Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Με αφορμή μια συναυλία των "Μωρών"

Γράφει ο 

ulyanovism
 














“Στα 18 μου χρόνια είχα πάρει μια απόφαση που τη θεωρούσα πολύ σοβαρή σε σχέση με τη μουσική, γιατί για να την πάρω, έπρεπε να κλείσω άλλες διεξόδους όπως του Πανεπιστημίου, που έχουν συνήθως οι νέοι αυτής της ηλικίας. Μ΄ αυτό το πνεύμα έγραψα τους στίχους και τη μουσική του πρώτου δίσκου, “κόβοντας τις γέφυρες” που θα με συνέδεαν μ΄ αυτό που θεωρούνταν ειδικά τότε “κανονική” ζωή, σαν να μην υπάρχει αύριο. Αυτή η αυθεντικότητα και η αφέλεια της ηλικίας μου, των 20 μου χρόνων και η θέληση για την πραγματοποίηση ενός ονείρου χωρίς προηγούμενο, έχει καταγραφεί στον πρώτο δίσκο.”
Στέλιος Σαλβαδόρ

Γεννιόμαστε σα λύκοι και πεθαίνουμε σαν τα σκυλιά.
Αν κάτι απέδειξε η δεκαετία του 1990 είναι η κενότητα των ιδεών και των οραμάτων του συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε. Ενόσω ο καπιταλισμός θριάμβευε και αυτοπαρουσιάζονταν ως το μόνο σύστημα που είναι ικανό να εξασφαλίσει στοιχειώδη επιβίωση ή ακόμα και ευημερία σε όλους, αναδεικνύονταν όλο και πιο πολύ ότι οι “αξίες”, φύλακας των οποίων εμφανίζονταν τόσα χρόνια, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά φούσκες, ψεύτικα λόγια με μόνο στόχο την ανάσχεση του αντίπαλου δέους. Όταν το αντίπαλο δέος έπαψε να υπάρχει, οι εκπρόσωποι του καπιταλισμού εγκατέλειψαν τις “μεγάλες ιδέες” τους. Πατρίς, θρησκεία και οικογένεια μπήκαν στο χρονοντούλαπο μέχρι νεωτέρας (την οποία “νεωτέρα” παρεμπιπτόντως ζούμε σήμερα), τώρα ήταν η ώρα της παγκοσμιοποίησης και η μεγάλη ευκαιρία να βγάλουν όλοι εύκολα χρήμα.
Οι μέχρι τότε ακραιφνείς πατριώτες του εγχώριου συντηρητισμού και της σοσιαλδημοκρατίας μεταμορφώθηκαν εν μία νυκτί σε “παγκοσμιοποιητές” με την ίδια ευκολία που οι “κομμουνιστές” της Μόσχας μεταμορφώθηκαν εν μία νυκτί σε καραμπινάτους καπιταλιστές. Η εθνικιστική φαντασίωση έδειξε τα όριά της το 1991-93 και αυτό βοήθησε στο να εκφραστεί η αμφισβήτηση αυτών που δε χωρούσαν σε μια “άθλια πατρίδα”. Αυτό όμως ήταν μόνο η αφορμή. Δεν ήταν οι παλαιού τύπου μεγάλες εθνικές εξορμήσεις αυτό που έπνιγε τη νεολαία, τουλάχιστον όχι πια. Ήταν η πραγματικότητα που ήρθε να τις αντικαταστήσει, και που όσο γυαλιστερή κι αν παρουσιάζονταν, δεν έχανε ευκαιρία να δείχνει το σαπισμένο της περιεχόμενο.

Ο πρίγκηπας λέει στο ζητιάνο: ζητιάνε μου, του λέει, σ’ αγαπώ.
Αυτή είναι η διαδικασία που συντελέστηκε τη δεκαετία του 1990, αλλά ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 με το θατσερικό “There Is No Alternative”, το οποίο βρήκε στις ανατροπές του 1989-1991 την απόλυτη δικαίωσή του, τουλάχιστον έτσι φαινόταν τότε. Αρχικά αναποδογύρισαν τη μαρξιστική υπόσχεση “από τη διαχείριση ανθρώπων στη διαχείριση πραγμάτων” ισχυριζόμενοι ότι την εκπλήρωσαν οι ίδιοι, με τον ίδιο αέρα που ο Υπουργός Εργασίας της ΝΔ Κ. Λάσκαρης ανακοίνωσε το 1977 ότι θα καταργήσει την πάλη των τάξεων.
Εφόσον πλέον δεν υπάρχουν πολιτικά επίδικα, δεν υπάρχουν πολλοί δρόμοι να διαλέξουμε, ο δρόμος είναι ένας, αυτό που μας μένει είναι να βρούμε τον καλύτερο οδηγό για να μας πάει εκεί που ξέρουμε ότι θέλουμε να πάμε, δηλαδή τον καλύτερο πολιτικό διαχειριστή που θα πραγματώσει την “ισχυρή Ελλάδα”. Κάθε πολιτικός που σέβονταν τον εαυτό του εμφανίζονταν σαν σημαιοφόρος της “κάθαρσης” και η πολιτική περιορίστηκε στην σκανδαλολογία. Η πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση ερμηνεύτηκε σαν γκρίνια που είναι άχρηστη στο βαθμό που δεν καταλήγει σε διαχειριστικές προτάσεις. Αυτό διατυπώθηκε και υποστηρίχτηκε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο και δυστυχώς επηρέασε και επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό ακόμα τον τρόπο που σκέφτεται και η αριστερά.

Υστερία η ζωή μας, βρωμερή και φριχτή χωρίς λόγο, κανένα λόγο… Και φριχτή και πλαστή, σιχαμένη, τρελή, γεμάτη αμηχανία και πόνο.
Μέσα σε όλα αυτά, το ροκ για εμάς ήταν μία όαση σε μια κοινωνία που πλέον δεν ενδιαφερόταν για μεγάλα οράματα, ιδέες και αφηγήσεις. Και εμείς οι ίδιοι δε μπορέσαμε να βρούμε τον εαυτό μας στις μεγάλες αφηγήσεις του παρελθόντος. Όσοι τον βρήκαν απλώς αναμασούσαν φράσεις οι οποίες ο μόνος τρόπος που είχαν για να απαντήσουν τα πραγματικά ζητήματα που έθετε η εποχή, ήταν να μιμούνται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την εμπειρία της εποχής που έκλεινε. Αυτοί που είχαν λόγους να είναι αισιόδοξοι έβλεπαν έναν κόσμο που θριάμβευε. Οι άλλοι έναν κόσμο που κατέρρεε. Όχι τον ανατολικό κόσμο, το δικό τους κόσμο. Η αριστερά έγινε συνώνυμο της απαισιοδοξίας, και αυτό είναι ολοφάνερο στην πορεία που ακολούθησε το πολιτικό τραγούδι: απ’ τη μαχητικότητα και το εμβατηριακό ύφος του Θεοδωράκη στη μαχητική απαισιοδοξία του Άσιμου, με ενδιάμεσες στάσεις στο Μικρούτσικο, το Λοΐζο και τόσους άλλους.
Εναλλακτική διέξοδος τότε σήμαινε φυγή. Φυγή γιατί δεν φαινόταν να υπάρχει άλλος δρόμος σε μια πραγματικότητα που παρόλες τις διακηρύξεις -και τις σημερινές αναχρονιστικές συγκρίσεις- γινόταν όλο και πιο σκληρή για τη μεγάλη πλειοψηφία. Και ήταν οι σοφοί ηγεμόνες, που απ’ τη μια μεριά κάναν την πραγματικότητα αυτή όλο και πιο σκληρή, απ’ την άλλη επέμεναν πεισματικά να καταργήσουν μετά διατάγματος την πολιτική αμφισβήτηση, που κάναν τη φυγή να φαντάζει σαν η μόνη λύση σε έναν κόσμο με μόνη ηθική την κονόμα, νόμο το κέρδος και “άξιους” τους υπάκουους.
Η δεκαετία του ’80, όταν ο λαός μας μόλις είχε συνηθίσει να παίρνει ανάσα από την καταχνιά της χούντας, ήταν αυτή στην οποία το ροκ ρίζωσε πραγματικά στα ελληνικά πράγματα, και το 1990 η δεκαετία που βρήκε το χώρο για να εκφραστεί.

Στείλε αυτό το μήνυμα στο 2000: μη φοβάσαι για ότι έχεις, χόρεψε και κοίτα ίσια μπροστά.
Δεν ήταν αυτή ωστόσο η τομή των ελληνικών ροκ ’90s. Τα τραγούδια των Μωρών δεν ήταν ένας θρήνος για τον κόσμο που χάνεται, ήταν μια κραυγή. Η ροκ μετέδωσε στη νεολαία αυτό που της έλειπε, πνεύμα μαχητικό και μια αισιοδοξία που δεν πήγαζε από ψεύτικες υποσχέσεις, αλλά από ατομικό πείσμα: δε θα με βάλετε έτσι εύκολα στα καλούπια σας ρε, γεννήθηκα λύκος, δεν θα πεθάνω σκυλί. Αυτό μας κάλεσαν να κάνουμε οι ροκάδες, να φωνάξουμε αυτό που νιώθουμε και να μην το βάζουμε κάτω μπροστά στις δυσκολίες. Τόσο δυνατά είπαν αυτό που είχαν πουν τα Μωρά στη Φωτιά, που το μοναδικό -τότε- άλμπουμ τους ήταν αρκετό για να τους κάνει θρύλους στη ροκ νεολαία για τα επόμενα 12 χρόνια. Το κάναν με τα λόγια τους, και το κάναν με τη μουσική τους, τη γρήγορη, ψυχεδελική και παραληρηματική. Το ροκ ήταν και σ’ αυτό μία τομή, στη νοοτροπία που ήθελε κάθε καινούριο ρεύμα στην ελληνική μουσική να είναι ανακύκλωση με παραλλαγές των ίδιων παραδοσιακών ήχων και μορφών.
Με δυσκολία διακρίνει κανείς συνειδητή συλλογικότητα σ’ αυτό το μήνυμα. Το μήνυμα απευθυνόταν στο άτομο και το καλούσε να εξεγερθεί, ωστόσο ήταν οι πρώτοι που το κάναν μετά από πολύ καιρό και αυτό από μόνο του γέννησε μια μορφή συλλογικής συνείδησης, που βρήκε την έκφρασή της στην εκστατική εμπειρία της συναυλίας. Το ροκ υπήρξε συλλογικό βίωμα, σου μιλούσε απευθείας κοιτώντας σε στα μάτια με τρόπο που σου δημιουργούσε δέος, απλά και μόνο επειδή δεν σου αράδιαζε κι άλλα ψέμματα. Αυτό ήταν κάτι που έσπασε τους δεσμούς με τη μέχρι τότε νοοτροπία της μουσικής που ευελπιστούσε να εκφράσει την κοινωνική διαμαρτυρία, δηλαδή το πολιτικό τραγούδι. Πλέον δεν είχαμε πολιτικό, ούτε στενά “αριστερό” τραγούδι, είχαμε το τραγούδι της αμφισβήτησης και η αμφισβήτηση δεν άφησε στο απυρόβλητο κανέναν. Ήταν η ρήξη που περιγράφει ο Σαλβαδόρ το σημείο τομής που τους έδωσε το θάρρος να φωνάξουν ενάντια σε όλα, η επιλογή να κυνηγήσουν ένα όνειρο, αλλά να το κάνουν βασιζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις και μόνο.

Έλα και βγες και φώναξε τι είσαι, ποιος είσαι, γιατί είσαι, τι ζητάς με το θυμό που κρατάς… Να ανάψουν φωτιές στα κορμιά, στα κελιά, στα φτερά, στα μυαλά, για όλα αυτά που δεν είπες ποτέ.
Και κάπου εκεί κάποιοι που κουράστηκαν να φωνάζουν αποφάσισαν να βρουν διέξοδο στον κόσμο των ναρκωτικών, καταλήγοντας πως η ζωή είναι τόσο βρωμερή και φρικτή που δεν αξίζει καν να τη ζεις. Όσοι την πάτησαν με τον πιο άσχημο τρόπο, έψαξαν να βρουν την αλήθεια και κατέληξαν να βρουν την “παραμύθα”, όπως ονομάζουν την ηρωίνη οι χρήστες της. Η ατομική κραυγή ενάντια στην αποπνικτική πραγματικότητα δοκίμαζε τα όριά της.
Κάτι μας έλειπε, αλλά στις συνθήκες εκείνες ήταν δύσκολο να εντοπίσεις τι. Μια διέξοδος, μια πραγματική διέξοδος. Και έλειπε κραυγαλέα. Γιατί μπορεί να μας ανακοινώθηκε το τέλος της ιστορίας, ωστόσο η ιστορία δεν τέλειωσε. Η δεκαετία του 1990 έκλεισε για τη νεολαία όπως άνοιξε: με ένα μεγάλο μαθητικό κίνημα, που άλλοι το έβλεπαν σαν αντίδραση σε οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα, άλλοι απλώς σαν μαθητικό “χαβαλέ”, και οι δύο πάντως παραδέχονταν άμεσα ή έμμεσα ότι η νεολαία είχε λόγους να εξεγείρεται. Και όσοι έμειναν να κοιτάζουν τη δική τους μελαγχολία το γύρισαν στο έντεχνο που κράτησε από τη ροκ την εσωτερική αναζήτηση αλλά καρατόμησε τη μαχητική αισιοδοξία σε έναν κόσμο που συνέχιζε να αλλάζει ζητώντας και τη μαχητικότητα και την αισιοδοξία όλο και πιο επιτακτικά.

Σκέφτομαι πως ο θρόνος θα χαθεί και πως κανείς δεν έμεινε εκεί, γιατί ακούω τον κλέφτη να λέει στον πρίγκηπα, αδελφέ στην κόλαση.

Αντί επιλόγου
Το ροκ της δεκαετίας του 1990 ήταν αντίδραση στην απότομη αλλαγή ταυτότητας και την κακή μαζοποίηση, του χωνέματος από την αστική ηθική και κουλτούρα της μεγάλης ήττας που υπέστη το κομμουνιστικό κίνημα και μαζί με αυτό οι απελευθερωτικές ιδέες συνολικά. Ο πραγματικός κύκλος που κλείνει σήμερα δεν είναι ο κύκλος της μεταπολίτευσης, όπως έχει ειπωθεί επανειλημμένα. Κλείνει ο κύκλος που άνοιξε το 1989-91, κλείνει η καπιταλιστική υπόσχεση της ειρήνης και ευημερίας που στις μέρες μας πεθαίνει με κρότους και λυγμούς. Το “τέλος της μεταπολίτευσης” δεν είναι η πραγματική κρίση, είναι ο τρόπος που η άρχουσα τάξη προσπαθεί να τη διαχειριστεί: σπιλώνοντας την ιστορική περίοδο που για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία χαρακτηρίστηκε από δημοκρατία και ελευθερία έκφρασης, ακριβώς για να αναιρέσει την ελευθερία αυτή.
Τα “παιδιά της ήττας” έχουν ένα πλεονέκτημα: έχοντας κρίνει και κατακρίνει το παρελθόν ξανά και ξανά, κάναμε το μισό δρόμο στο να το ζυγίσουμε, να δούμε, με ψύχραιμο πλέον μάτι και με γνώμονα το που βαδίζουμε τώρα, το τι πήγε καλά και τι πήγε στραβά. Και είναι τυφλός όποιος δε μπορεί να δει τις ευθύνες της αριστεράς για την κατάσταση αυτή.  
Κόβοντας τους δεσμούς με το παρελθόν κόβεις και τους δεσμούς με το κακό παρελθόν. Αν για εμάς η κρίση είναι με κάποιον τρόπο ευκαιρία, είναι ευκαιρία να επανεξετάσουμε την αντίληψη που θέλει την προηγούμενη περίοδο σαν περίοδο ήττας των απελευθερωτικών ιδεών, ενώ στην πραγματικότητα η ίδια η ήττα ήταν το αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από τις ιδέες αυτές. Αν η προηγούμενη γενιά ξεκίνησε ξυπόλητη και κατάφερε να μας κληρονομήσει πέντε πράματα, τα οποία έχτισε με πολύ ιδρώτα και αίμα, αυτό είναι δικό της επίτευγμα, δεν τους το χάρισε κανείς, τους ανήκει και τους αξίζει κάθε σεβασμός και ευγνωμοσύνη για αυτό. Σήμερα το όραμα του μοναχικού δρόμου προς τη σωτηρία καταρρέει και καθένας μας πρέπει να κάνει τις επιλογές του. Δεν είναι εύκολη απόφαση γιατί κλείνει άλλες διεξόδους, οι οποίες όμως όσο βαθαίνει η κρίση θα αποδεικνύονται όλο και πιο ψεύτικες. Όσο πιο γρήγορα το κάνουμε, τόσο πιο εύκολα θα σταθούμε όρθιοι μπροστά στις μεγάλες αποφάσεις της ζωής. Σπάζοντας βεβαιότητες και κοιτάζοντας την πραγματικότητα κατάματα για να την αλλάξουμε. Το ερώτημα δεν είναι αν μπορεί να γίνει ή αν θα γίνει. Το ερώτημα είναι αν θα είμαστε εμείς ή η άλλη γενιά αυτοί που θα το κάνουμε.

Γ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου