Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Ορισμένα επεισόδια στη σύντομη αλλά πλούσια ιστορία του hip-hop

Μαύροι Πάνθηρες
Έχει χυθεί πολύ μελάνι για την ιστορία του hip-hop. Ανά καιρούς, και πρόσφατα στα μέρη μας, έχει χυθεί και αίμα. Όχι για το hip-hop όπως το εννοούν όσοι το βλέπουν ως ένα ακόμα είδος μουσικής, ως μία εφηβική ανησυχία. Αλλά για το hip-hop ως αυτό που πραγματικά είναι: ένα ακόμα ανατρεπτικό μέσο κάποιων που την παλεύουν μέσα στη μιζέρια, τη βαρβαρότητα των καιρών και τον διάχυτο μικροαστισμό. Πέρα από τα αισθητικά κριτήρια της κάθε τάσης του, αυτό το hip-hop επιλέγουμε να εξιστορούμε και να θέτουμε ως σημείο αναφοράς. Όχι μέσα από τα μάτια του ακαδημαϊσμού, αλλά μέσα από τα μάτια όσων βλέπουν σε αυτό τη δυνατότητα έκφρασης κι αντίδρασης των από τα κάτω. Ακολουθούν ενδεικτικά κάποια επεισόδια από τα χιλιάδες που έλαβαν τόπο παγκόσμια στην σύντομη αλλά πλούσια ιστορία του.
Το 1968, στην επέτειο των γενεθλίων του Malcolm X (όχι τυχαία), στο ανατολικό Harlem, ιδρύονται οι Last Poets. Αν και το όνομα είχε χρησιμοποιηθεί από πολλά γκρουπ στο παρελθόν περιστασιακά και σε επίπεδο γειτονιάς, οι Last Poets είναι το πρώτο συγκρότημα που θα δισκογραφήσει και θα αποκτήσει τα πνευματικά δικαιώματα του ονόματος. Αυτό ήταν εμπνευσμένο από ένα ποίημα του Bra Willie (ή αλλιώς Keorapetse William Kgositsile), καλλιτέχνη και ακτιβιστή που γεννήθηκε και δραστηριοποιήθηκε στο Johannesburg, μέχρι την εξορία του. Έπειτα τον βρίσκουμε στις ΗΠΑ, όπου σπουδάζει λογοτεχνία και γίνεται γνωστός για τα επαναστατικά του ποιήματα, με καλέσματα στα όπλα, που φτάνουν ως την Ευρώπη. «Ήμαστε οι τελευταίοι ποιητές πριν πάρουν το λόγο τα όπλα», αναφέρει σ’έναν στίχο του. Στις κατηγορίες ότι η ποίηση του είναι υπερβολικά πολιτική και διδακτική απαντά: «Σε καταστάσεις καταπίεσης η μόνη επιλογή που έχεις είναι ή να είσαι εργαλείο στο πλευρό των καταπιεστών είτε όργανο απελευθέρωσης».

Ακολουθώντας το ίδιο θεματολογικό μοτίβο, οι Last Poets εξέφραζαν πλήρως την ιστορική συγκυρία των περιθωριοποιημένων μαύρων στα γκέτο της αμερικής και κουβαλούσαν την βαριά κληρονομιά από το μεγαλύτερο και απειλητικότερο κίνημα που γνώρισαν ποτέ οι Ηνωμένες πολιτείες: τους Μαύρους Πάνθηρες. Δε δημιουργήθηκαν στο όνομα της κομφορμιστικής αγάπης ή στα κηρύγματα του Martin Luther King αλλά στο όραμα του Malcolm X, όπως εκφράστηκε τα τελευταία χρόνια πριν την δολοφονία του. Οι Μαύροι Πάνθηρες ήταν οπλισμένοι, μιλούσαν ανοιχτά για κομμουνισμό, οργάνωναν συσσίτια, προστάτευαν τις γειτονιές τους από την αστυνομική αυθαιρεσία και όποια άλλη μορφή βίας ενάντια στον κόσμο τους.

Με απαγγελία στίχων που υμνούσαν αυτούς τους ανθρώπους αλλά και ασκώντας έντονη κριτική στην αποπολιτικοποίηση των μαύρων, με κομμάτια όπως “Niggas are scared of revolution”, “Wake Up Niggers” ή ακόμα και το “When the Revolution Comes”, χτίζεται η εικόνα τους που πολλοί αγάπησαν (κυρίως μαύροι) και πολλοί μίσησαν (κυρίως λευκοί). Εκεί εντοπίζουμε εμείς τα πρώτα δείγματα του πώς μπορεί ο λόγος να αποτελέσει καλλιτεχνική βάση για μουσική έκφραση και ταυτόχρονα πολιτική ριζοσπαστικοποίηση. Αργότερα, μέλη του αρχικού συγκροτήματος φυλακίζονται για κλοπές και το γκρουπ αλλάζει σύνθεση διαρκώς. Παρ’όλα αυτά συνεχίζει να υπάρχει, χωρίς όμως να είναι το ίδιο ριζοσπαστικό όπως στους δύο πρώτους δίσκους. Γνωστοί ράπερς αργότερα τους ονομάζουν παππούδες του ραπ.

Στη Δύση, και συγκεκριμένα στο Watts του Los Angeles, ένα-δύο χρόνια νωρίτερα, εμφανίζονται -και- ως καλλιτεχνική απάντηση στα όσα συνέβησαν στις αναταραχές, γνωστές ως Watts Riots (που συμμετείχαν 35.000 κόσμου και 70.000 ήταν συμπαθούντες προς τους εξεγερμένους) οι Watts Prophets, που χρησιμοποιούν ακριβώς το ίδιο μοτίβο: απαγγελία ποίησης με συνοδεία κρουστών. Όμως στο δίσκο τους “Rappin' Black in a White World” προσθέτουν πιάνο και γυναικεία παρουσία στην απαγγελία, κάτι πρωτοποριακό για την εποχή. Είναι μάλλον αυτά τα στοιχεία που θα οδηγήσουν αργότερα τον Dj Shadow να πει πως το “Rappin' Black in a White World” είναι ένας από τους καλύτερους δίσκους. Οι Watts Prophets μετά από αυτό τον δίσκο διαλύονται, ενώ οι Last Poets χωρίς τα αρχικά μέλη τους δεν έχουν την ίδια δυναμική. Έτσι, αυτό το είδος μουσικής ξεχνιέται.

Το 1979, ωστόσο, κάνει την εμφάνιση του το hip-hop. Το “hip” προέρχεται από το αφροαμερικανικό σλανγκ που σημαίνει “τώρα”, και το “hop” λέγεται, χωρίς όμως να υπάρχει κάποια απόδειξη, από τη λέξη ελπίδα. Πάντως ο όρος χρησιμοποιείται πρώτα για μια χορευτική φιγούρα στο breakdance και μετά για την επαναλαμβανόμενη, λόγω της λούπας, μουσική. Οι Sugarhill Gang είναι οι πρώτοι που δισκογραφούν και το “Rapper's Delight” είναι το πρώτο hip-hop κομμάτι. Μουσική για πάρτυ με στίχους καθαρά και μόνο για λόγους διασκέδασης. Κάτι που σε καμία περίπτωση δεν υποτιμούμε, απ’τη στιγμή μάλιστα που πολλά μαγαζιά της εποχής απαγόρευαν την είσοδο σε έγχρωμους, αποκλείοντας τους ουσιαστικά από τους χώρους κοινωνικοποίησης, κλειδώνοντας τους πίσω στα γκέτο.


NWA

Όμως, πριν το τέλος του 90’, δύο συγκροτήματα βάζουν την έννοια του πολιτικού μέσα σε αυτήν τη μουσική. Στην ανατολή οι Public Enemy και στη δύση οι NWA. Ενώ οι μεν πρώτοι έχουν πιο μεστό πολιτικό λόγο και τραβούν πάνω τους όλα τα φώτα της δημοσιότητας, οι δεύτεροι είναι αυτοί που αναστατώνουν τους πάντες. Το λεγόμενο gangsta rap τους είναι αυτό που αναγκάζει τις αμερικάνικες αρχές να πάρουν μέτρα για να μην παίζονται τέτοια κομμάτια στα ραδιόφωνα. Ο δίσκος τους γίνεται ένας από τους πρώτους που φέρει το αυτοκόλλητο προειδοποίησης για αιχμηρούς στίχους.

Στίχοι που δεν χωράνε μέσα στον πολιτικά ορθό λόγο των Public Enemy, βρίσκουν χώρο στα τραγούδια των NWA που, λανθασμένα πολιτικά μεν, αντανακλούν καλύτερα τη διάθεση των ακροατών αυτής της ‘άγριας’ μουσικής. Κουβαλάνε όλα τα κουσούρια της κοινωνίας: ρατσισμό, σεξισμό αλλά και το συναίσθημα του αγώνα ενάντια στη βία του κράτους. Μιλάνε για όπλα, το δικαίωμα στην αυτοπροστασία και με το πασίγνωστο κομμάτι τους “Fuck The Police” κατορθώνουν να στρέψουν ακόμα και τα βλέμματα του FBI σε αυτούς, στους οποίους στέλνει γράμμα με έμμεσες απειλές και αρνείται να προστατέψει τις συναυλίες τους από “κάθε λογής επεισόδια”.

Αξίζει να αναφερθεί ότι το gangsta rap παίρνει το όνομα του από το κομμάτι “Gangsta Gangsta” που περιγράφει ακριβώς τους κίνδυνους που έχει η ζωή για τους νέους που μεγαλώνουν στα γκέτο, αλλά και πώς μπορεί κάποιος αντί να είναι παθητικός σε αυτό, να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Τόσο ελλιπές πολιτικά, όσο και αληθινό για ένα μεγάλο κομμάτι όσων άκουγαν hip-hop τότε. Πριν απ' αυτό, οι ίδιοι βάφτιζαν τη μουσική τους reality rap. Δε θεωρούσαν τον εαυτό τους ανώτερο των ακροατών τους, ούτε έστεκαν διδακτικά απέναντί τους. Ίσως μόνο ήθελαν να τρομάξουν, περιγράφοντας μια καρικατούρα αυτού που ζούσαν, με σαφές μήνυμα στο σύστημα ότι “αν δεν σας αρέσουν αυτά που λέμε και κάνουμε είναι θέμα δικό σας, γιατί εσείς τα αφήσατε να γίνουν έτσι. Εμείς ήμαστε απλά ο καθρέφτης της κοινωνίας που κρύβεται κάτω από το χαλί και την ξεχνάτε όσο γίνεται.”

Βέβαια, αργότερα το gangsta rap χάνει αυτό το νόημα και οριοθετείται ως το lifestyle ενός υποκόσμου που έχει ως στέμμα τα ναρκωτικά, τις γυναίκες, τα αυτοκίνητα κτλ. Ο ρόλος των δισκογραφικών εταιρειών σε αυτήν την επανοηματοδότηση του gangsta rap είναι κάτι παραπάνω από κομβικός: το έγδυσαν από τη βιωματικότητα του και εισήγαγαν σε αυτήν την άμεση έκφραση το εμπόρευμα, την ψεύτικη λάμψη.

Μ’αυτά και μ’αυτά, τo hip-hop σιγά σιγά διογκώνεται, αυξάνει την κοινωνική του απεύθυνση (κυρίως στα πλέον καταπιεσμένα κομμάτια της αμερικανικής κοινωνίας) και δημιουργεί ρεύμα. Δεν είναι αμιγώς πολιτικοί οι στίχοι του, αλλά πως αλλιώς μπορείς να χαρακτηρίσεις μία μουσική που εκφράζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες χιλιάδων νέων που είναι περιθωριοποιημένοι από κάθε άποψη; Πέρασε τα σύνορα της αμερικής, έφτασε σταδιακά στην ευρώπη και αργότερα παντού, για να εκφράσει πρώτα και κύρια μειοψηφίες. Το hip-hop ήρθε για να μείνει.

Όπως ιστορικά συμβαίνει με τα περισσότερα ανατρεπτικά καλλιτεχνικά ρεύματα, έτσι και αυτό του hip-hop έμελλε να γίνει αξιοποιήσιμο από τη μουσική βιομηχανία. Όσο δημιουργούσε μια κουλτούρα γύρω του παγκοσμίως, τόσο κάποιοι έβλεπαν σε αυτό ένα λαμπρό πεδίο κερδοφορίας. Και για να πουληθεί κάτι πρέπει να χάσει την αιχμηρότητά του, να στρογγυλευτεί, να χάσει τη γείωσή του με την πραγματικότητα και να γίνει κι αυτό εικόνα ανάμεσα στις τόσες άλλες. Το βάρος, λοιπόν, του hip-hop που προβαλλόταν έπεσε στη διασκέδαση και στο lifestyle, ενώ παραμερίστηκε ο πολιτικός λόγος εντός του.

Παρ’όλα αυτά στη βάση του, εκεί που αγαπήθηκε ως μέσω έκφρασης απέναντι στην καταπίεση, συνέχισε να ζει και να εξελίσσεται. Με τη διαφορά πλέον ότι ορισμένοι νέοι των γκέτο ονειρεύονταν μία φανταχτερή ζωή, ίδια με αυτή των τωρινών super stars και πρώην γειτόνων τους (που εν τω μεταξύ είχαν μετακομίσει σε κάποιο προάστιο). Ενδιαφέρουσα και σίγουρα βολική αυτή η προοπτική κοινωνικής ανέλιξης για τα πλέον υποτιμημένα κομμάτια της κοινωνίας.
Επειδή όμως το αμερικάνικο όνειρο δεν μας χωράει όλους, το hip-hop πάντα είχε και πιο σκληρά πολιτικοποιημένα συγκροτήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι Dead Prez. Δύο νέοι με παρεμφερείς πολιτικές καταβολές και την κοινή αγάπη τους για τη μουσική, γνωρίζονται στις αρχές του 90’ και βγάζουν το πρώτο τους δίσκο το 2000, το Let’s Get Free. Ο M1 και ο stic.man έχουν σαφής θέσεις υπέρ του κινήματος των Μαύρων Πανθήρων, κριτικάρουν τους λευκούς βλέποντας σε αυτούς τους καταπιεστές τους, προτάσσουν σοσιαλισμό μιλάνε για την μητέρα αφρική, το εκπαιδευτικό σύστημα, τη ζωή στα γκέτο που ακόμα και στον εικοστό αιώνα δεν είχε αλλάξει και πολύ.

Θεματολογικά φυσικά, το hip-hop δεν θα μπορούσε να αναφέρεται για πάντα μόνο στα προβλήματα της μαύρης κοινότητας. Έχοντας αγαπηθεί εδώ και χρόνια και από τα λευκά κομμάτια της κοινωνίας, διευρύνεται και ως προς το περιεχόμενο των στίχων του. Αναπάντεχα, λοιπόν, ένα νέο ερώτημα τίθεται για τους νέους χιπχοπάδες: πως θα καταφέρουμε να κάνουμε hip-hop με τα δικά μας ανεξάρτητα μέσα.


Sole (Anticon)
Σε αυτό έρχονται να απαντήσουν 7 καλλιτέχνες κι ένας manager το 1998, δημιουργώντας μία ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία, την anticon. Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε πως ήταν η πλέον επαναστατική απάντηση στο μονοπώλιο των δισκογραφικών εκείνη την εποχή, ούτε ότι είχαν βαθιές πολιτικές συμφωνίες τα μέλη της. Αρκεί όμως το γεγονός πως βρέθηκαν ορισμένα άτομα με κοινή οπτική για το hip-hop, δημιούργησαν μία ομάδα με οριζόντια δομή στο εσωτερικό της και μέσω αυτής βγήκαν ποιοτικές δουλειές που έφτασαν απ’άκρη σ’άκρη. Συνεργάστηκαν και αντάλλαξαν εμπειρίες πάρα πολλά ονόματα του πολιτικού hip-hop μέσω της anticon και θεωρείται η πρώτη hip-hop κολλεκτίβα. Είμαστε σίγουροι ότι θα υπήρξαν κι άλλες, που απλά δεν έφτασαν ποτέ στα αυτιά μας.

Ακόμα ένα σημαντικό επεισόδιο στην ιστορία του hip-hop, δείγμα του πως ο καπιταλισμός μπορεί να πουλήσει ακόμα κι αντιδραστικά προς αυτόν κομμάτια, αποτελεί ο Eminem. Αυτός ο εκκεντρικός λευκός ήταν η απάντηση στο μονοπώλιο που είχαν παραδοσιακά οι μαύροι rapers στη μουσική βιομηχανία. Αριστοτέχνης, πρωτοποριακός, εν μέρει με πολιτικό, εν μέρει με χιουμοριστικό στίχο, έκανε το hip-hop τόσο οικείο σε ακόμα μεγαλύτερο εύρος ανθρώπων παγκόσμια. Μπορεί στα κομμάτια του να έβριζε όλο το star system, μέλος του οποίου ήταν κι ο ίδιος, αλλά παρέμενε το ίδιο δημοφιλής. Μπορεί να έκραζε τις δισκογραφικές εταιρείες και τους managers αλλά παράλληλα του προσέφεραν παχυλά συμβόλαια. Μπορεί να έβριζε χυδαία τη μάνα του στους δίσκους του σαν άλλος Morrison, αλλά κάθε μάνα αγόραζε κι ένα cd του στο εκστασιασμένο γιο της για τα χριστούγεννα. Αυτή η φαινομενική αντίφαση εξηγείται με όρους καθαρά θεαματικούς: οι διαχειριστές της εικόνας του μεταχειρίζονταν με τέτοιο τρόπο τις ατασθαλίες του, ώστε τον έκαναν διαρκώς πιο εμπορεύσιμο, πουλούσε διαρκώς περισσότερο. Αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα διαχείρησης της αντιδραστικότητας – ακόμα και της επαναστατικότητας πολλές φορές – από τη μουσική βιομηχανία.

Αυτό που κάνει όμως η μουσική βιομηχανία στους αστέρες της, δεν μπορεί να το κάνει σε όσους επιλέγουν να είναι hip-hop μακριά από αυτήν. Το hip-hop ταξίδεψε σε κάθε άκρη του κόσμου, κυρίως χάρη σε αυτήν ακριβώς την προβολή του. Παρ’όλα αυτά, όσοι βρήκαν σ’αυτό μία οικειότητα και το επέλεξαν ως μέσω, το προσάρμοσαν στα δικά τους βιώματα, στις δικές τους ανάγκες, στις δικές τους επιθυμίες. Ο χιλιανός μπορεί να έμαθε το hip-hop από τον Eminem αλλά στα κομμάτια του μιλάει για τη φτώχεια. Αντίστοιχα ο παλαιστίνιος πρωτάκουσε hip-hop από τον Nas αλλά αναφέρεται στους στίχους του στον πόλεμο στη γάζα. Φυσικά, το ίδιο ισχύει και για κάθε μορφή τέχνης, πέρα από το hip-hop∙ είναι άλλο ένα πολεμοφόδιο των από τα κάτω.
Το hip-hop σήμερα δεν μπορεί να θεωρηθεί εξ ορισμού πολιτικό, αντιφασιστικό, αντιδραστικό. Τέτοιο το καθιστούν τα υποκείμενα τα οποία εμπλέκει κάθε φορά. Εμείς πάντως επιλέγουμε συνειδητά να είμαστε με το κομμάτι όσων μέσω του hip-hop αντιδρούν στον καπιταλισμό, το μικροαστισμό, σε κάθε είδος φασισμού και μιλούν οι ίδιοι για τους ίδιους. Πάμε, λοιπόν, για νέα επεισόδια....

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ καλό!