Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Το τίμημα του αγώνα και το αβάσταχτο κόστος της λευκής απεργίας


Ένα πολύ δυνατό κείμενο

απο την προλεταριακή σημαία










Ο λαός μας ζει έναν εφιάλτη. Όσο ο εφιάλτης γίνεται πιο τρομακτικός, όσο βυθίζεται σ’ αυτόν, όσο μουδιάζουν τα πόδια ανήμπορα να τρέξουν να ξεφύγουν από το κακό του ονείρου, τόσο νομίζει κανείς πως το ξημέρωμα δεν έρχεται και η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα. Πολλοί νομίζουν πως αν συνεχίσουν να κρατούν τα μάτια τους κλειστά, ο εφιάλτης θα δώσει τη θέση του σε ένα καλό όνειρο.
Μπροστά στον πάνοπλο εχθρό πολλοί νομίζουν πως θα πολεμήσουν με κλειστά τα μάτια. Η λευκή απεργία που προτείνεται ως πρόταση δράσης στο δημόσιο τομέα (στον ιδιωτικό ακούγεται το λιγότερο αστεία) κουβαλάει όλα τα ιδεολογήματα και τις πρακτικές του παρελθόντος που μας οδήγησαν στο τραγικό παρόν. Όμως, αν θέλουμε να ονειρευόμαστε ένα άλλο μέλλον, πρέπει να αποτινάξουμε από τις πλάτες μας όλη την παλιά σκουριά που τις βαραίνει. 


Κάθε φορά που κάποιοι εισηγούνται τη λευκή απεργία δεν ξεχνούν να υποστηρίξουν πως η απεργία και η διαδήλωση δεν έχουν αποτέλεσμα. «Τι νόημα έχει άλλη μια περιφορά στους δρόμους ή άλλη μια απεργία που θα μας κόψει δεκάδες ευρώ;» λένε. Ισχυρίζονται, ακόμη, πως από μια απεργία το κράτος κερδίζει λόγω της περικοπής των μισθών όσων απεργούν. Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί κάθε μικρή ή μεγάλη διαδήλωση πνίγεται στα δακρυγόνα και χτυπιέται ανελέητα; Γιατί κάθε απεργία οποιουδήποτε κλάδου κατασυκοφαντείται, υπονομεύεται ή σέρνεται στα δικαστήρια για να βγει παράνομη και καταχρηστική; Η φράση «δεν αντέχουμε», που συχνά συνοδεύει ως επιχείρημα τη συγκεκριμένη πρόταση, συμπυκνώνει τη δυσκολία της κατάστασης που ο καθένας μας βιώνει αλλά και την αντίληψη πως οι αγώνες είναι εκτός από δύσκολοι και μάταιοι. Η άποψη για τη ματαιότητα των αγώνων δεν είναι δημιούργημα της τελευταίας δύσκολης περιόδου αλλά πολύ παλιά. Η λογική της ανάθεσης επίλυσης των προβλημάτων σε πεφωτισμένες συνδικαλιστικές και πολιτικές ηγεσίες, η λογική της συναλλαγής με το σύστημα και της εισβολής των συνδικαλιστών στη διοίκηση-συνδιοίκηση και η λογική των εποικοδομητικών προτάσεων διαπαιδαγωγούσαν επί δεκαετίες το λαό και τους εργαζόμενους. 

Το καταστάλαγμα αυτών των λογικών στα μυαλά των ανθρώπων οδήγησε σε πρακτικές εύκολων λύσεων. Σήμερα, που τα πράγματα έχουν σφίξει, η ταχύτητα των εξελίξεων σέρνει με ορμή μπροστά από το νέο το παλιό. Έτσι, δεν είναι ανεξήγητο που οι ίδιοι άνθρωποι σε μια ψηφοφορία θέλουν να μπορούν να ψηφίσουν τόσο τις προτάσεις για απεργία διαρκείας όσο και την πρόταση για λευκή απεργία.
Η πρόταση για λευκή απεργία συσκοτίζει την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Την ίδια στιγμή που βομβαρδίζουν με πυρηνικά τη ζωή μας, μερικοί επιχειρούν να κρυφτούν πίσω από το δάχτυλό τους. «Κουβαλούν» αυταπάτες για τα περιθώρια ανοχής του κράτους, δεν κατανοούν πως ο εργαζόμενος στο δημόσιο δεν ήταν ποτέ διαφορετικός από αυτόν στον ιδιωτικό τομέα. Νομίζουν πως θα ξεγελάσουν το κράτος και τους μηχανισμούς που διαθέτει, θα τους μπερδέψουν, θα τους βάλουν τρικλοποδιά. 

Θεωρούν πως θα επιστρέψουμε στο πρόσφατο «καλό παρελθόν» χωρίς να κάνουν μεγάλες θυσίες. Πιστεύουν, δηλαδή, πως θα γλιτώσουν από την οικονομική αιμορραγία μιας απεργίας, από την αντιπαράθεση με τις δυνάμεις καταστολής στις διαδηλώσεις, από την προπαγάνδα που στρέφει τη μια κοινωνική ομάδα ενάντια στην άλλη ή από τη δυσμένεια του εκάστοτε διευθυντή ή προϊσταμένου. Οι γονείς δε θα παραπονιούνται πού θα αφήσουν τα παιδιά τους αν οι εκπαιδευτικοί κάνουν λευκή απεργία, λένε. Εθελοτυφλούν.

Η εμπειρία των εργαζομένων στους ΟΤΑ, που μέσω των καταλήψεων νόμιζαν πως θα γλιτώσουν την παρακράτηση του μισθού τους, είναι πολύ πρόσφατη. Τελικά, οι μισθοί περικόπηκαν και οι κινητοποιήσεις υποχώρησαν. Οι δικαστές, κοτζάμ τρίτη εξουσία, απειλήθηκαν με περικοπή μισθού και πειθαρχικές διώξεις αν συνέχιζαν την αποχή από τα καθήκοντα της έδρας. Όλοι γνωρίζουν πως λευκή απεργία οδηγεί αυτόματα σε περικοπή μισθού. Επίσης, είναι παράνομη αφού δεν προβλέπεται από καμία νομοθεσία. Δε θεωρούμε ότι μια μορφή πάλης πρέπει να απορρίπτεται γιατί δε συμβαδίζει με την αστική νομιμότητα, όμως προκαλεί τουλάχιστον το ενδιαφέρον πώς μπορεί να προτείνεται σαν πιο εύκολη λύση μια πρόταση που εξ αρχής συγκρούεται με το νόμο. 

Το σχήμα που κάποιοι έχουν στο μυαλό τους, ότι αν κάνουμε λευκή απεργία θα πηγαίνουμε στη δουλειά μας αλλά δε θα δουλεύουμε, οι εκπαιδευτικοί, π.χ., θα έχουν τα παιδιά στην τάξη ή στην αυλή αλλά δε θα κάνουν μάθημα και οι γονείς δε θα παραπονιούνται, δεν είναι απλά αφελές αλλά επικίνδυνο. Νομίζει πραγματικά κανείς πως η αντιδραστική προπαγάνδα στηρίζεται σε πραγματικές αγωνίες που έχει το σύστημα για όσους ταλαιπωρούνται, όπως λέει, από τις απεργίες και τις διαδηλώσεις; Θεωρούν πραγματικά οι υποστηριχτές της λευκής απεργίας πως η προπαγάνδα των ΜΜΕ θα ατονήσει επειδή θα παίζουμε κρυφτούλι με τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει ένας αγώνας; Το αντίθετο θα συνέβαινε. Οι κραυγές περί τεμπέληδων, ανίκανων, δειλών και ανήθικων θα ήταν πιο υστερικές.
Η λευκή απεργία από τους περισσότερους εργαζόμενους χαρακτηρίζεται ως ανήθικη.

 Δεν είναι μόνο λόγω του ότι θα χρησιμοποιούνταν ως όμηροι οι μαθητές, στις πλάτες των οποίων θα στηνόταν στην εκπαίδευση ένας εικονικός αγώνας, αλλά κυρίως λόγω της λογική που χαρακτηρίζει την πρόταση και της κουτοπονηριάς που κρύβει μέσα της. Η άποψη να μην κοπιάσουμε, να μη ματώσουμε, να κάνουμε το κόλπο ή την εξυπνάδα που θα μας βγάλει στον αφρό, δεν μπορεί να αναπτύξει νικηφόρους αγώνες, δεν μπορεί να έχει προοπτική μπροστά στον πάνοπλο αντίπαλο και φυσικά δεν μπορεί να διαπαιδαγωγεί το λαό και τη νεολαία.
Δεκαετίες έχουν ρημάξει τη σκέψη των εργαζομένων με ιδεολογήματα κενά περιεχομένου, όπως αυτό του δημόσιου λειτουργού (!). Ένα από τα αποτελέσματα της κυριαρχίας των κυβερνητικών δυνάμεων στα συνδικάτα και της ρεφορμιστικής αριστεράς είναι και η αδυναμία να γίνει κατανοητός ο πραγματικός ρόλος του σχολείου καθώς και ποια είναι η σημασία της εκπαιδευτικής διαδικασίας για το σύστημα. Στην πραγματικότητα το σύστημα δεν ενδιαφέρεται αν κάνουν μάθημα τα παιδιά, αν μαθαίνουν γράμματα, πόσο μάλλον αν αναπτύσσουν ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Αρκεί με κάποιο τρόπο να δηλώσουμε πως δεν είμαστε απεργοί, πως η απεργία δεν αποτελεί μέσο πάλης για να ρίξει γέφυρες διαλόγου. Το «δεν συνομιλώ με απεργούς» αποκρυσταλλώνει το τι πραγματικά πιστεύει κάθε κυβέρνηση αυτού του σάπιου συστήματος για τους αγώνες και τις απεργίες.
«Μα γιατί να μη δοκιμάσουμε και τη λευκή απεργία»; αναρωτιούνται διάφοροι. Κατ’ αρχάς, η πρόταση δεν είναι τόσο καινούρια. Τα τελευταία χρόνια, που η επίθεση στα δικαιώματα είναι αχαλίνωτη, τίθεται σε διάφορους χώρους του δημόσιου τομέα. Σιγοντάρεται από συνδικαλιστικές δυνάμεις που πρόσκεινται στο ΠΑΣΟΚ ή στη ΝΔ. Όπου τέθηκε λειτούργησε ανασταλτικά στο ξεδίπλωμα αγώνων. Στοιχείο της πρότασης είναι η ηττοπάθεια. Είναι το καμπανάκι λήξης του ματς πριν την έναρξη του πρώτου γύρου. Ο αναχωρητισμός από τους αγώνες έχει και τη μορφή της λευκής απεργίας Ξεπηδά από την ηττοπάθεια και οδηγεί στην ήττα, πηγάζει από τον ατομισμό και το φόβο μπροστά στα δύσκολα και οδηγεί στη διάλυση και στην απομόνωση, δεν διαπαιδαγωγεί συνειδήσεις με αντοχές αλλά κατασκευάζει ανθρώπους που λυγίζουν στα δύσκολα. Το κόστος της λευκής απεργίας είναι αβάσταχτο!



Το τίμημα του αγώνα

Αν αφουγκραστούμε προσεκτικά την αγανάκτηση του λαού, θα ακούσουμε τους δισταγμούς του. Αν παρατηρήσουμε την οργή του, θα δούμε παραδίπλα το φόβο του. Απαριθμώντας τις απώλειες των δικαιωμάτων, υπολογίζεται και το κόστος του αγώνα. Τίθεται συχνά το ερώτημα: «πώς μπορούμε να κερδίσουμε όσα χάσαμε με το λιγότερο δυνατό κόστος;». Η απάντηση είναι μία και μοναδική, δηλαδή ότι δεν μπορούμε να έχουμε νίκες χωρίς θυσίες.
Σήμερα ο λαός καλείται να αγωνιστεί για τη ζωή του. Το τίμημα ενός τέτοιου αγώνα πώς μπορεί να κοστολογηθεί; Σήμερα καλούμαστε να πράξουμε σπουδαία πράγματα για εμάς και τα παιδιά μας. Για να κερδίσουμε τη ζωή, πρέπει να αλλάξουμε τρόπο ζωής. Για να σταματήσει ο εφιάλτης πρέπει να ανοίξουμε τα μάτια μας. Να δούμε κατάματα την πραγματικότητα, να κονταροχτυπηθούμε με τις δυσκολίες της. Στα δύσκολα προβλήματα δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις.
Το πρόβλημα των μορφών πάλης είναι σοβαρό και πρέπει να μας απασχολεί. Όμως, δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Κάθε νικηφόρος λαϊκός – εργατικός αγώνας είχε ως όπλα την απεργία και τη διαδήλωση. Αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί να προσπεραστεί. Οι άλλες μορφές πάλης που το εργατικό κίνημα έχει υιοθετήσει, από τις καταλήψεις ως τις συμβολικές πράξεις, όχι μόνο δεν ήρθαν ποτέ σε αντιπαράθεση με τη διαδήλωση και την απεργία αλλά αλληλοσυμπληρώνονταν. Όμως καμία μορφή πάλης δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, αν δεν είναι απόφαση όλων όσοι αγωνίζονται, αν δε συσπειρώνει τους εργαζόμενους, αν δεν ευνοεί τις συμμαχίες, αν δεν έχει διάρκεια, αν δε συνοδεύεται με το τι διεκδικεί. Τέλος, κανένας αγώνας δε μπορεί να είναι νικηφόρος χωρίς οργάνωση.

Δυο δρόμο ανοίγονται μπροστά μας. Ή θα υποταχτούμε ή θα αντισταθούμε. Ή θα διαλέξουμε το δρόμο της συντήρησης ή το δρόμο του αγώνα. Κάθε επιλογή έχει θυσίες. Με τον πρώτο δρόμο επιβιώνεις, με τον δεύτερο ζεις. Ο πρώτος είναι σύντομος κι ο δεύτερος μακρύς. Καθένας διαλέγει σε ποια πλευρά θα γείρουν οι κόποι του.

(οι υπογραμμίσεις δικές μου)

Δεν υπάρχουν σχόλια: