Σαν τον Κερέμ
Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι
Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω
Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω
Να λειώσουμε το μολύβι
Κάποιος μου λέει
Φωτιά θα πάρεις απ’ την ίδια σου φωνή
Θα γίνεις στάχτη
Στάχτη σαν τον Κερέμ
Που κάηκε απ’ τον έρωτά του
Και εγώ του λέω
Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον
Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω
Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω
Να λειώσουμε το μολύβι
Κάποιος μου λέει
Φωτιά θα πάρεις απ’ την ίδια σου φωνή
Θα γίνεις στάχτη
Στάχτη σαν τον Κερέμ
Που κάηκε απ’ τον έρωτά του
Και εγώ του λέω
Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον
Κερέμ
Αν δεν καώ εγώ
Αν δεν καείς εσύ
Αν δεν καούμε εμείς
Πώς θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη
Αν δεν καείς εσύ
Αν δεν καούμε εμείς
Πώς θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη
Οι Ρομαντικοί
Είμαι κομμουνιστής
Είμαι αγάπη απ’ την κορυφή ως τα νύχια,
αγάπη θα πει βλέπω, σκέφτομαι, κατανοώ,
αγάπη θα πει το παιδί που γεννιέται, το φως που πλημμυρίζει
αγάπη θα πει να δέσεις μια κούνια στ’ άστρα
αγάπη θα πει να χύνεις το ατσάλι μ’ απέραντο μόχθο
Είμαι κομμουνιστής.
Είμαι αγάπη απ’ την κορυφή ως τα νύχια
Ο Ναζίμ Χικμέτ Ράν γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 15 Γενάρη 1902. Ο πατέρας του, Χικμέτ Ναζίμ Μπέης, που υπηρετούσε στο Υπουργείο Εξωτερικών, υπήρξε για λίγο διάστημα και Πρόξενος στο Αμβούργο. Όταν απολύθηκε εργάστηκε σαν διαχειριστής σε κινηματογραφικές αίθουσες. Η μητέρα του, Αϊσέ Τζελιέ Χανούμ, ήταν ζωγράφος. Ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση του στην Κωνσταντινούπολη κι ύστερα γράφτηκε στη Ναυτική Σχολή Χάλκης, το 1918, κάτω από τη διοίκηση του Κεμάλ Πασά. Ο διοικητής του, άκουσε και θαύμασε το ποίημά του " Λόγια Ενός Αξιωματικού Του Ναυτικού", που 'χε γράψει στα 12. Ωστόσο, η σταδιοδρομία του στο Ναυτικό σταμάτησε απότομα, γιατί αρρώστησε από πλευρίτη στη διάρκεια μιας νυχτερινής βάρδιας (1919) και δεδομένου ότι δεν μπόρεσε ν' ανακτήσει την υγεία του, απαλλάχτηκε σαν άτομο μ' ειδικές ανάγκες (1920). Διορίστηκε καθηγητής στην Ανατολία, στο γυμνάσιο Bolu, για σύντομο διάστημα (1921).
Ενδιαφέρθηκε ζωηρά για τη ρωσική επανάσταση, πήγε στη Μόσχα και μελέτησε οικονομικά και κοινωνικές επιστήμες στο εκεί πανεπιστήμιο (1922-1924). Εκεί συναντά τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι από τον οποίο και επηρεάστηκε. Όταν επέστρεψε, δούλεψε σε εφημερίδα της Σμύρνης. Στην Τουρκία, όμως, το κεμαλικό κίνημα ήταν εναντίον της αριστερής παράταξης και οι διώξεις και συλλήψεις καθημερινά πλήθαιναν. Έτσι, αναγκάστηκε να ξαναφύγει κρυφά για την Μόσχα. Ο Μαγιακόφσκι τον ξαναμαγεύει και μην αντέχοντας για πολύ να 'ναι μακριά από τη πατρίδα επιστρέφει χωρίς διαβατήριο. Συλλαμβάνεται κι εισπράττει την πρώτη καταδίκη του για τα επαναστατικά του φρονήματα.
"Φίλοι κι αδέλφια της ψυχής μου. Εσείς που πέσατε στις φυλακές και στα νησιάτης κόλασης, που σας κρατάν αλυσωμένους μες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης γιατί πολεμάτε για την ανεξαρτησία, το ψωμί και τη λευτεριά του ελληνικού λαού, δεχτείτε την αγάπη και τον θαυμασμό μου. Οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας έχουνε τους ίδιους θανάσιμα μισητούς εχθρούς: τον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό και τους ντόπιους λακέδες του. Οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας, φιλιωμένοι ο ένας με τον άλλο, με τη βοήθεια των φιλειρηνικών λαών όλου του κόσμου, θα τσακίσουνε στο τέλος αυτούς τους εχθρούς τους. Αυτό το πιστεύω. Ο δικός σας ένδοξος αγώνας είναι μια από τις πιο λαμπρές αποδείξεις ότι θα νικήσει η υπόθεση της ειρήνης, του ψωμιού και της λευτεριάς. Σας σφίγγω όλους μ' αγάπη στην αγκαλιά μου. ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ 10/8/1951 Βερολίνο."
(Το παραπάνω μήνυμα του Χικμέτ προς τον ελληνικό λαό είχε μεταδοθεί ραδιοφωνικά στη διάρκεια της δίκης του Νίκου Μπελογιάννη)
Το 1934 μηνύεται επειδή έκανε δήθεν, προπαγάνδα στους σπουδαστές της Στρατιωτικής Ακαδημίας. Δικάζεται "κεκλεισμένων των θυρών", χωρίς συνήγορο και καταδικάζεται συνολικά, σε 35ετή φυλάκιση, μα κατορθώνει να μειώσει την ποινή του στα 28 χρόνια και 4 μήνες σύμφωνα με τα άρθρα 68 κι 77 τού τουρκικού ποινικού κώδικα (1938). Καταλήγει στα μπουντρούμια της φυλακής στη Προύσα.
Οι διανοούμενοι ξεκινούν μεγάλη εκστρατεία για να πείσουν την ηγεσία να τον αμνηστεύσει. Αρχίζει απεργία πείνας στη φυλακή (1950).Τελικά, η υπόλοιπη ποινή τού χαρίζεται, μετά 13 χρόνια φυλακής. Δεν μπορούσε να βρει δουλειά ούτε να εκδώσει βιβλία, επειδή είχε διακόψει τη στρατιωτική του θητεία. Ένα διάταγμα που ουσιαστικά είχε τον ίδιο για στόχο. Πενήντα χρονών πια, άρρωστος και σε τρομερά δύσκολη θέση, ζώντας με τον φόβο της απόπειρας εναντίον της ζωής του, αποδέχεται τη συμβουλή του γνωστού, σύγχρονου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Refik Erduran κι αυτοεξορίζεται. Με ρουμάνικο σκάφος, διαπλέει τη Μαύρη θάλασσα και περνά στη Ρωσία για να καταλήξει στη Μόσχα. Μετά από αυτό το γεγονός η οικογένεια του παρακολουθείται στενά και χάνει την Τουρκική του υπηκοότητα (1951). Ο Ναζίμ Χικμέτ ταξιδεύει αρκετά, πηγαίνει σε διεθνή συνέδρια και γίνεται γνωστός σε όλο τον κόσμο. Από τη Μόσχα πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα με500 ατόμων, δίνει ένα αγωνιστικό ρεσιτάλ και καταχειροκροτούμενος σαν ελεύθερος πλέον αγωνιστής - ποιητής. Χωρίς να σταματήσει να γράφει, περνά την υπόλοιπη ζωή του, στη Μόσχα. Έγραψε ποιήματα ενάντια στον πόλεμο και στα πυρηνικά όπλα και ο κόσμος τον έβλεπε όχι ως κάποιον που έκανε προπαγάνδα αλλά σαν κάποιο που ήταν ειλικρινής στις απόψεις του. Το 1952 έγινε και διοικητικό στέλεχος του συμβουλίου παγκόσμιας ειρήνης. Το 1955 ερωτεύεται την Vera Tulyakova, την οποία περνά κατά πολλά χρόνια. Ο ποιητής νιώθει να ερωτεύεται για “πρώτη φορά”.
Τι όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι
Να γράφω όλο για σένα
Να σε κοιτάζω πλαγιασμένος έτσι ανάσκελα
Μες στο κελί μου
Μια λέξη που ‘χες πει την τάδε μέρα
Στο τάδε μέρος, όχι η λέξη η ίδια
Μα αυτός ο τρόπος που είχε,
μέσα της να κλείνει όλο τον κόσμο.
Μένουν μαζί και τον Νοέμβριο του 1960 παντρεύονται αφού ο Ναζίμ ζηλεύει αυτή την νέα παρουσία και θέλει να νιώθει πιο ασφαλής. Τον Σεπτέμβριο του 1961 γράφει το ποίημα “Αυτοβιογραφία”. Το 1962 του δίνεται διαβατήριο Σοβιετικής υπηκοότητας. Στις 3 Ιουνίου 1963 ο Ναζίμ Χικμέτ πεθαίνει και θάβεται στη Μόσχα, σε ηλικία 61 ετών. Ενώ, μετά το θάνατό του με υπουργικό διάταγμα ανακτά την τουρκική υπηκοότητα που του είχε αφαιρεθεί το 1951 εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. Έγραφε στη «διαθήκη του»:
«Θάψτε με στην Ανατολία. Σ' ένα κοιμητήρι χωριού. Κι αν γίνεται ένα πλατάνι να 'ναι πάνω απ' το κεφάλι μου. Αυτό μου φτάνει» Φυλακίζεται στη Hopa για τρεις μήνες (1928). Έπειτα, εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη κι εργάζεται σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και σε κινηματογραφικά στούντιο. Εκδίδει τα πρώτα βιβλία ποίησης και γράφει συνεχώς (1928-1932). Συλλαμβάνεται ξανά το 1931, αλλά στη δίκη του, από κατηγορούμενος, γίνεται κατήγορος κι αναγκάζονται να τον αθωώσουν. Την επόμενη χρονιά τον ξανασυλλαμβάνουν και καταδικάζεται σε πέντε χρόνια, όμως αφήνεται ελεύθερος λόγω της αμνηστίας για τον εορτασμό των πρώτων δέκα χρόνων της Τουρκικής Δημοκρατίας. Εργάστηκε σαν αρθρογράφος και συντάκτης σε περιοδικά κι εφημερίδες με το ψευδώνυμο Orhan Selim (1933).
Η ποίηση του Χικμέτ είναι «Ποίηση κοινωνική, βαθειά ανθρώπινη θαυμαστά απέριττη ανεξάντλητη πηγή συγκινήσεων γεμάτη από το ευγενικό δίδαγμα της ευθύνης του ποιητή μπροστά στην εποχή του και τον κόσμο.» Οπως ελεγε για τον ίδιο ο Γιάννης Ρίτσος. Η ποίηση του Ναζίμ Χικμέτ αν και στα πρώτα ποιήματα ήταν περιορισμένη σε συλλαβικό μέτρο, σταδιακά απομακρύνθηκε από τα πλαίσια του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας και άρχισε να αναζητεί νέα μορφή για τα ποιήματά του. Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων διαμονής του στη Σοβιετική Ένωση (1922-1925), η αναζήτηση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της. Τελικά προτίμησε τον ελεύθερο στίχο, ο οποίος ταίριαζε και με την πλούσια φωνολογία της τουρκικής γλώσσας. Ο Ναζίμ Χικμέτ μέσω της ποίησής του βρισκόταν σε μία άμεση, ζωντανή επαφή με το λαό μέσα από ένα αίσθημα ισοτιμίας χωρίς να φαίνεται διανοούμενος ή ξεχωριστός από τους άλλους. Τέλος η ποίησή του είναι πρωτοποριακή και αληθινά λαϊκή μέσα απ’ αυτήν προτείνει το δημιουργικό αγώνα του ανθρώπου ενάντια σε κάθε εμπόδιο, σε κάθε θάνατο.
Ο Ναζίμ Χικμέτ Ράν γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 15 Γενάρη 1902. Ο πατέρας του, Χικμέτ Ναζίμ Μπέης, που υπηρετούσε στο Υπουργείο Εξωτερικών, υπήρξε για λίγο διάστημα και Πρόξενος στο Αμβούργο. Όταν απολύθηκε εργάστηκε σαν διαχειριστής σε κινηματογραφικές αίθουσες. Η μητέρα του, Αϊσέ Τζελιέ Χανούμ, ήταν ζωγράφος. Ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση του στην Κωνσταντινούπολη κι ύστερα γράφτηκε στη Ναυτική Σχολή Χάλκης, το 1918, κάτω από τη διοίκηση του Κεμάλ Πασά. Ο διοικητής του, άκουσε και θαύμασε το ποίημά του " Λόγια Ενός Αξιωματικού Του Ναυτικού", που 'χε γράψει στα 12. Ωστόσο, η σταδιοδρομία του στο Ναυτικό σταμάτησε απότομα, γιατί αρρώστησε από πλευρίτη στη διάρκεια μιας νυχτερινής βάρδιας (1919) και δεδομένου ότι δεν μπόρεσε ν' ανακτήσει την υγεία του, απαλλάχτηκε σαν άτομο μ' ειδικές ανάγκες (1920). Διορίστηκε καθηγητής στην Ανατολία, στο γυμνάσιο Bolu, για σύντομο διάστημα (1921).
Ενδιαφέρθηκε ζωηρά για τη ρωσική επανάσταση, πήγε στη Μόσχα και μελέτησε οικονομικά και κοινωνικές επιστήμες στο εκεί πανεπιστήμιο (1922-1924). Εκεί συναντά τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι από τον οποίο και επηρεάστηκε. Όταν επέστρεψε, δούλεψε σε εφημερίδα της Σμύρνης. Στην Τουρκία, όμως, το κεμαλικό κίνημα ήταν εναντίον της αριστερής παράταξης και οι διώξεις και συλλήψεις καθημερινά πλήθαιναν. Έτσι, αναγκάστηκε να ξαναφύγει κρυφά για την Μόσχα. Ο Μαγιακόφσκι τον ξαναμαγεύει και μην αντέχοντας για πολύ να 'ναι μακριά από τη πατρίδα επιστρέφει χωρίς διαβατήριο. Συλλαμβάνεται κι εισπράττει την πρώτη καταδίκη του για τα επαναστατικά του φρονήματα.
"Φίλοι κι αδέλφια της ψυχής μου. Εσείς που πέσατε στις φυλακές και στα νησιάτης κόλασης, που σας κρατάν αλυσωμένους μες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης γιατί πολεμάτε για την ανεξαρτησία, το ψωμί και τη λευτεριά του ελληνικού λαού, δεχτείτε την αγάπη και τον θαυμασμό μου. Οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας έχουνε τους ίδιους θανάσιμα μισητούς εχθρούς: τον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό και τους ντόπιους λακέδες του. Οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας, φιλιωμένοι ο ένας με τον άλλο, με τη βοήθεια των φιλειρηνικών λαών όλου του κόσμου, θα τσακίσουνε στο τέλος αυτούς τους εχθρούς τους. Αυτό το πιστεύω. Ο δικός σας ένδοξος αγώνας είναι μια από τις πιο λαμπρές αποδείξεις ότι θα νικήσει η υπόθεση της ειρήνης, του ψωμιού και της λευτεριάς. Σας σφίγγω όλους μ' αγάπη στην αγκαλιά μου. ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ 10/8/1951 Βερολίνο."
(Το παραπάνω μήνυμα του Χικμέτ προς τον ελληνικό λαό είχε μεταδοθεί ραδιοφωνικά στη διάρκεια της δίκης του Νίκου Μπελογιάννη)
Το 1934 μηνύεται επειδή έκανε δήθεν, προπαγάνδα στους σπουδαστές της Στρατιωτικής Ακαδημίας. Δικάζεται "κεκλεισμένων των θυρών", χωρίς συνήγορο και καταδικάζεται συνολικά, σε 35ετή φυλάκιση, μα κατορθώνει να μειώσει την ποινή του στα 28 χρόνια και 4 μήνες σύμφωνα με τα άρθρα 68 κι 77 τού τουρκικού ποινικού κώδικα (1938). Καταλήγει στα μπουντρούμια της φυλακής στη Προύσα.
Οι διανοούμενοι ξεκινούν μεγάλη εκστρατεία για να πείσουν την ηγεσία να τον αμνηστεύσει. Αρχίζει απεργία πείνας στη φυλακή (1950).Τελικά, η υπόλοιπη ποινή τού χαρίζεται, μετά 13 χρόνια φυλακής. Δεν μπορούσε να βρει δουλειά ούτε να εκδώσει βιβλία, επειδή είχε διακόψει τη στρατιωτική του θητεία. Ένα διάταγμα που ουσιαστικά είχε τον ίδιο για στόχο. Πενήντα χρονών πια, άρρωστος και σε τρομερά δύσκολη θέση, ζώντας με τον φόβο της απόπειρας εναντίον της ζωής του, αποδέχεται τη συμβουλή του γνωστού, σύγχρονου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Refik Erduran κι αυτοεξορίζεται. Με ρουμάνικο σκάφος, διαπλέει τη Μαύρη θάλασσα και περνά στη Ρωσία για να καταλήξει στη Μόσχα. Μετά από αυτό το γεγονός η οικογένεια του παρακολουθείται στενά και χάνει την Τουρκική του υπηκοότητα (1951). Ο Ναζίμ Χικμέτ ταξιδεύει αρκετά, πηγαίνει σε διεθνή συνέδρια και γίνεται γνωστός σε όλο τον κόσμο. Από τη Μόσχα πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα με500 ατόμων, δίνει ένα αγωνιστικό ρεσιτάλ και καταχειροκροτούμενος σαν ελεύθερος πλέον αγωνιστής - ποιητής. Χωρίς να σταματήσει να γράφει, περνά την υπόλοιπη ζωή του, στη Μόσχα. Έγραψε ποιήματα ενάντια στον πόλεμο και στα πυρηνικά όπλα και ο κόσμος τον έβλεπε όχι ως κάποιον που έκανε προπαγάνδα αλλά σαν κάποιο που ήταν ειλικρινής στις απόψεις του. Το 1952 έγινε και διοικητικό στέλεχος του συμβουλίου παγκόσμιας ειρήνης. Το 1955 ερωτεύεται την Vera Tulyakova, την οποία περνά κατά πολλά χρόνια. Ο ποιητής νιώθει να ερωτεύεται για “πρώτη φορά”.
Τι όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι
Να γράφω όλο για σένα
Να σε κοιτάζω πλαγιασμένος έτσι ανάσκελα
Μες στο κελί μου
Μια λέξη που ‘χες πει την τάδε μέρα
Στο τάδε μέρος, όχι η λέξη η ίδια
Μα αυτός ο τρόπος που είχε,
μέσα της να κλείνει όλο τον κόσμο.
Μένουν μαζί και τον Νοέμβριο του 1960 παντρεύονται αφού ο Ναζίμ ζηλεύει αυτή την νέα παρουσία και θέλει να νιώθει πιο ασφαλής. Τον Σεπτέμβριο του 1961 γράφει το ποίημα “Αυτοβιογραφία”. Το 1962 του δίνεται διαβατήριο Σοβιετικής υπηκοότητας. Στις 3 Ιουνίου 1963 ο Ναζίμ Χικμέτ πεθαίνει και θάβεται στη Μόσχα, σε ηλικία 61 ετών. Ενώ, μετά το θάνατό του με υπουργικό διάταγμα ανακτά την τουρκική υπηκοότητα που του είχε αφαιρεθεί το 1951 εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. Έγραφε στη «διαθήκη του»:
«Θάψτε με στην Ανατολία. Σ' ένα κοιμητήρι χωριού. Κι αν γίνεται ένα πλατάνι να 'ναι πάνω απ' το κεφάλι μου. Αυτό μου φτάνει» Φυλακίζεται στη Hopa για τρεις μήνες (1928). Έπειτα, εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη κι εργάζεται σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και σε κινηματογραφικά στούντιο. Εκδίδει τα πρώτα βιβλία ποίησης και γράφει συνεχώς (1928-1932). Συλλαμβάνεται ξανά το 1931, αλλά στη δίκη του, από κατηγορούμενος, γίνεται κατήγορος κι αναγκάζονται να τον αθωώσουν. Την επόμενη χρονιά τον ξανασυλλαμβάνουν και καταδικάζεται σε πέντε χρόνια, όμως αφήνεται ελεύθερος λόγω της αμνηστίας για τον εορτασμό των πρώτων δέκα χρόνων της Τουρκικής Δημοκρατίας. Εργάστηκε σαν αρθρογράφος και συντάκτης σε περιοδικά κι εφημερίδες με το ψευδώνυμο Orhan Selim (1933).
Η ποίηση του Χικμέτ είναι «Ποίηση κοινωνική, βαθειά ανθρώπινη θαυμαστά απέριττη ανεξάντλητη πηγή συγκινήσεων γεμάτη από το ευγενικό δίδαγμα της ευθύνης του ποιητή μπροστά στην εποχή του και τον κόσμο.» Οπως ελεγε για τον ίδιο ο Γιάννης Ρίτσος. Η ποίηση του Ναζίμ Χικμέτ αν και στα πρώτα ποιήματα ήταν περιορισμένη σε συλλαβικό μέτρο, σταδιακά απομακρύνθηκε από τα πλαίσια του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας και άρχισε να αναζητεί νέα μορφή για τα ποιήματά του. Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων διαμονής του στη Σοβιετική Ένωση (1922-1925), η αναζήτηση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της. Τελικά προτίμησε τον ελεύθερο στίχο, ο οποίος ταίριαζε και με την πλούσια φωνολογία της τουρκικής γλώσσας. Ο Ναζίμ Χικμέτ μέσω της ποίησής του βρισκόταν σε μία άμεση, ζωντανή επαφή με το λαό μέσα από ένα αίσθημα ισοτιμίας χωρίς να φαίνεται διανοούμενος ή ξεχωριστός από τους άλλους. Τέλος η ποίησή του είναι πρωτοποριακή και αληθινά λαϊκή μέσα απ’ αυτήν προτείνει το δημιουργικό αγώνα του ανθρώπου ενάντια σε κάθε εμπόδιο, σε κάθε θάνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου