνιστικές, εξελίσσονται σε μη ανταγωνιστικές.
Μέσα στις συνθήκες τής ταξικής κοινωνίας, οι αντιφάσεις ανάμεσα στις ορθές και στις εσφαλμένες αντιλήψεις στις γραμμές τού κομμουνιστικού κόμματος, όπως αναφέραμε παραπάνω, είναι η αντανάκλαση, στο Κόμμα, των ταξικών αντιφάσεων τής κοινωνίας. Στην αρχική περίοδο ή σε ορισμένα ζητήματα, αυτές οι αντιφάσεις δεν εκδηλώνονται αμέσως ως ανταγωνιστικές. Ωστόσο με την ανάπτυξη τής πάλης των τάξεων, οι αντιφάσεις αυτές μπορούν να γίνουν ανταγωνιστικές. Η ιστορία τού κομμουνιστικού (μπολσεβικικού) κόμματος τής ΕΣΣΔ, μας έδειξε πως οι αντιφάσεις ανάμεσα στις ορθές αντιλήψεις τού Λένιν και τού Στάλιν, και τις εσφαλμένες απόψεις τού Τρότσκι, τού Μπουχάριν και των άλλων, δεν εκδηλώθηκαν ευθύς εξαρχής με ανταγωνιστική μορφή, αλλά, ύστερα, έγιναν ανταγωνιστικές. Παρόμοιες συνθήκες διαμορφώθηκαν και στο νέο κινεζικό κομμουνιστικό κόμμα. Οι αντιφάσεις ανάμεσα στις ορθές αντιλήψεις πολλών συντρόφων και στις εσφαλμένες αντιλήψεις τού Τσεν Του-Σιέου, τού Τσανγκ Κούο-Τάο, και άλλων, δεν εκδηλώθηκαν απ’ την αρχή με ανταγωνιστική μορφή, αλλά ύστερα όμως έγιναν ανταγωνιστικές. Σήμερα οι αντιφάσεις ανάμεσα στις ορθές και τις εσφαλμένες αντιλήψεις, μέσα στο Κόμμα, δεν πήρανε ανταγωνιστικές μορφές· κι αν οι σύντροφοι που έκαμαν λάθη ξέρουν να τα διορθώσουν, οι αντιφάσεις αυτές δεν θα γίνουν ανταγωνιστικές. Για τούτο το Κόμμα πρέπει, απ’ τη μια μεριά, να αναλάβει αυστηρή πάλη εναντίον αυτών των εσφαλμένων αντιλήψεων, αλλά, κι απ’ την άλλη μεριά, πρέπει να δίνει την πλήρη δυνατότητα στους συντρόφους που έκαμαν λάθη να τα αντιληφθούν. Σε παρόμοια κατάσταση η υπερβολικά αυστηρή πάλη εναντίον τους είναι ολοφάνερα απρόσφορη. Ωστόσο, αν αυτοί πού έκαναν λάθη επιμείνουν στα λάθη τους και τα επιδεινώσουν, οι αντιφάσεις αυτές μπορούν να γίνουν ανταγωνιστικές.
Οι οικονομικές αντιφάσεις ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο, που παρατηρούνται στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία (όπου ή πόλη, ελεγχόμενη από την αστική τάξη, ληστεύει αδυσώπητα την ύπαιθρο) και στις περιοχές πού εξουσιάζονται απ’ το Κουόμιντανγκ (όπου η πόλη, ελεγχόμενη από τον ξένο ιμπεριαλισμό και την κινεζική μεγαλοαστική μεταπρατική τάξη, απαλλοτριώνει άσπλαχνα την ύπαιθρο), είναι στο έπακρο ανταγωνιστικές. Αλλά στη χώρα τού σοσιαλισμού και στις επαναστατικές μας βάσεις, αυτές οι ανταγωνιστικές αντιφάσεις έγιναν μη ανταγωνιστικές, και στην κομμουνιστική κοινωνία θα εξαφανιστούν.
Ο Λένιν λέει:
«Ανταγωνισμός και αντίφαση δεν είναι καθόλου ένα και το αυτό πράγμα! Ο πρώτος θα εξαφανιστεί, η δεύτερη θα εξακολουθήσει και στον σοσιαλισμό».
Αυτό σημαίνει πως ο ανταγωνισμός είναι μόνο μία απ’ τις μορφές τής πάλης των αντιθέτων και όχι η καθολική της μορφή· για τούτο δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε χωρίς διάκριση, παντού, αυτόν τον όρο.
7. Συμπέρασμα
Μπορούμε τώρα να προβούμε σε μια γενίκευση: Ο νόμος τής σύμφυτης στα πράγματα και στα φαινόμενα αντίφασης, ή ακόμη τής ενότητας των αντιθέτων, είναι ο θεμελιώδης νόμος τής σκέψης. Αντιτίθεται άμεσα στην μεταφυσική κοσμοθεωρία. Η ανακάλυψή του απετέλεσε μεγάλη επανάσταση για την ιστορία τής γνώσης. Από την άποψη τού διαλεκτικού ματεριαλισμού, οι αντιφάσεις υπάρχουν σ’ όλες τις διεργασίες που εκτυλίσσονται στα αντικειμενικά φαινόμενα και στην υποκειμενική σκέψη, οι αντιφάσεις κυριαρχούν σ’ όλες τις διεργασίες, απ’ την αρχή ώς το τέλος — και σε τούτο θεμελιώνεται ο καθολικός και απόλυτος χαρακτήρας των αντιφάσεων. Τα αντιφατικά φαινόμενα και κάθε μια άποψη των αντιφάσεων έχουν τις ιδιομορφίες τους — και τούτο αποτελεί τον ειδικό και σχετικό χαρακτήρα των αντιφάσεων. Υπό καθορισμένες συνθήκες, η ταυτότητα είναι σύμφυτη με τα αντίθετα και αυτό επιτρέπει τη συνύπαρξη τους, σε μια ενότητα, καθώς και τη μεταμόρφωσή τους στο αντίθετο. Σ’ αυτό θεμελιώνεται επίσης ο ειδικός και σχετικός χαρακτήρας των αντιφάσεων. Ωστόσο η πάλη των αντιθέσεων είναι αδιάκοπη, εξακολουθεί και κατά τη διάρκεια τής μετατροπής τους τού ενός στο άλλο — και σ’ αυτό, πάλι, βρίσκεται ο καθολικός και απόλυτος χαρακτήρας των αντιφάσεων. Όταν μελετάμε τον ειδικό και τον σχετικό χαρακτήρα των αντιφάσεων, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη διαφορά ανάμεσα στη βασική αντίφαση και στις δευτερεύουσες αντιφάσεις, ανάμεσα στην πρωταρχική και στη δευτερεύουσα άποψη τής αντίφασης. Όταν μελετάμε τον καθολικό χαρακτήρα των αντιφάσεων και την πάλη των αντιθέτων,, δεν πρέπει να λησμονούμε τις διαφορές των πολλαπλών μορφών τής πάλης των αντιθέτων· αλλιώς οι πλάνες είναι αναπόφευκτες.
Αν μετά το πέρας τής μελέτης μας έχουμε σαφή ιδέα για τις θεμελιώδεις θέσεις που εκθέσαμε παραπάνω,θα κατορθώσουμε να συντρίψουμε τις δογματικές αντιλήψεις που συσκοτίζουν τις θεμελιώδεις αρχές τού μαρξισμού-λενινισμού και βλάπτουν την επαναστατική μας υπόθεση. Θα μπορέσουμε επίσης να βοηθήσουμε τους συντρόφους μας που έχουν πείρα, να συστηματοποιήσουν αυτή την πείρα, να την αναγάγουν στο επίπεδο μιας θεωρητικής αρχής και να αποφύγουν την επανάληψη των πλανών τού εμπειρισμού. Αυτό είναι το συνοπτικό συμπέρασμα που απορρέει από τη μελέτη μας για τον νόμο τής αντίφασης.
1 σχόλιο:
Αν και αρκετά μεγάλο πραγματικά αξιζει να διαβαστεί
Δημοσίευση σχολίου