Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Ο Πάνος Χουντής μέλος του ΚΚΕ(μ-λ) και των Αγωνιστικών Κινήσεων Εκπαιδευτικών απαντά στις "7 ερωτήσεις" των μπλόγκερς του K.K.4ever.

Οι "7 ερωτήσεις" φιλοξενούν σήμερα τον Πάνο Χουντή μέλος του ΚΚΕ(μ-λ) και
των Αγωνιστικών Κινήσεων Εκπαιδευτικών, γραμματέα της ΕΛΜΕ Πειραιά
όπου κατέβηκε με το σχήμα Ενότητα Αντίστασης Ανατροπής που συγκροτήθηκε
από τις Αγωνιστικές Κινήσεις και την Αγωνιστική Παρέμβαση.


1) Είναι γνωστό ότι το ΚΚΕ(μ-λ) διαφοροποιείται με το σύνολο σχεδόν των άλλων δυνάμεων της αριστεράς ως προς τη θέση της χώρας στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, χαρακτηρίζοντάς της εξαρτημένη. Τι είναι αυτό που σας κάνει να καταλήγετε σε αυτό το συμπέρασμα; Και τελικά πόση σημασία έχει αυτή η εκτίμηση για το εργατικό - λαϊκό κίνημα, για την στρατηγική ενός κόμματος της αριστεράς αλλά και για τον αγώνα για έξοδο από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ; Πόσο διαφορετικό είναι να μιλά κανείς για έξοδο ή για αποδέσμευση; Την βλέπετε σαν κάτι που μπορεί να προκύψει και πριν την ανατροπή της αστικής εξουσίας;

Η αλήθεια είναι ότι το ΚΚΕ(μ-λ) διαφοροποιείται με το σύνολο σχεδόν των άλλων δυνάμεων της αριστεράς στο συγκεκριμένο ζήτημα. Οι οποίες άλλες δυνάμεις διαφοροποιούνται με τη σειρά τους με το… σύνολο του ελληνικού λαού αλλά και με την κοινή λογική, σε σχέση με τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό. Θα λέγαμε ότι με πολιτική υστεροβουλία αποφεύγουν μια στοιχειωδώς ειλικρινή ανάλυση της κατάστασης. Η άποψή μας είναι η εξής:
- Η ελληνική αστική τάξη χρωστάει την ύπαρξή της στον ιμπεριαλισμό. Είναι εξαρτημένη από αυτόν οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά. Η εξάρτηση αποτελεί σχέση, δεν είναι μοχλός, δεν είναι συνομωσία. Χωρίς τα ξένα αφεντικά, η αστική τάξη της χώρας θα ήταν παρελθόν εδώ και δεκαετίες. Με βάση τη σχέση αυτή, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ τμήματα της αστικής τάξης που να μπορούν να δουν τον εαυτό τους στη βάση μιας ανεξάρτητης πορείας.
- Η ένταξη στην ΕΕ παραρτηματοποίησε παραπέρα την ελληνική οικονομία και όξυνε την παραγωγική της αποσυγκρότηση. Στο πλαίσιο της συνολικής επίθεσης του συστήματος στους λαούς και την εργατική τάξη –και πιεσμένος και αυτός από την κρίση και από την παρόξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών- ο ιμπεριαλισμός απογείωσε τις απαιτήσεις του για την πλήρη παράδοση της χώρας και της εργατικής τάξης σε αυτόν.
- Με άλλα λόγια αν η μία κατεύθυνση μεταφοράς πλούτου είναι από τα κάτω προς τα πάνω μέσα στην ελληνική κοινωνία, η άλλη κατεύθυνση είναι από μέσα προς τα έξω, δηλαδή από τις εξαρτημένες χώρες στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Η κρίση ΔΕ ΘΑ ΕΧΕΙ ΤΙΣ ΙΔΙΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα, στην Κύπρο. Το καινοφανές και αντιλενινιστικό θεώρημα της «ανισότιμης αλληλεξάρτησης» (πέρα από τον προφανή πλεονασμό: ποια σχέση αλληλεξάρτησης θα μπορούσε να είναι ισότιμη;) αγνοεί τη σχέση επικυριαρχίας των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων στις εξαρτημένες χώρες.
- Η ενεργειακή, διατροφική, αγροτική (στους τομείς των σπόρων και των λιπασμάτων) εξάρτηση της χώρας έχει άμεσες και τραγικές συνέπειες στην εργατική τάξη και το λαό. Όλα αυτά παρακάμπτονται από την αριστερά «μας», η οποία… πείθεται από τις αστικές γελοιότητες της βαριάς βιομηχανίας του… τουρισμού!
- Η επιτροπεία της χώρας από ΕΕ-ΔΝΤ είναι ζήτημα μεγάλης σημασίας με τραγικές επίσης συνέπειες για τον εργαζόμενο λαό της χώρας. Και αν «εκθέτει» και θέτει στο στόχο μια φορά τον ιμπεριαλισμό, όχι απλώς δεν αθωώνει αλλά «εκθέτει» ΔΕΚΑ φορές την ελληνική αστική τάξη γιατί δεν είναι σε θέση να κοροϊδεύει ότι έχει σχέδιο και ότι μπορεί να ηγηθεί της κοινωνίας. «Εγγυάται» από εξαθλίωση μέχρι πόλεμο. Το γεγονός αυτό διευκολύνει την εργατική τάξη στην προσπάθειά της να σύρει μικροαστικά στρώματα με το μέρος της. Η υπαλληλία, οι φτωχοί αγρότες, εργαζόμενοι σε υπηρεσίες, ακόμα και μικροί επαγγελματίες που κατρακυλάνε στα όρια της επιβίωσης ή κάτω από αυτά, μπορούν έτσι να δουν ότι αν στο δίπολο αστική τάξη – εργατική τάξη ευθυγραμμιστούν με την πρώτη, δεν μπορούν να περιμένουν τίποτα καλό.
ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ υπονοούνται πού και πού σε διάφορα επίσημα κομματικά ντοκουμέντα διάφορων αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Υπονοούνται, περιτριγυρίζονται, αλλά ΔΕ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΑΝΟΙΧΤΑ. Γιατί, αν λέγονταν ανοιχτά, θα έθεταν τα καθήκοντα της πάλης ΚΑΙ με τα μεγάλα αφεντικά (ΗΠΑ, ΕΕ) και της εκ νέου κομμουνιστικοποίησης της αριστεράς, Του διαζυγίου της με τις αστικές φαντασιώσεις της ισχυρής Ελλάδας, της παγκοσμιοποίησης και, τελικά, του υπεριμπεριαλισμού.
Οσοι μιλάνε για ιμπεριαλιστική Ελλάδα (γιατί αυτό λένε και ας μην προσπαθούν με λεκτικές ακροβασίες να ισορροπήσουν ανάμεσα σε αντιφατικές εκτιμήσεις) πρέπει να μας πουν ποια είναι τα τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου που συγκροτούν τον ελληνικό ιμπεριαλισμό; Μήπως το εφοπλιστικό κεφάλαιο, το οποίο (όπως είναι γνωστό) χαρακτηρίζεται από κοσμοπολιτισμό και αναζητά σημαίες ευκαιρίας; Μήπως το… μονοπώλιο του ΟΤΕ που έπεσε τελικά στα χέρια του γερμανικού ιμπεριαλισμού; Ή, μήπως, η… βαριά βιομηχανία του τουρισμού;
Πρέπει, ακόμα να εξηγήσουν, κάτω από ποια διαδικασία (επικυριαρχία, λέμε εμείς), η ένταξη στην ΕΕ έχει διαλύσει παραγωγικούς τομείς, έχει αυξήσει τις εισαγωγές και μειώσει τις εξαγωγές;
Αλλωστε, ο λόγος που εκτιμάμε ότι η υπόλοιπη αριστερά –σε πλήρη τύφλωση απέναντι στη πραγματικότητα- δε μιλάει για εξάρτηση είναι γιατί έχει κοινή αφετηρία τη στροφή του ’56 (του ειρηνικού περάσματος) και τη θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων, μια αφετηρία που σήμερα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια (παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις διάφορων φορέων) στην αυταπάτη ότι ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο συνεχίζει να αναπτύσσεται και δεν είναι καταστροφικός, στην αντίληψη ότι έχει ακόμα προοδευτικά ιστορικό έργο να επιτελέσει (όπως την κατάργηση των συνόρων μέσω της παγκοσμιοποίησης αλλά και μέσω της απόδοσης στην ΕΕ του χαρακτήρα της ισότιμης συμμαχίας αστικών τάξεων) και για αυτό ξεπερνάει τις κρίσεις του μέσω της συνεργασίας των διάφορων καπιταλιστικών κρατών. Οδηγεί στην ανατροπή (χωρίς να δοθεί κανένας λογαριασμός) της λενινιστικής αντίληψης ότι ο κόσμος χωρίζεται σε μια χούφτα χώρες ληστές και στις υπόλοιπες αποικίες και εξαρτημένες. Αυτό το αναθεωρητικό σώμα αντιλήψεων οδηγεί με τη σειρά του στη γνωστή εκτίμηση των «καπιταλιστικών ολοκληρώσεων», οδήγησε κάποιους να νομίζουν ότι η εισβολή των ΗΠΑ στη Γιουγκοσλαβία ήταν μια μπλόφα και δεν επρόκειτο να γίνει («αφού συνεργάζονται οι καπιταλιστές»!), άλλους («κομμουνιστές» κιόλας) να συμμετέχουν σε δοσιλογικές κυβερνήσεις στο Ιράκ και άλλους να βλέπουν με μισό μάτι την παλαιστινιακή ή την ιρακινή αντίσταση. Για να μην πάμε πιο πίσω στην ιστορία και θυμίσουμε τους Αρχειομαρξιστές που θεωρούσαν εθνικιστικό το ΕΑΜ.
Στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια, έχει οδηγήσει στην υποτίμηση του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και στην αδυναμία να γίνει μια αντιιμπεριαλιστική συγκέντρωση όταν ήρθε στην Ελλάδα (πριν δύο χρόνια) η εκπρόσωπος των αμερικάνων ιμπεριαλιστών Χ. Κλίντον. Εχει οδηγήσει στην απόλυτη υποτίμηση του κεφαλαιώδους ζητήματος της ύπαρξης αμερικάνικων στρατιωτικών βάσεων στη χώρα και των συνεπειών που παράγονται σε όλα τα επίπεδα. Εχει οδηγήσει στην κυριαρχία του αστικού κοσμοπολιτισμού που κακοποιείται πια από την οδυνηρή πραγματικότητα, αλλά συνεχίζει να αποπροσανατολίζει και να μπερδεύει. Εχει –με δυο λόγια- οδηγήσει (είτε ωμά και καθαρά είτε μέσω ταξικών βερμπαλισμών) στην κυριαρχία των αντιλήψεων της «ευρωπαϊκής αριστεράς» που έχει καταφέρει το θεάρεστο έργο της πλήρους διάλυσης των συνειδήσεων και της ιδεολογικής αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης.
Πάμε, λοιπόν, στο ερώτημα που θέτετε: «Και τι σημασία έχει; Τι διαφορετικά καθήκοντα παράγει η μία από την άλλη αντίληψη;»
Εισαγωγικά θα λέγαμε ότι κάθε ανάλυση παράγει κατευθύνσεις, καθήκοντα, ιεραρχήσεις, μέτωπα. Αλλιώς θα μιλούσαμε για μεταφυσική και ιδεαλισμό. Η ανάλυσή μας, λοιπόν, καταλήγει στα δυο βασικά μέτωπα της ανάγκης ενίσχυσης της αντιιμπεριαλιστικής πάλης και της πάλης για ανεξαρτησία από τη μία και από την άλλη του δυναμώματος της ταξικής κατεύθυνσης κόντρα στην καπιταλιστική κοινωνία της εκμετάλλευσης. Οι δύο αυτοί πόλοι συμπλέκονται όλο και περισσότερο και με την έννοια αυτή δε θα χρησιμοποιούσαμε την έκφραση «αποδέσμευση από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ» (που παραπέμπει σε μια σταδιακή απομάκρυνση από τους δύο ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς) καθώς θεωρούμε ότι η πάλη για ανεξαρτησία είναι στρατηγικό ζήτημα και μπορεί να απαντηθεί μόνο επαναστατικά. Τώρα, αν αυτή η επανάσταση θα απαλλοτριώσει πλήρως την ιδιοκτησία ή αν στο πλαίσιο συμμαχιών της εργατικής τάξης με μικροαστικά στρώματα επιτρέψει την ύπαρξη μικρής ιδιοκτησίας υπό όρους, αυτό είναι κάτι στο οποίο δεν έχουμε ακόμα τοποθετηθεί. Σε κάθε περίπτωση αποφεύγουμε τους αφορισμούς και τους μικρομεγαλισμούς προγραμματισμού της ιστορίας. Και κάτι ακόμα: Αν μπορεί κάποιος να φανταστεί το ξέσπασμα ενός νέου μεγάλου πολέμου κάτω από το βάρος της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί από τώρα να ορίσει τα μέτωπα και τις συμμαχίες της εργατικής τάξης. Και ένα τέτοιο κεφαλαιώδες ζήτημα δεν μπορεί να απαντηθεί με έναν πούρο και βερμπαλιστικό εργατισμό. Πάντως, μιας που μιλάμε για πιθανές συμμαχίες της εργατικής τάξης, αυτές σε κάθε περίπτωση έχουν ως προαπαιτούμενο ότι η εργατική τάξη είναι συγκροτημένη ως «τάξη για τον εαυτό της», ξέρει, δηλαδή, αν συμμαχεί με κάποιον, με ποια όρια και με ποιο στόχο. Δε γίνεται ουρά του.
Και να σημειώσουμε κάτι για να δείξουμε ότι τα πράγματα δε λύνονται με αφορισμούς. Είναι εντυπωσιακό το πώς οι αντιλήψεις της «αλληλεξάρτησης» οδηγούν σε ουρά στην αστική τάξη (και θα λέγαμε σε μπιζάρισμα των πιο τυχοδιωκτικών τάσεών της) σε ένα πολύ σοβαρό και επικίνδυνο ζήτημα της περιόδου: Αυτό των ΑΟΖ. Εχει την εξήγησή του: Όταν κάποιος θεωρεί ότι η αστική τάξη της χώρας του είναι ανεξάρτητη και ισχυρή, τότε την προτρέπει να ανοίξει το ζήτημα των ΑΟΖ για να δημιουργήσει παραπέρα (;) ανάπτυξη. Αντίθετα, εμείς θεωρούμε ότι το πλαίσιο της εξάρτησης στη μέγγενη του οποίου είναι δεμένη η χώρα «εγγυάται» ότι πετρέλαια, υδρογονάνθρακες και ενεργειακός πλούτος δυναμιτίζουν ακόμα περισσότερο το κλίμα που ήδη είναι εύφλεκτο από την καύσιμη ύλη των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Οποιος ανοίγει σήμερα τέτοια ζητήματα παίζει τόσο με τη φωτιά του σωβινισμού όσο και με τη φωτιά του πολέμου.
Μια τελευταία παρατήρηση. Για έναν πολιτικό σχηματισμό η σειρά είναι: παρατηρώ την πραγματικότητα και την αναλύω. Πάνω σε αυτήν την παρατήρηση και ανάλυση, κάνω εκτιμήσεις, παράγω πολιτικές θέσεις επιλέγω μέτωπα και ιεραρχήσεις. Δυστυχώς στην αριστερά «μας», είναι αρκετά ισχυρή η αντίθετη συνήθεια. Να παράγονται πολιτικές – ιδεολογικές θέσεις στη βάση κάποιων επιδιώξεων και, κατόπιν, να κακοποιείται η πραγματικότητα για να χωρέσει στις θέσεις αυτές.
Ως κλείσιμο, θα διατυπώσουμε μια ερώτηση, την οποία ας τη σκεφτεί όποιος θέλει να έχει μια ώσμωση με τη στοιχειώδη σοβαρότητα: Η υπόλοιπη αριστερά που δε βλέπει την ύπαρξη εξάρτησης, πώς αλήθεια αποτιμά την εισβολή στο Μάλι, την εισβολή στη Λιβύη, τις εξελίξεις στην Κύπρο;

2) Εδώ και καιρό παρακολουθούμε μια προσπάθεια ουσιαστικότερης προσέγγισης μεταξύ ΚΚΕ (μ-λ) και Μ-Λ ΚΚΕ. Υπάρχουν στον κομμουνιστικό χώρο αρκετοί που θα αισθάνονταν πολύ ικανοποιημένοι αν μια ουσιαστική προσέγγιση (όχι κατ ανάγκη σε επίπεδο εκλογικής συνεργασίας) γινόταν κάποτε και με το ΚΚΕ.
Εσείς θα το επιθυμούσατε και ποιά πράγματα κατά τη γνώμη σας, θα έπρεπε να αλλάξουν στο ΚΚΕ και ποιά στο ΚΚΕ(μ-λ) ώστε να υπάρξουν βάσιμες προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο;

Καταρχήν σωστά, κατά την άποψή μας, υποβαθμίζετε το ζήτημα της εκλογικής συνεργασίας. Οι εκλογικές – κοινοβουλευτικές αυταπάτες και η «εκλογοκεντρική» δράση κομμάτων και οργανώσεων της αριστεράς (ανάμεσα στα οποία και το ΚΚΕ) έχουν παίξει σοβαρό αρνητικό ρόλο στα προβλήματα που έχει σήμερα το λαϊκό κίνημα. Μια αντίληψη – φυσικό επακόλουθο της κυρίαρχης στην αριστερά άποψης ότι ό σοσιαλισμός θα έρθει ειρηνικά, μέσω του κοινοβουλευτικού δρόμου.
Πράγματι, εδώ και καιρό, γίνεται μια σταθερή προσπάθεια μιας ουσιαστικής προσέγγισης των δύο οργανώσεων. Η οργάνωσή μας πήρε την πρωτοβουλία να απευθύνει ανοιχτό κάλεσμα δημιουργίας ενός μόνιμου εργαλείου κοινής δράσης με ένα πολιτικό πλαίσιο αντίστασης στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα και στην καπιταλιστική επίθεση και αντίθεσης σε κοινοβουλευτικές αυταπάτες, σε κυβερνητισμούς και σε συνδιαχειριστικές λογικές. Στην πρότασή μας ανταποκρίθηκε θετικά το Μ-Λ ΚΚΕ και από τότε είμαστε από κοινού στη διαδικασία συγκρότησης αυτού του εργαλείου. Εχουν γίνει κάποια βήματα, τα οποία είναι μικρά αλλά υπαρκτά. Ούτε, ασφαλώς, είναι δυνατόν διαφορές που έχουν παγιωθεί στο πέρασμα των χρόνων να ξεπεραστούν με μια απλή συνυπογραφή. Το βασικό στοίχημα –κατά τη δική μας προσέγγιση- είναι η ενεργητική συμμετοχή στο εργαλείο αυτό τόσο καταρχήν των ανθρώπων που το παρακολουθούν (αλλά έχουν ακόμα τις επιφυλάξεις τους) όσο και ενός ευρύτερου δυναμικού, το οποίο ακόμα δεν έχει έρθει σε επαφή με την ΠΑΑΣ. Εκτιμάμε ότι το δυναμικό που συμφωνεί με το πολιτικό πλαίσιο της ΠΑΑΣ είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που τώρα κινείται μαζί της. Αρκεί και μεις να αντιμετωπίσουμε το εγχείρημα με σοβαρότητα, να δώσουμε πραγματικό βήμα συμμετοχής και συνδιαμόρφωσης της φυσιογνωμίας της ΠΑΑΣ (ή όπως ονομαστεί όταν ολοκληρωθεί ο πρώτος κύκλος διεργασιών) στο δυναμικό αυτό.
Για το ΚΚΕ τώρα: Θα παρακάμψω τα κεφάλαια διαφωνίας με τις αναλύσεις και τη στάση του ΚΚΕ. Νομίζω ότι δεν είναι αυτή η ερώτηση. Ετσι κι αλλιώς, η οργάνωσή μας έχει τοποθετηθεί αναλυτικά πάνω στις Θέσεις του ΚΚΕ για το συνέδριό του, παρουσιάζοντας και τις δικές της θέσεις σε μια σειρά ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα (http://kkeml.blogspot.gr/2013/02/19.html και http://kkeml.blogspot.gr/2013/01/19.html). Πάντως, είναι φανερό ότι για να υπάρξει οποιαδήποτε προσέγγιση (και δεν εννοώ βέβαια την εκλογική, η οποία δεν έχει καμία βάση ως ενδεχόμενο), πρέπει να έχουν παρουσιαστεί πολιτικές – ιδεολογικές συγκλίσεις. Και αν αυτό κρίνεται μία φορά σε επίπεδο γραπτών, κρίνεται δέκα φορές στο επίπεδο της καθημερινής ταξικής πάλης. Σε αυτό το επίπεδο, λοιπόν, εμείς δεν έχουμε αναστολές στην επιδίωξη κοινής δράσης με δυνάμεις που θεωρούμε ρεφορμιστικές. Οποιος μας έχει ζήσει σε χώρους δουλειάς, σε χώρους σπουδών και σε γειτονιές, το γνωρίζει καλά. Από την άλλη, το ΚΚΕ θεωρεί «εντός του πλαισίου του κομμουνιστικού κινήματος» τις διαφορετικές προσεγγίσεις του με το λεγόμενο ΚΚ Κίνας, με το ΑΚΕΛ και με άλλους… ούλτρα κομμουνιστές, αλλά αποφεύγει με ακραίο τρόπο την οποιαδήποτε κοινή δράση με το ΚΚΕ(μ-λ) στο τελευταίο πρωτοβάθμιο σωματείο. Μάλλον, κάτι θα σημαίνει αυτό για τις πραγματικές πολιτικές επιλογές και κατευθύνσεις του… Σε κάθε περίπτωση αυτούς τους παραλογισμούς ας τους κοιτάξει το ΚΚΕ, που το αφορούν.
Κλείνοντας την απάντηση αυτή θέλω να πω το εξής. Είμαστε μπροστά σε πολύ κρίσιμες εξελίξεις. Ο αντίπαλος είναι σε βαθιά κρίση και επιβιώνει πάνω στα πτώματα δικαιωμάτων, λαών, εργατών, νέων. Πάνω στα ερείπια ολόκληρων χωρών. Τα σωματεία είναι διαλυμένα – ποτισμένα για δεκαετίες στη λογική της ταξικής συνεργασίας και της συνδιοίκησης. Η αριστερά, θα έλεγα, έχει τα χάλια της. Η κατάσταση αυτή δεν επιτρέπει αυτοδιαφημίσεις, βαυκαλισμούς και φυγή σε καταφύγια επάρκειας και εικονικής πραγματικότητας. Η κατάσταση αυτή πιέζει στην κατεύθυνση ενότητας και πάλης. Κοινής δράσης ενάντια στον αντίπαλο και ταυτόχρονου ανοίγματος της αντιπαράθεσης στα ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα στο εσωτερικό του κινήματος.

3) Το ΚΚΕ(μ-λ) παλιότερα είχε μετάσχει σε μετωπικά εκλογικά σχήματα του χώρου που ονομάζουμε εξωκοινοβουλευτική αριστερά, όπως η Μαχόμενη Αριστερά. Ποια είναι τα κριτήρια εκλογικής σύμπραξης σήμερα για το κόμμα και ποια τα κριτήρια σύμπραξης σε αγώνες εργατικούς, οικολογικούς, εδαφικούς, και συνδικαλιστικούς;

Το ΚΚΕ(μ-λ) έχει στο παρελθόν κατ’ επανάληψη συμμετάσχει σε μετωπικά εκλογικά σχήματα, κάποια από τα οποία ήταν κάτι παραπάνω από εκλογικά σχήματα και διατηρήθηκαν για χρόνια (όπως η Μαχόμενη Αριστερά). Ηταν η εποχή που για να καλεστεί μια κοινή πορεία της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς με ένα κεντρικό κοινό σύνθημα για ένα ζήτημα επικαιρότητας, αρκούσαν τρία τηλεφωνήματα και δέκα λεπτά συνεννοήσεων. Από τότε, δυστυχώς, έχουν αλλάξει πολλά. Τα τελευταία χρόνια, οι ιδεολογικές και πολιτικές αποστάσεις έχουν μεγαλώσει και –αντίθετα, ίσως, με το αναμενόμενο- η κρίση μας έχει πάει πιο μακριά. Δηλαδή, αυτή η αρνητική εξέλιξη παγιοποιήθηκε από την έναρξη της κρίσης, όταν μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς συνέπραξε πάνω στη γνωστή (κατά την άποψή μας αιωρούμενη ανάμεσα στην απογείωση και τον καθαρό ρεφορμισμό) πλατφόρμα γύρω από το ευρώ, τις εθνικοποιήσεις τραπεζών, την αναδιανομή του πλούτου, την ΕΛΕ και (πάνω από όλα) την ανατροπή της κυβέρνησης. Η πλατφόρμα αυτή μπερδεύει την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και κρατάει από τη λογική του ειρηνικού περάσματος. Κατά την άποψή μας καταλήγει σε κυβερνητισμό. Τα πράγματα χειροτέρεψαν ακόμα περισσότερο με βάση την αχαρακτήριστη (και να με συμπαθάτε, το λέω κυριολεκτικά, αποφεύγω, δηλαδή να την χαρακτηρίσω) στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στις πλατείες αλλά και την ακραία αντισυντροφική στάση της απέναντί μας. Είναι γνωστά αυτά και δε θέλω να επεκταθώ.
Με βάση τα παραπάνω, δε δείχνει σήμερα να διαμορφώνεται ένα κλίμα ιδεολογικής ή πολιτικής μας προσέγγισης με δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Παρόλα αυτά, δεν υποτιμάμε ότι οι συνθήκες είναι πιεστικές, ότι πιθανόν πολλά πράγματα να αλλάξουν σε όλους τους φορείς το επόμενο διάστημα και, άρα, ότι νέες συγκλίσεις και αποκλίσεις είναι πιθανές.
Ιδιαίτερα, σε σχέση με τη σύμπραξη στους αγώνες: Η οργάνωσή μας έχει σημαία της την κοινή δράση. Όπως σας είπα και στην προηγούμενη ερώτηση πιστεύουμε ότι ακόμα και αν περπατάμε χώρια, πρέπει να χτυπάμε μαζί με άλλες δυνάμεις του κινήματος. Η στάση μας αυτή φτάνει μέχρι και τη συμμετοχή μας σε κοινά σχήματα με άλλες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς σε κάποια πρωτοβάθμια σωματεία, αν και στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων έχουμε την ιδιαίτερη δική μας συγκρότηση. Όπως και νάχει, αυτά που προσπαθούμε να διασφαλίσουμε (τα κριτήρια που λέτε) τόσο κατά το ξεδίπλωμα ενός αγώνα όσο και κατά την κοινή με άλλους έκφραση σε εργασιακούς χώρους ή γειτονιές είναι:
Να ενισχύεται η κινηματική κατεύθυνση.
Να προβάλλεται η σημασία δεσίματος του ταξικού αγώνα με τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Να μπαίνει φραγμός σε λογικές συνδιαχείρισης, συνδιοίκησης και προτασεολογίας προς το σύστημα.
Να διευκολύνεται η συμμετοχή ενός δυναμικού και η πολιτική αντιπαράθεση σε ανοιχτές διαδικασίες.

4) Επειδή κανείς δεν είναι αλάνθαστος, θα θέλαμε να μας πείτε ποια είναι (εάν υπάρχουν) τα σοβαρότερα πολιτικά λάθη που έκανε το ΚΚΕ (μ-λ) στη διάρκεια της ύπαρξής του και πώς αυτά έχουν επηρεάσει (αν έχουν επηρεάσει) τη δράση ή τη δυναμική του, σε σχέση με τις πολιτικές εξελίξεις την τελευταία τριετία.

Σαφώς και υπάρχουν λάθη και αδυναμίες. Δεν είμαστε από κείνους που για τις δικές μας ανεπάρκειες φταίει ο αντίπαλος (το σύστημα δηλαδή) ή «ο λαός που δεν καταλαβαίνει». Μια αντίληψη, παρεπιπτόντως, στην οποία συγκλίνουν τελευταία (ανομολόγητα ή καθαρά) το σύνολο των πέρα του συστήματος δυνάμεων.
Ας ξεκινήσουμε με τις ολιγωρίες και τις καθυστερήσεις. Ενώ, λοιπόν, η οργάνωσή μας έχει κάνει μια σοβαρή δουλειά πάνω στο ζήτημα της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ενωση (μια δουλειά που αποτυπώθηκε στο βιβλίο «Η Αριστερά απέναντι τον εαυτό της και στην τελευταία συνδιάσκεψη), έχει καθυστερήσει σε τρία βασικά κεφάλαια:
Στην αποτίμηση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος (και του μ-λ κινήματος στη συνέχεια) για το οποίο έχει παραμείνει στη δουλειά που είχε γίνει από την παλιά οργάνωση (πριν το 81). Η δουλειά αυτή ήταν σοβαρή αλλά χρειάζεται να την ξαναδούμε.
Στην προβολή της προσφοράς της Κινέζικης Επανάστασης αλλά και απολογισμό της, στη συνολική αποτίμηση, δηλαδή της προσφοράς αλλά και των αδυναμιών της.
Στην εμβάθυνση της ταξικής ανάλυσης της ελληνικής κοινωνίας και στις αλλαγές που έχουν συντελεστεί τόσο μετά την είσοδο στην ΕΕ όσο και στα αποτελέσματα που θα έχει στον τομέα αυτό η ένταση της καπιταλιστικής κρίσης και το βάθεμα της εξάρτησης. Είναι, βέβαια, φανερό ότι για να γίνει μια τέτοια δουλειά απαιτούνται μέτρα μεγαλύτερα από τα δικά μας, αλλά παρόλα αυτά είμαστε νομίζω σε θέση να προχωρήσουμε ένα βήμα στον τομέα αυτό. Την περίοδο αυτή, είναι σε εξέλιξη μια δουλειά στην κατεύθυνση αυτήν.
Το σοβαρότερο λάθος, νομίζω, που έχουμε κάνει (και μάλιστα με σχετικά… σταθερό και μόνιμο τρόπο, χωρίς υπερβολή, τις δύο τελευταίες δεκαετίες) είναι ότι κάτω από την πίεση να στηριχτεί το κίνημα και η έξοδος των μαζών στο προσκήνιο, υποταχθήκαμε σε έναν –θα τον έλεγα- κινηματισμό και υποβαθμίζαμε την ανάγκη προβολής της ιδιαίτερης (κόκκινης) άποψής μας. Εχει την εξήγησή το, βέβαια. Μην ξεχνάμε ότι τα προηγούμενα χρόνια δεν ήταν όπως η τελευταία διετία. Μπορεί να περνούσαν και δύο χρόνια χωρίς γενική απεργία, ενώ μια διαδήλωση των δέκα χιλιάδων θεωρούνταν μαζική. Οι μαζικές αντιπολεμικές διαδηλώσεις ή η απεργία ενάντια στο νόμο Γιαννίτση αποτελούσαν ξεκομμένες στιγμές. Με άλλα λόγια, οι πιέσεις να παραχθούν κινηματικά γεγονότα ήταν μεγάλες για όποιον την πόναγε την κατάσταση και ενδιαφερόταν για κάτι πιο ουσιαστικό από την αναπαραγωγή του εαυτού του. Σε κάθε περίπωση, όμως, η αντίληψή μας αυτή ήταν μια στρέβλωση (μια μονομερής ερμηνεία) της απόλυτα σωστής μ-λ θέσης «να υπηρετούμε το λαό» στην οποία πιστεύουμε φανατικά και αποτελεί στοιχείο της φυσιογνωμίας μας. Και ενώ μπορεί κάποιος να το θεωρήσει ως θετικό στοιχείο «αυτοθυσίας προς τις ανάγκες του κινήματος», τελικά δε βοήθησε ούτε την οργάνωσή μας ούτε το ίδιο το κίνημα, ακριβώς γιατί είναι ανισόρροπη και μονομερής.
Το δεύτερο σοβαρό λάθος (ή ίσως πιο σωστά αδυναμία) ήταν ότι πολλές φορές κάναμε κεντρική πολιτική παρέμβαση σε εργασιακούς χώρους. Εκεί όμως δεν αρκούν οι γενικές πολιτικές αρχές. Θέλει εξειδίκευση, εκλαΐκευση, ιεράρχηση στόχων. Σε αυτόν τον τομέα, πάντως, πιστεύω ότι βελτιωνόμαστε σημαντικά.
Από κει και πέρα υπάρχουν μια σειρά ζητήματα απολογισμών, αυτοκριτικών και αποτιμήσεων, τα οποία αποτελούν τμήμα της εσωτερικής διαδικασίας που διεξάγεται μόνιμα σε κάθε οργάνωση και δεν μπορούν να διατυπωθούν όσο δεν αποτελούν επίσημα ντοκουμέντα.
Για να κλείσω, πάντως με μια… αυτοδιαφήμιση: Όπως και να το σκεφτώ, νομίζω ότι η οργάνωσή μας δεν έχει διαπράξει ούτε κάποια χοντρή γκάφα σε επίπεδο πολιτικών εκτιμήσεων – αναλύσεων ούτε και έχει χρεωθεί κάποια «σελίδα ντροπής» στην παρέμβασή της στο κίνημα. Για το πρώτο, θα έλεγα ότι αποδεικνύει ότι η θεώρηση του μαρξισμού – λενινισμού αποτελεί μια σταθερή βάση που μπορεί να σου παρέχει τα βασικά εργαλεία για να εξηγήσεις της πραγματικότητα και για να ιεραρχήσεις μέτωπα πάλης. Για το δεύτερο, ότι, τουλάχιστον, είμαστε υπερήφανοι ότι σε αυτή την πορεία δεκαετιών μείναμε σταθερά στην από δω όχθη, δεν κλείσαμε ποτέ το μάτι στο σύστημα και δεν «ψαρώσαμε» ποτέ στις «αλήθειες» του…

5) Πως βλέπει το ΚΚΕ(μ-λ) τις τελευταίες εξελίξεις στον χώρο της παιδείας ,αλλά και τiς αντιδράσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας και νεολαίας;

Στην εκπαίδευση, όπως και σε όλη την κοινωνία, συντελούνται τεράστιες αντιδραστικές αναπροσαρμογές. Τα μέτρα είναι πολλά. Απόσυρση του κράτους από μια σειρά υποχρεώσεις παροχής δωρεάν παιδείας (μετακινήσεις μαθητών, βιβλία, σίτιση και στέγαση), συγχωνεύσεις και κλεισίματα, νέοι εξεταστικοί φραγμοί, φτώχεια και διάλυση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, αξιολόγηση των πάντων, παράταση ωραρίου τους, μετακινήσεις παντού, νέο πειθαρχικό πλαίσιο και δεκάδες άλλα!
Μέσα σε δύο προτάσεις, θα έλεγα, ότι στόχοι τους είναι: σε σχέση με τη νεολαία, ο αποκλεισμός της συντριπτικής πλειοψηφίας των νέων από την εκπαιδευτική διαδικασία και η αντιστοίχιση της διαδικασίας αυτής στο φθηνό και ευέλικτο εργαζόμενο της (όποιας) παραγωγής. Σε σχέση με τους εκπαιδευτικούς, η αντιστοίχιση της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων του ιδιωτικού τομέα στον εκπαιδευτικό χώρο και η αποτελεσματική στράτευσή τους στον «κανονικό» τους ρόλο, αυτόν του τελικού ιμάντα μεταβίβασης της πολιτικής του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού απέναντι στο τελικό θύμα, δηλαδή τους μαθητές.
Πριν μερικά χρόνια, ένα μόνο από αυτά τα μέτρα θα ήταν ικανό, αν όχι να δημιουργήσει αγωνιστικά ξεσπάσματα, σίγουρα – τουλάχιστον- θα οδηγούσε τη συνδικαλιστική ηγεσία να καμώνεται ότι βρυχάται έστω και λίγο, για να ανταποκριθεί στο ρόλο διαμεσολάβησης και παζαριού που είχε αναλάβει.
Ωστόσο, τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Από τη μία, ο ρόλος της προηγούμενης περιόδου βρίσκεται στον αέρα κι έτσι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες έχουν σαφή κρίση ρόλου. Από την άλλη –και όσο κι αν αυτό μπερδεύεται από τη διαλυτική δουλειά των ΟΛΜΕ, ΔΟΕ- το κλίμα είναι στην πραγματικότητα εκρηκτικό και κανείς δεν ξέρει ποια σπίθα θα ανάψει τη φωτιά, η οποία όταν ανάψει, κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει πώς θα εξελιχθεί.
Από την άλλη, ο χώρος της εκπαίδευσης δείχνει ανάγλυφα τα προβλήματα της αριστεράς. Είναι ένας χώρος που στους περισσότερους τομείς (φοιτητές, δάσκαλους και καθηγητές), η αριστερά έχει σημαντικές δυνάμεις. Ελέγχει (στις διάφορες εκφράσεις της) δεκάδες πρωτοβάθμια σωματεία και συλλόγους. Και ταυτόχρονα δείχνει ότι ακριβώς τα ιδιαίτερα ρεφορμιστικά χαρακτηριστικά της αριστεράς αυτής την κάνουν σήμερα να έρχεται αντιμέτωπη με ό,τι αυτή θέρισε τα προηγούμενα χρόνια: η κοινοβουλευτικοποίηση των σωματείων, η υποταγή σε λογικές συνδιοίκησης και συνδιαχείρισης, το βάρος στα παζάρια στις ομοσπονδίες οδήγησαν στις άμαζες συνελεύσεις και σε μια διαλυτική συνδικαλιστική κατάσταση σήμερα. Σχεδόν καμία μαζική συνέλευση δεν έχει γίνει τα τελευταία δύο χρόνια σε δασκάλους και καθηγητές!
Παρόλα αυτά, το μέλλον είναι μπροστά! Αρκεί να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας και να κινηθούμε κόντρα στην ηττοπάθεια. Κατά την άποψή μας, οι δυνάμεις του κινήματος πρέπει να κινηθούν για τη συγκρότηση των εκπαιδευτικών στην κατεύθυνση προετοιμασίας μιας μεγάλης κεντρικής μάχης που κινείται στους παρακάτω περίπου άξονες:
· ­ Ανατροπή των μνημονίων, Αντίσταση στην εργασιακή και κοινωνική βαρβαρότητα που επιβάλλουν ΕΕ - ΔΝΤ - κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις τους.
· ­ Δημόσια Δωρεάν Παιδεία για όλους. Όχι στην εκπαίδευση των μνημονίων, της φτώχειας, της υποταγής και των ταξικών φραγμών - Oύτε ένα ευρώ από την τσέπη των γονιών.
· ­ Όχι στην αξιολόγηση - να αποσυρθεί το ΠΔ - Ανατροπή του νόμου για το νέο μισθολόγιο - φτωχολόγιο. Όχι στις απολύσεις, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και τη φοροληστεία. Μόνιμη και σταθερή δουλειά με δικαιώματα για όλους. Ζωή με αξιοπρέπεια και δικαιώματα για όλους σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα!
· ­ Κάτω τα χέρια από τις απεργίες, τις πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες.
Η συγκρότηση αυτή πρέπει να γίνει με κάθε δυνατό τρόπο. Αν τα ΔΣ των σωματείων δε θέλουν, θα πρέπει να συγκροτηθούν επιτροπές αγώνα. Αν η ΟΛΜΕ δε θέλει, θα πρέπει να συντονίζονται πρωτοβάθμια σωματεία. Η μάχη αυτή δεν μπορεί παρά να έχει τη διαδήλωση και την απεργία ως βασικές μορφές. Ταυτόχρονα, το παραμύθι των καταστατικών των Ομοσπονδιών που «εγγυώνται» σχεδόν ότι δεν πρόκειται να γίνει ποτέ απεργία (στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση κηρύσσει απεργία μόνο το ΔΣ της ΔΟΕ, ενώ στη δευτεροβάθμια, κηρύσσεται απεργία αν υποστηριχτεί σε συνέλευση προέδρων από το 50% των ΕΛΜΕ και το 66% των ψήφων των ΕΛΜΕ στο τελευταίο συνέδριο!) πρέπει να αρχίζει να τίθεται υπό αμφισβήτηση. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να πάμε όπως πηγαίναμε και είναι μεγάλη η περίπτωση να πρέπει δοκιμαστούν και «ανορθόδοξες» κινήσεις στο βαθμό ασφαλώς που έχουν ή έστω διευκολύνουν τη μαζική συμμετοχή των εκπαιδευτικών. Αλλιώς, θα συνεχίσει και η Αριστερά να κλαίγεται για τη δυσκολία της περιόδου και για τον «υποταγμένο κόσμο» που της έλαχε… Και να συμβάλει –με αυτόν τον τρόπο- στο φαύλο κύκλο της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής αποσυγκρότησης του κινήματος.

6) Ποιες είναι οι εκτιμήσεις σας και η στρατηγική σας απέναντι στον εκφασισμό τόσο της ελληνικής κοινωνίας όσο και της επιβολής της εξουσίας;

Καταρχήν δε θα χρησιμοποιούσα την έκφραση «εκφασισμός της κοινωνίας». Αυτό που συμβαίνει νομίζω είναι ότι το ξεθεμελίωμα των μεσοστρωμάτων παράλληλα με τη φασιστικοποίηση της πολιτικής του συστήματος έχει «απελευθερώσει» μια σειρά φασιστικές τάσεις που φιλοξενούνταν στο χώρο της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Διαφορετικά όμως (και πιο ανησυχητικά) είναι τα πράγματα στη νεολαία, όπου η ΧΑ συσπειρώνει ενεργητικά ή έχει την ανοχή από μεγάλα τμήματά της. Πρέπει πάντως να σημειώσω ότι σε τέτοιες καταιγιστικές περιόδους, οι μεταβολές είναι αντίστοιχα καταιγιστικές. Μέχρι το 2008, ηγεμονική (μην πω μόνη) δύναμη στη μαθητική νεολαία ήταν η ΚΝΕ. Η οποία εξαφανίστηκε μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, όταν πήρε κεφάλι η αναρχία. Και φτάσαμε σήμερα σε αυτήν την πραγματικότητα με την άθλια εικόνα της επιρροής των εγκληματιών ναζήδων. Το πόσο γρήγορα θα αποκαθηλωθούν σχετίζεται με το πόσο η αριστερά θα μπορέσει να ανοίξει δρόμους αλλά και με το κομβικό ζήτημα που έχει να κάνει με το φασισμό, ζήτημα που αφορά όλη την κοινωνία: Ποια κοινωνικά συμφέροντα, δηλαδή, θα επιδιώξει και θα μπορούσε να εκφράσει.
Οσοι μιλάνε για Βαϊμάρη κάνουν σοβαρό λάθος. Όχι μόνο γιατί τα ιστορικά γεγονότα δεν επαναλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο κάθε φορά. Αλλά και γιατί δεν μπορεί να συγκριθεί μια ιμπεριαλιστική χώρα που ένιωθε ότι «δε χωρούσε» στον καταγεγραμμένο συσχετισμό και κάτω από τη φιλοδοξία του κεφαλαίου, έδωσε το εισιτήριο στους ναζί για να υποτάξουν (αυτοί ως η πολιτική έκφραση του γερμανικού ιμπεριαλισμού) όλον τον κόσμο. Και άλλο μια εξαρτημένη χώρα σε διαδικασία υποβιβασμού με μια αστική τάξη που δεν έχει τμήματα ανεξάρτητα και ούτε μπορεί να φιλοδοξήσει (σε αυτή τη φάση) σε «κόκκινες μηλιές» και διάφορους επεκτατισμούς. Και το λέω αυτό με δεδομένο ότι οι φασίστες δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να υπάρξουν έξω από τους σχεδιασμούς του συστήματος. Αλλά και ότι κανένα κόμμα δεν μπορεί να υπάρξει (μακρόχρονα) έξω από αναφορά-έκφραση ταξικών συμφερόντων.
Αρα, μένει ένα επικίνδυνο σενάριο. Ότι θα επιδιώξουν την έκφραση συμφερόντων στρωμάτων μικροεπαγγελματιών, στους οποίους θα παρέχουν (μέσω των δουλεμπορικών γραφείων που στήνουν) σύγχρονους σκλάβους υπό την επιτήρηση του παρακρατικού μηχανισμού τους, που θα βεβαιώνει ότι τίποτα δε θα κουνιέται και ότι κάθε προσπάθεια συνδικαλιστικής οργάνωσης θα πατάσσεται. Μαζί με στρώματα λούμπεν (νύχτα, προστασία, σωματεμπορία, πρέζα), που μπορεί να μη συνιστούν τάξη, αλλά σε περιόδους κοινωνικής ερήμωσης διογκώνονται και δυναμώνουν παρά το κράτος.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, το κλειδί το έχει η αριστερά. Και το γεγονός ότι για ένα τμήμα της νεολαίας, η ΧΑ φαντάζει αντισυστημική επιλογή, έχει να κάνει με τη βαθιά ενσωμάτωση της αριστεράς και την εικόνα ότι και αυτή «έχει λερώσει τα χέρια της»
Όπως καταλαβαίνετε, θεωρούμε ότι η αντίσταση στο φασισμό είναι τμήμα του αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση και την ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα. Αλλα, για να μην παρεξηγηθούμε: δεν το λέμε για να χαώσουμε τόσο το ζήτημα ώστε να τη «γλιτώσουμε» από τα καθήκοντα και επί του συγκεκριμένου. Πρέπει να γίνονται αντιφασιστικές κοινές δράσεις, πρέπει να υπάρχουν διαδηλώσεις όπου προκύπτουν ζητήματα αλλά πρέπει να έχουμε καθαρά δύο πράγματα: το ένα είναι ότι δε γίνεται αντιφασιστικός αγώνας με το Βενιζέλο και τον Καμίνη. Και το δεύτερο ότι το κρίσιμο ζήτημα είναι η πολιτική μάχη, η πολιτική αποκάλυψη του φασισμού στα μάτια του λαού και της νεολαίας. Δεν υποτιμάμε και το οργανωτικό ζήτημα αλλά θεωρούμε ότι αυτό αφορά την περιφρούρηση των διαδικασιών του κινήματος και όχι το επιθετικό σαφάρι εύρεσης των στεκιών των φασιστών στις γειτονιές. Και κάτι τελευταίο. Πρέπει ο κόσμος του κινήματος να μην έχει αυταπάτες. Η αντίθεση στο φασισμό είναι αντίθεση στο αστικό κράτος που τον γεννάει και τον ταΐζει. Δεν μπορεί να ζητάς από αυτό το κράτος «να κλείσει τα γραφεία της Χρυσής Αυγής». Η πρόσφατη δίκη – παρωδία του Κασιδιάρη λέει πολλά τόσο για τη σχέση του κράτους με τους φασίστες όσο και για τη σημερινή επιλογή του συστήματος να χαϊδεύει και να στηρίζει το φασισμό που –αντίστοιχα- στηρίζει το σύστημα…

7) Πώς κρίνετε τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών και γιατί πιστεύετε ότι εξαφανίστηκε από τον ιταλικό πολιτικό εκλογικό χάρτη η αριστερά;

Μετά τις ιταλικές εκλογές, γράφτηκε στην Προλεταριακή Σημαία ένα άρθρο, που είχε έναν εύστοχο τίτλο. Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Μάο «κοινωνική αναταραχή – θαυμάσια κατάσταση» έγραφε γιε την Ιταλία «κοινωνική αναταραχή – απογοητευτική κατάσταση»! Να ξεκαθαρίσω κάτι. Η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα. Είναι η Τρίτη ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία με σαφές ειδικό πολιτικό και οικονομικό βάρος στις εξελίξεις στην ΕΕ. Χωρίς, νομίζω, να είναι μακριά από την σημερινή πραγματικότητα ο γνωστός χαρακτηρισμός του Γκράμσι για «κουρελή ιμπεριαλισμό».
Με την παραπάνω έννοια, οι πιέσεις του Γερμανικού ιμπεριαλισμού για πιο κυρίαρχο ρόλο του στην ΕΕ, οξύνει τις αντιφάσεις και αντιθέσεις ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες στο εσωτερικό της. Και η (ομόφωνη από τις διάφορες αστικές τάσεις στην Ιταλία) ένταση της επίθεσης απέναντι στον ιταλικό λαό και την εργατική τάξη οξύνει παραπέρα τους τριγμούς στο πολιτικό εποικοδόμημα της Ιταλίας.
Μέσα σε αυτές τις εκρηκτικές συνθήκες αποτελεί ένα πραγματικά θλιβερό (αλλά και αποκαλυπτικό άρα χρήσιμο) στοιχείο, η αδυναμία του λαϊκού παράγοντα να βγει μπροστά και να παρέμβει με έναν σχετικά αυτοτελή τρόπο στις εξελίξεις. Το εντυπωσιακό είναι ότι στην Ιταλία αλλά ακόμα και στη χώρα μας υπήρξαν φωνές που ούτε λίγο ούτε πολύ είδαν ας πούμε με καλό μάτι τα ποσοστά του Γκρίλο, ως μια ένδειξη αμφισβήτησης του κυρίαρχου πολιτικού σκηνικού. Το να φτάνει κανένας όμως σε τέτοια επίπεδα απελπισίας και να πιάνεται από τα μαλλιά του δεν αποτελεί θετικό σημάδι. Είναι άλλο να εξηγεί κανένας την πραγματικότητα και άλλο να την ξεχειλώνει για να νιώθει ότι κολυμπάει μέσα σε αυτήν. Ενώ και η κατάσταση της «Επανίδρυσης» αποδεικνύει ότι οι κινήσεις προσαρμογής και η προσπάθεια προβολής ενός «σύγχρονου»… ρεφορμιστικού προγράμματος οδηγεί στο ίδιο τέλος.
Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι η Μέκκα του ρεφορμισμού (η Ιταλία) πληρώνει με τραγικό τρόπο ακριβώς αυτήν την κυριαρχία στο κίνημα. Η πιο καθαρή εκδοχή της ταξικής συνεργασίας και του κυβερνητισμού (μιλάω για τον πάλαι ποτέ ευρωκομμουνισμό) οδήγησε στη μαζική διάλυση συνειδήσεων σε μια χώρα, μάλιστα, με ισχυρή κινηματική παράδοση στο πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα. Η Ιταλία είναι ένα ακόμα καθαρό παράδειγμα για τα καθήκοντα των αριστερών ανθρώπων να έρθουν αντιμέτωποι με την πολιτική ιστορία της αριστεράς, στην οποία κυριάρχησε η τάση «κατάκτησης του καπιταλισμού για να τον αλλάξουμε» (στο όνομα υποτίθεται του εφικτού), για να καταλήξει στο εφικτό της συντριβής της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής συγκρότησης του λαού και της εργατικής τάξης.


Ευχαριστούμε πολύ τον κο Πάνο Χουντή που μας έδωσε αυτή την συνέντευξη.
K.K.4ever
http://kke4ever.blogspot.com/
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου