Ένα από τα κορυφαία ζητήματα τα που έχουν
ανοίξει στους φοιτητικούς συλλόγους το τελευταίο διάστημα είναι αυτό της
ύπαρξης ή μη των φοιτητικών παρατάξεων μέσα στα αμφιθέατρα και τους συλλόγους.
Το ζήτημα φυσικά δεν είναι καινούργιο, ούτε μπορεί να απαντηθεί μονόπλευρα. Θα
πρέπει να το αντιληφθούμε σε όλη την ουσία και την εξέλιξη του, προκειμένου να
δώσουμε μια επαρκή πολιτικό-συνδικαλιστική απάντηση.
Αυτό το οποίο θα πρέπει να παρατηρήσουμε
αρχικά, είναι ότι το φαινόμενο είναι διττό και με έναν τρόπο «εισαγόμενο» στο
φοιτητικό κίνημα με την υπάρχουσα μορφή του, παρόλο που φυσικά προϋπήρχε. Το
φαινόμενο αυτό, που παρουσιάστηκε πιο καθαρά στην πλατεία Συντάγματος,
συγκροτεί ένα πανελλαδικό ρεύμα σκέψης, το οποίο πρέπει να αναγνωρίσουμε και να
αναλύσουμε.
Υπάρχουν δύο όψεις του ζητήματος: από την μία η δυσπιστία και η απέχθεια των
μαζών απέναντι στις αστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις. Από την άλλη υπάρχει η
συγκροτημένη πολιτική γραμμή που θέλει να καταργήσει ουσιαστικά τις
συλλογικότητες και τον συνδικαλισμό. Έχει μεγάλη σημασία να γίνει ένας
διαχωρισμός ανάμεσα στις δύο αυτές πλευρές του ζητήματος.
Ποιο ζήτημα τίθεται και από ποιους
Ας θυμηθούμε, λοιπόν, ποια ζητήματα
τέθηκαν στην πλατεία Συντάγματος και με ποιόν τρόπο. Δυστυχώς για πολλούς, οι
μνήμες είναι ακόμα νωπές και δεν μπορούν να παριστάνουν τις μωρές παρθένες.
Η κινητοποίηση των πλατειών, που
αποτέλεσε μια δυναμική λαϊκή κινητοποίηση ενάντια στην πολιτική του κεφαλαίου
και του ιμπεριαλισμού, στηρίχθηκε από τις δυνάμεις του ΚΚΕ(μ-λ) από το πρώτο
μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Παρόλο που η οργάνωση αντιλαμβάνονταν πολύ
καλά ότι το σύστημα θα επιχειρήσει να χαλιναγωγήσει το κίνημα, (και μάλιστα επειδή ακριβώς το αντιλαμβάνονταν
πολύ καλά), συμμετείχε ολόψυχα στην οργάνωση του κινήματος. Αυτό σημαίνει
ότι δικαιούται σε κάθε περίπτωση να ασκήσει κριτική στα όσα συνέβησαν τις μέρες
εκείνες, χωρίς να ακυρώνεται σε κανένα βαθμό η λαϊκή συμμετοχή, καθώς η κριτική
μας ασκείται όχι στο λαό αλλά στις
πολιτικές δυνάμεις που παρέμβηκαν.
Κατ’ αρχάς, η κινητοποίηση άρχισε μέσω
ενός ανώνυμου καλέσματος μέσω διαδικτύου, και ποτέ κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη της διοργάνωσης της
διαμαρτυρίας. Η μη ανάληψη της ευθύνης αυτής (ουσιαστικά η ευθύνη της πρωτοπορίας)
υποτίθεται ότι ήτανε βασική χαρακτηριστική φυσιογνωμία του κινήματος.
Στην πράξη όμως, όλοι μπορούσαν να δουν
ότι συγκεκριμένα άτομα, βρίσκονταν σε κεντρικές θέσεις του κινήματος, έθεταν το
πλαίσιο των συζητήσεων, και πρότειναν την οργανωτική δομή. Από κοντά και η κάθε
μορφής αριστερά με την ευρύτερη έννοια (από τον ΣΥΡΙΖΑ ως την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την
ΑΚ), που «πειθάρχησε» στην «θέληση των μαζών να φύγουν τα κόμματα»
στρογγυλοκάθισε στις συντονιστικές
επιτροπές κρύβοντας την πολιτική και κομματική της ταυτότητα.
Έχουμε λοιπόν το εντυπωσιακό φαινόμενο,
όλοι «μια ωραία ατμόσφαιρα», τα ΜΜΕ, οι «ανεξάρτητοι μπλόγκερς», οι
«ανεξάρτητοι αριστεροί», να διοργανώνουν μια κινητοποίηση «χωρίς κόμματα», στην
οποία όμως παρεμβαίνουν όλα τα κόμματα!
Έχουμε το οξύμωρο φαινόμενο, μια κινητοποίηση «ενάντια στο κομματικό σύστημα
που μας οδήγησε εδώ», να διαφημίζεται από τα ΜΜΕ του… συστήματος ακριβώς για
τον ακομμάτιστο χαρακτήρα της.
Αλλά ας δούμε πιο αναλυτικά τι τέθηκε.
Στο όνομα, λοιπόν, της άμεσης δημοκρατίας(sic), ζητήθηκε από κάποιες τάσεις να συμμετέχουν στο
κίνημα οι πολίτες ως «Έλληνες», χωρίς κομματικούς διαχωρισμούς και ταυτότητες,
ενωμένοι μόνο κάτω από τη σημαία «μας».
Η συνέλευση της πλατείας λοιπόν «αποφάσισε»
(αν μπορεί κανείς να μιλήσει για ουσιαστική ψηφοφορία), προκειμένου να
περιφρουρηθεί το ακομμάτιστο της πλατείας, να απαγορεύσει τα συλλογικά κείμενα
(κομματικά ή σωματείων) και να απαγορεύσει το λόγο σε όσους μιλούσαν με
συλλογική και όχι ατομική ταυτότητα. Η απόφαση αυτή, στην πραγματικότητα δεν
είναι τίποτα άλλο από την καταπάτηση, και όχι την απελευθέρωση του ατόμου,
καθώς αρνείται στον πολίτη την δυνατότητα της ένωσης του πάνω σε μια πολιτική
γραμμή. Η απαίτηση της ομοφωνίας και απόλυτης συμφωνίας «όλων», προσιδεάζει σε μια άβουλη μάζα, ένα χυλό που μπορεί να
χειριστεί κάποιος με ευκολία.
Μια άβουλη μάζα, ένα άθροισμα
ατομικοτήτων χωρίς συλλογικές απόψεις, η οποία αντικατοπτρίζει μια κοινωνία
χωρίς ταξικές αντιθέσεις, όπου όλοι, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, λαός
και μηχανισμοί όπως στρατός και αστυνομία, εργάτες και αφεντικά, πρέπει να ενωθούμε
υπό τη σκέπη του έθνους. Τα κόμματα ως μορφή πολιτικής οργάνωσης, θεωρούνται
διαιρέτες του ενιαίου και αδιάσπαστου έθνους, είτε είναι αστικά, είτε είναι
εργατικά. «Ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, μόνο των Ελλήνων τα κόκκαλα τα ιερά»,
φώναζε η τάση αυτή μέσα στην πλατεία.
Είναι στην ουσία μια αντιδραστική και
φασίζουσα αντίληψη, η οποία στην πράξη οδηγεί σε μορφές φασιστικής πολιτικής
οργάνωσης της κοινωνίας. Είναι γνωστό, ότι στο πρώτο άρθρο κάθε φασιστικού συντάγματος
αναφέρεται η απαγόρευση ίδρυσης πολιτικών κομμάτων και συνδικαλιστικών
παρατάξεων, ώστε να προφυλαχθεί το έθνος. Στην πραγματικότητα, το έθνος το ίδιο
δεν απελευθερώνεται αλλά υποτάσσεται στις επιδιώξεις της αστική τάξης, η οποία
είναι η τάξη που έχει κάθε συμφέρον από την εξάλειψη κάθε πολιτικής αντίθεσης.
Γιατί η εξάλειψη κάθε αντίθεσης, αυτό που
έρχεται να υπηρετήσει είναι η διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, και
πάνω από όλα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και της διατήρησης της
αστικής τάξης στην εξουσία, αφού το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα
αθωώνεται πλήρως. Αντίθετα σύστημα ονομάζεται ο «κομματισμός» και οι
«πολιτικοί», σε μία προσπάθεια πλήρους αντιστροφής της πραγματικότητας, όπου το
αφεντικό (το κεφάλαιο), αθωώνεται πλήρως για τα εγκλήματα που διαπράττει το
πολιτικό προσωπικό του, προς όφελος του.
Όλη η διαμαρτυρία επιχειρήθηκε να
εκτονωθεί (φυσικά αυτό δεν έγινε κατορθωτό) μόνο ενάντια στο συγκεκριμένο
πολιτικό προσωπικό, το οποίο είναι «διαφθαρμένο», χωρίς να υποδεικνύεται ως
υπαίτιος για τη διαφθορά ο καπιταλισμός-ιμπεριαλισμός. Ουσιαστικά αφήνοντας να
εννοηθεί το πρόβλημα της χώρας μπορεί να λυθεί με μια πολιτειακή αλλαγή, μέσω
εκλογών, και προπάντων χωρίς να θιγούν οι σχέσεις εξάρτησης με τον ιμπεριαλισμό
ή οι σχέσεις παραγωγής.
Οποιαδήποτε προσπάθεια να αποκαλυφθεί η
ταξική φύση του συστήματος και να ανέβει το επίπεδο οργάνωσης του λαού,
αντιμετωπίστηκε ως «κομματική προπαγάνδα», οποιοδήποτε σύνθημα που είχε αναφορά
στο λαό ως σώμα με συγκροτημένα συμφέροντα και αιτήματα, αντιμετωπίστηκε ως
«καπέλωμα».
Τέλος, αποκάλυψη όλων αυτών των
επιδιώξεων υπήρξε η φασιστοομάδα που κατ’ ευφημισμόν ονομάστηκε «ομάδα
περιφρούρησης» ή ειρηνοποιοί(sic). Η εν λόγω
ομάδα, ποτέ δεν ανέλαβε την περιφρούρηση των συγκεντρώσεων ενάντια στους
μηχανισμούς καταστολής. Αντίθετα, τους μηχανισμούς καταστολής τους θεώρησε
οιονεί συμμάχους, που θα πρέπει να αποσπαστούν από τον εχθρό. Αποκαλυπτικό
γεγονός υπήρξε ότι το μόνο σωματείο το οποίο έτυχε ανοχής από τους
«ανεξάρτητους» αυτούς ανθρώπους, υπήρξε το σωματείο των μπάτσων, η οποία ήτανε
η μόνη συλλογικότητα που έλαβε τέτοιο σεβασμό από τα… αμεσοδημοκρατικά όργανα.
Η «ομάδα περιφρούρησης» λοιπόν, απέδειξε
με την επίθεση της στον «χώρο Αριστερά
στην πλατεία» την επιδίωξη της: «δεν έχει χώρο η αριστερά στην πλατεία»,
είπαν και επιχείρησαν με τη βία να απομακρύνουν τα μέλη του ΚΚΕ(μ-λ) από το
χώρο, μαζί με τα υλικά μας. Λίγες μέρες αργότερα, οι ομάδες αυτές έσκιζαν το
πανό του Μ-Λ ΚΚΕ για να λάβουν την έμπρακτη απάντηση από τους αγωνιστές της
αριστεράς και να κοπεί επί τέλους ο βήχας. Είχαν προηγηθεί, βέβαια, βδομάδες καθημερινών αντιπαραθέσεων από μέρους
μας και καθημερινή επανακατάκτηση του δικαιώματος στην δημοκρατική έκφραση.
Ούτως ή άλλως το δικαίωμα αυτό πάντα θα είναι υπό αίρεση και πάντα θα
επανακακτιέται με αγώνα –μια αλήθεια που ποτέ δεν πρέπει να ξεχάσουμε.
Τι θα γίνονταν, λοιπόν, αν εφαρμόζονταν
το «μοντέλο Συντάγματος» σε κάθε πλατεία, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε χώρο
δουλειάς, σε κάθε σχολή; Ποιο θα ήτανε το αποτέλεσμα; Η απαγόρευση των κομμάτων
και η επιβολή σιγής στην κοινωνία, ως προάγγελος της έλευσης ενός μεσσία,
εθνάρχη, που θα ενσαρκώσει το σβήσιμο των αντιθέσεων. Το «ξεπέρασμα
αριστεράς-δεξιάς», το «ξεπέρασμα των ιδεολογιών».
Είναι λοιπόν αναγκαίο να συνυπολογιστεί
το κλίμα αυτό, τόσο για την εξήγηση του φαινόμενο της ανόδου της Χρυσής Αυγής
και πάσης φύσεως αντιδραστικών απόψεων απέναντι στην αριστερά και στο
συνδικαλισμό.
Είναι αναγκαίο να αποδοθούν ευθύνες σε
όλο το φάσμα της αριστεράς που ανέχθηκε ή και συνεργάστηκε ανοιχτά με την
απαράδεκτη και αντιδραστική κατάσταση. Είτε είναι αυτές πρώην αριστερές
οργανώσεις (ΚΟΕ), που τόσο τους συνεπήρε το κλίμα, ώστε από κοινού με
παραγοντίσκους του συστήματος ζητούσαν την απαγόρευση του αριστερού και
συλλογικού λόγου –για να φτάσουν και οι ίδιοι στο τέλος στην αυτολογοκρισία και
στην αυτοδιάλυση…
Είτε είναι η «ανεξάρτητη αριστερά» της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ που αρνήθηκε την αριστερή της ταυτότητα και κολύμπησε στο χυλό του
ατομισμού, κάνοντας ότι δεν κατανοεί ότι εν τέλει το κλίμα που ανέχεται θα
στραφεί ενάντια στο οργανωμένο κίνημα και τον συνδικαλισμό. Είναι όμως ίδιον
του μικροαστικού ριζοσπαστισμού, να μην αναλαμβάνει ποτέ τις ευθύνες του, να
θέλει αριστερά χωρίς σφυροδρέπανα, αντικαπιταλιστικές ανατροπές χωρίς Στάλιν,
και λογιστικό έλεγχο (ένα από τα πολλά «αμεσοδημοκρατικά» καπελάκια του
Συντάγματος) και έξοδο από την ΕΕ και πάει λέγοντας…
Είτε είναι αυτό το ΚΚΕ που στο όνομα της
καθαρότητας και της διαφύλαξης του «αντιμονοπωλιακού χαρακτήρα του ταξικού
κινήματος», απείχε από τις πλατείες και άφησε όλο το γήπεδο στις απόψεις αυτές,
που σήμερα στρέφονται ενάντια στην δυνατότητα εκφοράς του συγκροτημένου ταξικού
λόγου. Δεν φημίζονταν όμως ποτέ η ηγεσία του ΚΚΕ για την διάθεση της να
καθοδηγήσει πραγματικά τις μάζες, αντίθετα φημίζεται για την μομφή προς τις
μάζες ότι δεν θέλουν να καθοδηγηθούν από αυτή, και κυρίως να την ψηφίσουν…
Τέλος, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει
για τον χώρο της αναρχίας-αυτονομίας, κάποιες τάσεις της οποίας αποθέωσαν το
Σύνταγμα, ζώντας την ονείρωξη του ξεπεράσματος από τις μάζες των κομματικών
γραμμών και την απελευθέρωση του ατόμου από τη συλλογικότητα. Όταν όμως οι
πολιτικές ερινύες εμφανιστούν για να αποδώσουν τη νέμεση σε έναν χώρο που
συνέπλευσε με τον αντικομμουνισμό και πρωτοστάτησε στην ταύτιση Χίτλερ-Στάλιν, τότε
θα είναι αργά. Γιατί αυτός που χτίζει ιδεολογικά παλάτια με τις πλάτες του
συστήματος είναι καταδικασμένος να τα δει να πέφτουν με πάταγο. Υπήρξαν, βέβαια
και οι τάσεις της αναρχίας που απείχαν στο όνομα της καθαρότητας, ή κράτησαν
πιο σοβαρή στάση.
Συνολικά, οι επιδιώξεις και οι τάσεις
αυτές συνέκλιναν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε ένα μοντέλο κινήματος όπου
κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της πολιτικής πρωτοπορίας αλλά όλες οι
δυνάμεις θέλουν να απολαμβάνουν τα οφέλη μιας τέτοιας θέσης στο κίνημα. Και η
επιδίωξη αυτή πηγάζει από τον πόθο της μικροαστικής τάξης να γεφυρώσει το χάσμα
ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργατική τάξη, ώστε αυτή ως ρυθμιστής της
κοινωνικής εξέλιξης να δημιουργήσει έναν καπιταλισμό πιο ανθρώπινο.
Η πειθαρχία, η οργάνωση, η ευθύνη, η
υπευθυνότητα, η καθαρότητα, η σταθερότητα, η τιμιότητα είναι χαρακτηριστικά
γνωρίσματα της εργατικής τάξης, η οποία όμως βρίσκεται σε μια φάση ιστορικής
αποσυγκρότησης και ιστορική ήττας του σοσιαλιστικού συστήματος –της κοινωνικής
διεξόδου που εκείνη δημιούργησε και πραγμάτωσε.
Η εργατική τάξη, τα σωματεία και το κόμμα
της, απουσίασαν φανερά από το Σύνταγμα και φυσικά τις περισσότερες πολιτικές
μάχες της περιόδου. Αυτό καθόρισε σε σημαντικό βαθμό τις εξελίξεις και
προσέδωσε συγκεκριμένα πολιτικά χαρακτηριστικά στην περίοδο που αποτελούν
ασθένειες για το λαϊκό κίνημα.
Για την κατάσταση των μαζών
Ταυτόχρονα, πρέπει να ειπωθεί και να μην
το ξεχνάμε, ότι η διαδικασία αυτή συμπλέχθηκε με την αποστροφή του κόσμου
απέναντι στα καπελώματα και τις προδοσίες της αριστεράς, που έχουν χαντακώσει
δεκάδες κινήματα. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να ταυτίζουμε τον ανένταχτο κόσμο που
αηδιασμένος από την συμπεριφορά της αριστεράς και εξοργισμένος απέναντι στα
αστικά κόμματα υιοθέτησε πλευρές των απόψεων αυτών.
Αντίθετα, οφείλουμε και εμείς την
αυτοκριτική μας, που λόγω των δικών μας αδυναμιών δεν κατορθώσαμε να
δημιουργήσουμε τους συσχετισμούς εκείνους που θα κάνουν την οργανωμένη πάλη
ξανά ελκυστική στις μάζες.
Εδώ όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η
πορεία της αποσυγκρότησης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος βρίσκεται
σε εξέλιξη εδώ και πολλές δεκαετίες.
Σημείο καμπής της πορείας του κινήματος
προς τα κάτω, υπήρξε η ανατροπή της επαναστατικής κατεύθυνσης στην ΕΣΣΔ και η
άνοδος της νέας αστικής τάξης στην ηγεσία της σοβιετικής κοινωνίας. Η ανατροπή
αυτή, σηματοδοτήθηκε με το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, την
αποσταλινοποίηση και την θεωρία του ειρηνικού περάσματος στον σοσιαλισμό και
της ειρηνικής συνύπαρξης με τον ιμπεριαλισμό.
Παρά τις αναλαμπές του λαϊκού κινήματος την δεκαετία του ’60 (Βιεντάμ, Κούβα, Μάης του ‘68), παρά την προσπάθεια της ΜΠΠΕ να σώσει τον κινέζικο σοσιαλισμό από την ίδια μοίρα, η πορεία του λαϊκού κινήματος τις τελευταίες δεκαετίες είναι γεμάτη από προδοσίες, ήττες και απογοητεύσεις. Το παγκόσμιο μέτωπο των λαών αποσαθρώθηκε και το σοσιαλιστικό σύστημα ηττήθηκε.
Παρά τις αναλαμπές του λαϊκού κινήματος την δεκαετία του ’60 (Βιεντάμ, Κούβα, Μάης του ‘68), παρά την προσπάθεια της ΜΠΠΕ να σώσει τον κινέζικο σοσιαλισμό από την ίδια μοίρα, η πορεία του λαϊκού κινήματος τις τελευταίες δεκαετίες είναι γεμάτη από προδοσίες, ήττες και απογοητεύσεις. Το παγκόσμιο μέτωπο των λαών αποσαθρώθηκε και το σοσιαλιστικό σύστημα ηττήθηκε.
Αυτό είχε τραγικές συνέπειες για το
λαϊκό-συνδικαλιστικό κίνημα. Η θεωρία του ρεφορμισμού αλλά και η πρακτική του,
οδήγησαν στον «διάλογο», την «συνδιοίκηση», τις «προτάσεις». Πολλά ΚΚ συνεργάστηκαν
ανοιχτά με αστικές κυβερνήσεις, μαζί και το ΚΚΕ φυσικά.
Για δεκαετίες τα θεωρήματα της
παγκοσμιοποίησης, της αειφόρου ανάπτυξης, της διεθνούς κοινότητας, της
παραγωγικότητας, διαπότισαν την αριστερά. Φυσικό και επόμενο ήταν η
αποκομμουνιστικοποίηση της και η δημιουργία συμπεριφορών που προκαλούν
αποστροφή στις μάζες. Ελιτισμός, βερμπαλισμός, ψέματα, καπελώματα.
Είναι μεταφυσικό να νομίζει κανείς ότι ο
δικός μας πολιτικός χώρος δεν έχει επηρεαστεί από όλη αυτή τη σκουριά και την
ακινησία, ότι εμείς κατέχουμε το κοκαλάκι της νυχτερίδας και μείναμε αμόλυντοι
από αυτή τη διαδικασία.
Είναι λοιπόν απαραίτητο για να αποκτήσει
ξανά ο κόσμος πίστη στην οργανωμένη πάλη, να αποκτήσουμε και εμείς πίστη στις
δυνάμεις του λαού, και να αποδείξουμε «από την αρχή» την αναγκαιότητα της
οργάνωσης και της πρωτοπορίας. Και η αναγκαιότητα αυτή μόνο στο έδαφος της
ταξικής πάλης μπορεί να αποδειχθεί.
Γι’ αυτό θα πρέπει να έχουμε καλά στο
κεφάλι μας, ότι στην εποχή που μπήκαμε το δικαίωμα στην πολιτική παρέμβαση και
δράση, ο σεβασμός των λαϊκών ανθρώπων απέναντι μας, πρέπει να περάσει από όλα
εκείνα τα επίπονα στάδια που χαρακτήρισαν την πρώτη κομμουνιστικά προσπάθεια,
με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και συνεπάγεται πάρα, μα πάρα πολλά!
Για τη
συλλογικότητα
Πριν μπούμε στο χώρο των ΑΕΙ-ΤΕΙ, είναι
αναγκαίο να ψηλαφίσουμε τις ρίζες του προβλήματος, τόσο σε ιστορικό όσο και σε φιλοσοφικό επίπεδο –γιατί
και αυτό καθορίζει καταστάσεις.
Ποιες ήτανε οι συνθήκες εκείνες που
οδήγησαν στην ύπαρξη των πολιτικών κομμάτων; Και τι είναι, τελικά, ένα πολιτικό
κόμμα;
Για την κοσμοθεωρία του μαρξισμού, ένα
πολιτικό κόμμα, μια πολιτική άποψη, μια ιδεολογία, αντικατοπτρίζουν τα
συμφέροντα και τις επιδιώξεις κάποιον κοινωνικών στρωμάτων ή τάξεων, ή καλύτερα
κάποιων κοινωνικών διαδικασιών μεταξύ των
τάξεων που έχουν διαφορετικά συμφέροντα.
Η πολιτική κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ, ας πούμε,
αντικατόπτρισε την συμμαχία μεταξύ της μεγαλοαστικής τάξης και των
μεσοστρωμάτων, προς όφελος της απομόνωσης της εργατικής τάξης. Η ύπαρξη της
συμμαχίας αυτής, οι υλικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν (επιδόματα, ρουσφέτια,
αλλά και το ίδιο το κοινωνικό κράτος), συντηρούσαν την κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ σε
εκλογικό και πολιτικό επίπεδο. Η πορεία της κρίσης επέβαλλε τη ρήξη της
συμμαχίας με βίαιο τρόπο και άφησε το ΠΑΣΟΚ στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Για το φιλοσοφικό ρεύμα του διαλεκτικού
υλισμού, η ιδεολογία δεν είναι ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα που υπόκειται στις
επιθυμίες του ατόμου, αλλά είναι αποτέλεσμα κοινωνικών, υλικών διαδικασιών. Η
ιδεολογία δεν μπορεί ποτέ να είναι ατομική με την έννοια ότι είναι κοινωνικοί,
συλλογικοί οι παράγοντες που επενεργούν στην ανάπτυξη της. Μέσα στα πλαίσια που
ορίζουν οι υλικές συνθήκες, το άτομο έχει την ευθύνη της πορείας του –δεν
μπορεί όμως να αποσπαστεί το άτομο από τα εξωτερικά πλαίσια.
Με άλλα λόγια, η ριζοσπαστικοποίηση είναι
ένα φαινόμενο που είναι σύμφυτο με την κρίση, την οικονομία και την πολιτική
–το ίδιο άτομο σε διαφορετική εποχή ή σε διαφορετική χώρα, ή ακόμα και σε
διαφορετική κοινωνική τάξη θα αναπτύξει διαφορετική ιδεολογία. Είναι
χαρακτηριστικό το παράδειγμα των ταξιτζήδων: ενός κλάδου παραδοσιακά «εχθρικού»
προς το κίνημα και τις διαδηλώσεις, που κατέληξε όμως να διαδηλώνει και να
συγκρούεται με τις δυνάμεις καταστολής, υιοθετώντας πολλές πρακτικές που
αποδοκίμαζε. Είχε, βέβαια, προηγηθεί η διάλυση των αδειών των ταξί. Η
ριζοσπαστικοποίηση ποτέ δεν έρχεται με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος.
Για εμάς λοιπόν, δεν είναι θέμα θέλησης
κάποιων η μη ύπαρξη κομμάτων και ιδεολογιών, και η επενέργεια των απόψεων τους
παντού. Είναι απλά αδύνατο να συμβεί σε μια κοινωνία που σφύζει από ταξικές
αντιθέσεις. Είναι ακόμα-ακόμα αδύνατο και στην σοσιαλιστική κοινωνία, όπου
συνεχίζουν να υπάρχουν με άλλη μορφή οι αντιθέσεις. Μέσα στα κομμουνιστικά
κόμμα, πχ στην ΕΣΣΔ αναπτύχθηκαν τάσεις που εξέφρασαν τα συμφέροντα όλων των
κοινωνικών δυνάμεων –και τελικά νίκησε η τάση της διανόησης και της νέας
αστικής τάξης, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Η απαίτηση λοιπόν να αποτινάξουμε τις
κομματικές μας ταυτότητες και να «τοποθετηθούμε ως άτομα», δεν είναι μόνο
πολιτικά λαθεμένη –είναι και φιλοσοφικά. Όχι μόνο επειδή δεν μπορεί κανείς να
πάθει λοβοτομή και να τοποθετηθεί χωρίς να επηρεάζεται από την ιδεολογία του.
Αλλά και επειδή και αυτοί που δεν ανήκουν σε καμία συλλογικότητα, επηρεάζονται
από την κυριαρχία ή μη των υπαρχουσών ιδεολογιών.
Οι ανένταχτοί δεν είναι όλοι ίδιοι, δεν
είναι μια όμορφη και ενιαία μάζα. Ανένταχτος μπορεί να είναι ένας αγωνιστής,
είτε κάποιος παρτάκιας, απεργοσπάστης, αδιάφορος, συγχυσμένος, απογοητευμένος
κτλ. Είναι λοιπόν λαθεμένο να θέλουμε να ορίσουμε τη σημαντικότητα μιας
τοποθέτησης μόνο από την ένταξη σε μια συλλογικότητα η μη. Το ζήτημα αυτό
διατηρεί φυσικά την αυτονομία του, αλλά δεν είναι το μοναδικό.
Ακόμα και μία ομάδα πραγματικά
ανεξάρτητων φοιτητών να θελήσει να διαμορφώσει «από το μηδέν» (πράγμα φυσικά
αδύνατο) πολιτική και ιδεολογική αντίληψη, τότε αναγκαστικά θα οδηγηθεί σε
κάποια ταξική-κοινωνική αναφορά. Και θα αναπτύξει κάποιους μηχανισμούς
λειτουργίας και αναπαραγωγής της συλλογικής αυτής άποψης- θα γίνει, δηλαδή,
παράταξη!
Όπως είναι αδύνατο να υπάρξει «τέχνη για
την τέχνη», «ανεξάρτητη πορεία της γνώσης και της επιστήμης», έτσι είναι
αδύνατο να τοποθετηθούμε κάποιοι αποκομμένοι από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, λες
και είμαστε κλεισμένοι σε κάποια γυάλα. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε μόνο «για τα
προβλήματα του συλλόγου μας», χωρίς να δεχθούμε «έξωθεν παρεμβάσεις». Πολύ απλά
γιατί αυτά τα προβλήματα είναι πολιτικά και κάθε συζήτηση θα αναπαράξει τον
συσχετισμό που επικρατεί στην κοινωνία.
Πολύ απλά γιατί δεν υπάρχουν «προβλήματα
του συλλόγου», μήτε προβλήματα του κλάδου, ούτε καν της Ελλάδας! Όλα τα
προβλήματα πηγάζουν από κοινωνικά αίτια και η αποκοπή του προβλήματος από το
αίτιο που το γεννά στην πραγματικότητα μας απομακρύνει από τη λύση του, μας
απομακρύνει από το πρόβλημα.
Δεν μπορεί να υπάρξει μια ενιαία και αδιαίρετη "πανεπιστημιακή κοινότητα", τη στιγμή που η εκπαίδευση είναι ένας μηχανισμός που βρίσκεται στα χέρια της αστικής τάξης. Αλλά ακόμα περισσότερη, τη στιγμή που μέσα στην εκπαίδευση δεν έχουν όλοι ούτε την ίδια θέση, ούτε την ίδια προέλευση, ούτε την ίδια προοπτική.
Είναι λοιπόν ανεμόμυλοι του Δον Κιχώτη οι
επιδιώξεις της ΑΚ ας πούμε, να πετύχει την «αποιδεολογικοποίηση» σε μια εποχή
όπου οι υλικές συνθήκες οδηγούν στην ανασύσταση του περιβάλλοντος εκείνου που
γεννά τις ιδεολογίες –χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αναβίωση της ιδεολογίας
του ναζισμού.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν θα υπάρχουν
απόψεις συλλογικές. Αυτό θα γίνεται πάντα. Ακόμα και αν ένας ομιλητής πει
ψέματα και κρύψει την ταυτότητα του. Ακόμα και αν μία δύναμη πει ψέματα (όπως
συμβαίνει κατά κόρον) και δηλώσει ότι είναι ανεξάρτητη. Ακόμα και αν
απαγορευτεί η ύπαρξη των παρατάξεων, θα υπάρχει η οργανωμένη άποψη της αστικής
τάξης, όπως αυτή εκφράζεται από τα ΜΜΕ, από τους μεγαλοκαθηγητές, από την ίδια
την εκπαιδευτική διαδικασία και τα βιβλία της, από τη ζωή. Είναι, άλλωστε, η
μοναδική άποψη που θα ευνοηθεί από την ανυπαρξία κάθε άλλης άποψης.
Είναι λοιπόν τουλάχιστον γελοίο το όχι
καινούργιο φαινόμενο στο φοιτητικό συνδικαλισμό να μπαίνεις σε μια συνέλευση
όπου όλοι οι πολιτικοί χώροι είναι… ανεξάρτητοι!
Πρώτα από όλα οι ΔΑΠ-ΠΑΣΠ, αυτή η
παράταξη με τα μπλε που είναι της ΝΔ και αυτή με τα πράσινα που είναι του
ΠΑΣΟΚ. Οι ΠΑΣΠ και ΔΑΠ λοιπόν είναι «ανεξάρτητες», αλλά και η κάθε ΔΑΠ και κάθε
ΠΑΣΠ σε κάθε σχολή είναι ανεξάρτητη από την κεντρική παράταξη. Όμως λένε παντού
ακριβώς τα ίδια, και είναι τα ίδια που ακούμε στα κανάλια από τους βουλευτές
και τους υπουργούς. Τόση ανεξαρτησία, λοιπόν.
Δεν σταματάμε όμως εδώ. Και οι παρατάξεις
της αριστεράς, είναι «ανεξάρτητες και αυτόνομες». Η ΑΡΕΝ και τα ΕΑΑΚ, δεν
δηλώνουν παρατάξεις, δεν έχουν κομματικές γραμμές, είναι ανεξάρτητες και
αυτόνομες από κόμματα. Κι ας γνωρίζουν όλοι ποιες οργανώσεις δρουν μέσα σε
αυτές τις δυνάμεις. Η «αμεσοδημοκρατία», είναι ένα ματζούνι, ένα μαγικό φίλτρο
με το οποίο η κάθε οργάνωση καθαγιάζεται από το «ατόπημα» να ζυμώνει ενιαία μια
άποψη σε όλα τα σχήματα που συμμετέχει πανελλαδικά, μια άποψη που έχει
αποφασιστεί από τα κομματικά της γραφεία.
Εδώ εμείς πρέπει να πούμε ξεκάθαρα ότι
όχι μόνο αυτό δεν πρέπει να αποτελεί μομφή, αλλά ίσα-ίσα είναι πέρα για πέρα
δημοκρατικό να γνωρίζει το μέλος μιας παράταξης ότι ζυμώνεται μέσα σε αυτήν μία
η περισσότερες κομματικές γραμμές, πολύ απλά γιατί μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει
μια παράταξη ή ένα σχήμα. Είναι μια εθελοντική συμφωνία ανθρώπων πάνω σε μια
πολιτική γραμμή, η οποία επανακαθορίζεται κάθε στιγμή –γι’ αυτό το μέλος της
παράταξης δικαιούται να γνωρίζει με ποιους όρους γίνεται ο επανακαθορισμός
αυτός.
Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
δεν έχουν καμία διάθεση να αναλάβουν τη ευθύνη που απορρέει από την καθοδήγηση
των σχημάτων στα οποία συμμετέχουν. Και φυσικά είναι πλήρως απρόθυμες να
αναλάβουν την ευθύνη της καθοδήγησης του φοιτητικού κινήματος και των συλλόγων.
Μπορεί, λοιπόν, κάθε τόσο η ΕΑΑΚ να κοκορεύονται ότι είναι η πρωτοπορία του
φοιτητικού κινήματος, ας πληροφορήσουμε όμως τους συναγωνιστές ότι η πρωτοπορία
είναι ένα συγκροτημένο πολιτικό υποκείμενο που έχει το θάρρος να αναλάβει τις
ευθύνες του –ευθύνες που δεν μπορούν να κρυφτούν πίσω από το χαλάκι της
«αμεσοδημοκρατίας».
Και εν τέλει, μετά από τόσα χρόνια θα
θέλαμε να ακούσουμε και τον ορισμό του όρου αυτού –αν τελικά υπάρχει.
Τέλος, η στάση της ΚΝΕ και των
εγχειρημάτων της μέσα στους συλλόγους, (επιτροπές αγώνα, ΜΑΣ κτλ), δεν αποτελεί
τίποτα άλλο παρά μια ζωντανή δυσφήμιση για τη συλλογικότητα και την έννοια της
παράταξης. Βέβαια, η σεχταριστική γραμμή της δεν την εμποδίζει να εμφανίζει
μερικές φορές με την ίδια άνεση τα εγχειρήματα αυτά ως ανεξάρτητα. Αποθέωση του
αριστερισμού και της ανιστόρητης στάσης της, είναι η προσπάθεια διάσπασης των
συλλόγων και η δημιουργία νέων στην ίδια σχολή, όπου εκεί μάλλον με έναν μαγικό
τρόπο θα υπάρχουν άλλοι πολιτικό-κοινωνικοί συσχετισμοί…
Φυσικά, το πεδίο της αυτόνομης και
ανεξάρτητης δράσης δεν είναι προνομιακό για την αριστερά. Αντίθετα, ο
αναρχικός-αντιεξουσιαστικός χώρος μπορεί να δώσει «με αποδείξεις» μια άλλη
υπόσταση στα ιδεολογήματα αυτά, αφού απουσιάζει η κλασσική κομματική δομή. Οι
δυνάμεις της αριστεράς λοιπόν, με αυτά τα ιδεολογήματα, άνοιξαν τελικά την
κερκόπορτα για την ανάδυση της αναρχίας-αυτονομίας στον φοιτητικό χώρο,
ουσιαστικά δημιουργώντας ένα έδαφος που έγινε εχθρικό και προς αυτούς.
Είναι όμως πραγματικά έτσι; Κατά την
άποψη μας δεν υπάρχει καμία διαφορά στην ουσία, παρά μόνο στο περιτύλιγμα. Η
ύπαρξη οργανωμένων αναρχικών συλλογικοτήτων, οι οποίες έχουν συγκεκριμένες
ιδεολογικές και πολιτικές σταθερές, είναι η βάση ύπαρξης διάφορων «αυτόνομων,
ανεξάρτητων, αυτό-οργανωμένων» εγχειρημάτων. Τα εγχειρήματα αυτά, πάντοτε είναι
στημένα με πολιτικό σχέδιο και περιεχόμενο που καθορίζεται από τις αναρχικές
συλλογικότητες. Στην πραγματικότητα η αυτό-οργάνωση είναι η αναρχική εκδοχή της
«ανεξαρτησίας από πολιτικές απόψεις», είναι μια ιδεολογική αυταπάτη ότι το
άτομο μπορεί από μόνο του και αφ’ εαυτού, να διαμορφώσει ιδεολογία. Και φυσικά
αυτό βολεύει πολύ τους καθοδηγητές της αναρχίας, οι οποίοι ποτέ δεν
αναλαμβάνουν την ευθύνη του ρόλου τους.
Μαζί με τα άλλα όμως, η μαζική προπαγάνδα
της αναρχίας ενάντια σε ό,τι οργανωμένο υπάρχει μέσα στο φοιτητικό κίνημα,
έστρωσε το έδαφος ενάντια στην ύπαρξη του χώρου αυτού μέσα στις σχολές. Ο χώρος
αυτός πίστεψε ότι μπορεί να καταφέρεται με πλήρη ισοπέδωση ενάντια στην
πολιτική, στην ιδεολογία και στις παρατάξεις, αλλά να μείνει σε κάποιου είδους
απυρόβλητου. Νόμισε ότι το φωτοστέφανο που έχει δομήσει στη νεολαία με τις
πλάτες της αστικής προπαγάνδας ενάντια στον σοσιαλισμό, τους αρκεί για
αντιμετωπίζουν τις μάζες ψηλομύτικα και με περιφρόνηση («πρόβατα», «ο κόσμος
είναι ηλίθιος»), χωρίς κανένα κόστος. Ίσως σήμερα και οι ίδιοι μπορούν να
καταλάβουν ότι η προπαγάνδα που διεξήγαγαν ενάντια στους συλλόγους, στις
παρατάξεις, στην πολιτική, τελικά υπέσκαψε το έδαφος που και οι ίδιοι πατούσαν.
Συνολικά όλες οι δυνάμεις της αριστεράς
στα πανεπιστήμια συνέργησαν με τις απόψεις αυτές, άλλος λιγότερο και άλλος
περισσότερο, στη δημιουργία ενός κλίματος που απειλεί να καταπιεί όλες τις
κινηματικές δυνάμεις χωρίς εξαίρεση.
Ας δούμε όμως, ποιο είναι αυτό το έδαφος για το οποίο
αναφερόμαστε.
Οι
φοιτητικοί σύλλογοι και οι παρατάξεις τους
Πρώτα από όλα, θα πρέπει να αναρωτηθούμε πώς προέκυψαν
οι παρατάξεις και οι εκλογές στο πανεπιστήμιο.
Τις
δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, όταν δημιουργήθηκε το μαζικό πανεπιστήμιο, ο
συνδικαλισμός ήτανε απαγορευμένος. Το μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς, ορμώμενο
από τη νίκη στον εμφύλιο, έβαλε τη χώρα στο γύψο και απαγόρευε κάθε είδους
πολιτική και συνδικαλιστική δράση. Η φασίζουσα ΕΚΟΦ (η κυβερνητική παράταξη)
συχνά αναλάμβανε με δοκάρια και ξύλο να διαλύσει συνελεύσεις.
Παρόλα αυτά, δημιουργήθηκαν και
κατόρθωσαν να δράσουν αριστερές φοιτητικές παρατάξεις που οργάνωσαν το
φοιτητικό κίνημα και τους συλλόγους του.
Από την εποχή του κινήματος για το 15%, το φοιτητικό κίνημα υπήρξε πάντα στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης με το σύστημα και τους μηχανισμούς του.
Από την εποχή του κινήματος για το 15%, το φοιτητικό κίνημα υπήρξε πάντα στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης με το σύστημα και τους μηχανισμούς του.
Το φοιτητικό κίνημα υπήρξε μαζί με τους
οικοδόμους πυλώνας για το λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα και ήτανε αυτό που έπαιξε
τον πρωταγωνιστικό ρόλο για το ξεκίνημα της λαϊκής εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Πρώτα με τον Πέτρουλα και ύστερα με τους νεκρούς του Νοέμβρη, το φοιτητικό
κίνημα κέρδισε με αίμα μια ξεχωριστή θέση στη συνείδηση του λαού.
Οι δυνάμεις αυτές ήτανε η ΠΣΚ (ΚΚΕ),
Ρήγας Φεραίος (ΚΚΕεσ), ΠΠΣΠ (ΟΜΛΕ), ΑΑΣΠΕ (ΕΚΚΕ) κτλ, οι οποίες έδρασαν παράνομα κατά τη διάρκεια της
Χούντας και συμμετείχαν και αντιπαρατέθηκαν πολιτικά μέσα στην εξέγερση του
Πολυτεχνείου.
Μετά την πτώση της Χούντας, οι αστικές
πολιτικές δυνάμεις αναγκάστηκαν και αυτές να ιδρύσουν τις παρατάξεις τους ώστε
να συμμετέχουν στους συλλόγους, αφού έγινε αδύνατο για το σύστημα η κατάργηση
τους.
Η αποσυγκρότηση του λαϊκού κινήματος
έφερε τη διάλυση και του φοιτηιτκού συνδικαλισμού, οδήγησε στην
πολιτική-εκλογική κυριαρχία των αστικών παρατάξεων, στην διάλυση της ΕΦΕΕ και
φυσικά στην σημερινή κατάσταση όπου η ύπαρξη των συλλόγων και των φοιτητικών
εκλογών είναι υπό αίρεση.
Ό,τι δεν κατάφεραν η Μακρόνησος και τα
τανκς, το κατάφερε η «ειρηνική συνύπαρξη». Οι «σφαίρες από ζάχαρη» αποδείχθηκαν
πιο σκληρές από το σίδερο. Έτσι φτάσαμε με τις δεκαετίες κυριαρχίας των αστικών
και ρεφορμιστικών απόψεων στην απομάκρυνση του κόσμου από τους συλλόγους, στην
αποξένωση και τη δυσπιστία.
Η συμπεριφορά των αριστερών δυνάμεων, τα
καπελώματα στα συντονιστικά, οι κενού περιεχομένου λόγοι στις συνελεύσεις, η
αναντιστοιχία λόγων και πράξεων, δημιούργησαν το πολιτικό κενό για να
ξεπεταχτούν οι απόψεις αυτές στα ΑΕΙ-ΤΕΙ.
Είναι αφελές να νομίζει κανείς ότι σε μια
περίοδο οξυμένης φαιστικοποίησης, ότι οι αντιδραστικές απόψεις θα μείνουν έξω
από τις πύλες των ιδρυμάτων. Σε μια κοινωνία όπου η απήχηση των ναζιστών είναι
σε διψήφιο νούμερο και η πολιτική του κράτους ευνοεί τις αντιλήψεις αυτές,
είναι πάνω από βέβαιο ότι οι απόψεις αυτές θα ακουστούν στο μάθημα, στο
διάδρομο, στην συνέλευση.
Το δικαίωμα στη συνέλευση, στην πορεία,
στην κατάληψη, στον συνδικαλισμό, στην πολιτιστική έκφραση, στο να μοιράζεις
κείμενα και να κολλάς αφίσες, είναι υπό αίρεση.
Να στρώσουμε ξανά το έδαφος
Τι πρέπει, λοιπόν να κάνουμε εμείς ώστε να
αντιμετωπίσουμε την κατάσταση αυτή;
Πρώτα από όλα, πρέπει να υπερασπιστούμε
τη συλλογικότητα σε όλα τα επίπεδα μέσα στις φοιτητικές μάζες. Το δικαίωμα στην
ελεύθερη έκφραση και δράση όχι μόνο για εμάς, αλλά για κάθε έναν που θέλει να
προπαγανδίζει τις ιδέες του μέσα στο κίνημα και τους συλλόγους.
Εδώ πρέπει να γίνει ξεκάθαρο, ότι οι
φασιστικές απόψεις πρέπει να αποβληθούν από το φοιτητικό κίνημα (πρώτα με
πολιτικό και ύστερα με οργανωτικό τρόπο!), γιατί είναι απόψεις που δεν
αναγνωρίζουν το σύλλογο και το δικαίωμα κανενός να παρεμβαίνει στην σχολή.
Ίσα-ίσα, η παρέμβαση τους μόνο σε αυτό το ζήτημα εξαντλείται –να προπαγανδίσει
την διάλυση των παρατάξεων και ύστερα των συλλόγων.
Θα πρέπει να υπερασπίσουμε την
αναγκαιότητα των φοιτητών να συζητούν και να παίρνουν αποφάσεις αναμεταξύ τους,
ανεξάρτητα από το κράτος και τους μηχανισμούς του –αυτή είναι μιας μορφής
ανεξαρτησία που πολλοί ξεχνούν. Ανεξάρτητα από τις παρεμβάσεις του διοικητικοί
μηχανισμού (πρυτάνεις-σύγκλητοι-κοσμητείας), ανεξάρτητα από τις
παρεμβάσεις της «δικαιοσύνης». Και
φυσικά να περιφρουρηθεί το Άσυλο απέναντι στις δυνάμεις καταστολής. Το Άσυλο
του αγώνα που ανήκει σε όλο το λαό, όχι το «ακαδημαϊκό» Άσυλο που τελικά στρέφεται ενάντια στην ελεύθερη διακίνηση των ιδεών!
Να υπερασπιστούν οι σύλλογοι τον εαυτό
τους και τα μέλη τους από τις διώξεις, τα πειθαρχικά, την καταστολή.
Σε αυτή τη διαδικασία είναι αναγκαίο να
ξεχωρίσουμε τους ανθρώπους που ανοιχτά η καλυμμένα δρουν αντιδραστικά, και να
ξεσκεπάσουμε το ρόλο τους. Όμως ταυτόχρονα πρέπει να αναγνωρίσουμε πότε οι
μάζες δείχνουν δυσπιστία και να μην συμπεριφερόμαστε με τον ίδιο τρόπο στον
απλό κόσμο που είναι μπερδεμένος και πολλές φορές έχει διάθεση για αγώνα.
Εδώ βρίσκεται και το σημαντικότερο
καθήκον μας.
Η απάντηση μας, πολιτική και
συνδικαλιστική, δεν μπορεί να δοθεί έξω από τα προβλήματα των μαζών, έξω από
την ανάγκη να ανασυγκροτηθεί το αγωνιστικό φοιτητικό κίνημα. Από μόνη της, η
επιχειρηματολογία για την ανάγκη ύπαρξης του εργαλείου των παρατάξεων, είναι
ένα πουκάμισο αδειανό: πρέπει να συνοδεύεται από την ανάγκη χρησιμοποίησης του
εργαλείου αυτού.
Θα πρέπει να συνοδευτεί η πολιτική αυτή
γραμμή από την δράση της παράταξης που συμμετέχουμε εμείς, τις Αγωνιστικές
Κινήσεις, σε τέτοια κατεύθυνση που να αποδειχθεί χρήσιμη για τις φοιτητικές
μάζες.
Μόνο με την ένταξη των μαζών στην
πολιτική και συνδικαλιστική πάλη, πάνω στα μικρά και μεγάλα προβλήματα που
αντιμετωπίζει η νεολαία και ο λαός, μπορούμε να στρώσουμε ξανά το έδαφος για να
αποκτήσει ο φοιτητικός συνδικαλισμός τη θέση που του αρμόζει: στην πρώτη
γραμμή, πυροδότης του λαϊκού κινήματος.
Μόνο μέσα από την ανάδειξη των πολιτικών
και συνδικαλιστικών ζητημάτων που καίνε και οδηγούν χιλιάδες φοιτητές έξω από
τις σχολές, μόνο μέσα από την κινητοποίηση και τον αγώνα, μπορεί να ξανακερδίσει
ο αριστερός λόγος την ηγεμονία στο φοιτητικό κίνημα.
Και αυτό δεν μπορεί να συμβεί αναχωρώντας
από την μάχη της υπεράσπισης της συλλογικότητας και χαρίζοντας το ιδεολογικό
περιβάλλον στις απόψεις του διαλυτισμού και του ατομισμού!
Υπεράσπιση της συλλογικότητας –
ανασυγκρότηση του κινήματος είναι δύο αναγκαίοι πυλώνες μιας απάντησης που δεν
μπορεί να δοθεί μονομερώς με επιτυχία.
ΑΛΕΠΟΥ είναι ομολογουμένως από τις καλύτερες προσπάθειες που έχεις κάνει. Τέτοια άρθρα χρειαζόμαστε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ.
Καιρός να δούμε και άλλους να προσπαθούν.
ΑπάντησηΔιαγραφή