Αποσπάσματα ποιημάτων ενός ποιητή επαναστάτη που τόσο έχει καπηλευτεί από πάσης φύσεως αναθεωρητές του μαρξισμού λενινισμού.
«ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΤΣΙΑΜΠΟΥΝΑΝΕ οι άρχοντες περί δημοκρατικής τάξης,/ ανάμεσα μας οι αμίλητοι ζούνε./ Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,/ οι ηγεμόνες δυναμώνουν,/ ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,/ των ανυπόταχτων τα μούτρα τσαλακώνουν./ Ετούτων των αμίλητων το πετσί,/ περίεργα θα 'λεγες είναι φτιαγμένο./Touς φτύνουνε καταπρόσωπο/ κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά τα σάλια./ Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,/ και πού το παράπονο τους να πούνε;/ Απ' του μισθού τα ψίχουλα,/ πώς να αποχωριστούνε;/ Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,/ μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους./ Εί! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!/Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,/άλλο δε μας μένει».
«ΟΤΑΝ ΘΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΩ/ στου φωτεινού σας μέλλοντos την Κεντρική Επιτροπή/ θα 'ρθω, πάνω απ' τη συμμορία της ποίησης/ των πλεονεχτών και σαλταδόρων,/ σείων σα μπολσεβίκικη ταυτότητα κομματική,/τους εκατό τόμους μαζί όλων μου των κομματικών βιβλίων».
«ΚΑΘΩΣ ΛΕΜΕ ΕΜΕΙΣ,/ βαρέλι η ρίμα είναι/ δυναμίτης./ Ο στίχος φιτίλι από δώθε ως πέρα./ Καπνίζει ως το τέλος,/ φωτιά αναδίνει/ κι η πόλη τινάζεται/στροφή στον αέρα.../ Η ποίηση ταξίδι στο άγνωστο είναι./ Η ποίηση είναι κι αυτή εξόρυξη ραδίου./ Για ένα γραμμάριο μοχτείς ένα χρόνο σωστό./ Βγάζεις απ' τα έγκατα/χάρη μιας λέξης,/χιλιάδες τόνους λέξεων ορυχτό».
«ΤΗΝ ΣΚΕΨΗ/ στο πλαδαρό μυαλό μας που ονειρεύεται,/ σαν υπηρέτης λαίμαργος σε καναπέ λιγδιάρικο/ με την καρδιά κουρέλι ματωμένο θα ερεθίσω / χορταστικά χλευαστικός, ξεδιάντροπος και καυστικός./ Ούτε μια γκρίζα τρίχα δεν έχω στην ψυχή,/ μήτε των γηρατειών την στοργή!/ Μέγας ο κόσμος με της φωνή τη δύναμη/ έρχομ' όμορφος,/ στα εικοσιδυό μου χρόνια./ Τρυφεροί μου!/ Αφήστε τον έρωτα στα βιολιά./ Είναι βάρβαρο στα τύμπανα να μένει./ Και δεν μπορείτε να φέρετε τα πάνω κάτω όπως εγώ,/ ώστε να μείνουν μόνο τα χείλη./ Ελάτε να μάθετε-/ απ' το βελούδινο σαλόνι/ του τάγματοε των αρχαγγέλων το πρωτόκολλο/ που ήρεμα τα χείλη ξεφυλλίζει/ oncos η μαγείρισσα το βιβλίο των συνταγών./ Πηγαίνετε/ η σάρκα πάει να με τρελάνει/ κι όπως αλλάζει χρώμα ο ουρανός/ πηγαίνετε-/ θα είμαι άψογα τρυφερός,/ δεν είμαι άντρας εγώ, είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια!/ Πως η ολάνθιστη Νίκαια υπάρχει δεν πιστεύω!/ Και πάλι θα υμνήσω/ τους αραχτούς σαν νοσοκομεία άντρες/και τις φθαρμένες σαν παροιμίες γυναίκες»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου